Συγγραφέας του βιβλίου «…γιατί κι οι έρωτες μου φάγανε τα χρόνια…» – Εκδόσεις «ΚΨΜ»
Τριάντα τέσσερα χρόνια πέρασαν από τότε, που για πρώτη φορά, ο Χρήστος Σιάφκος άκουσε το «Πάτωμα» από την Τάνια Τσανακλίδου. Μάλιστα, ήταν από τους τυχερούς που παραβρέθηκαν στην παρουσίαση του δίσκου «Μαμά γερνάω» των Νικολακοπούλου – Κραουνάκη. «Όμως», όπως λέει στο Vivlio-life «είναι κάποια πράγματα που μια ζωή σε συνοδεύουν, η ποιότητά τους σε αναγκάζει να τα κρατάς μέσα σου και έρχεται η στιγμή που βρίσκουν τη θέση τους στο παζλ του βίου. Κι ύστερα είναι όμορφο να ντύνεις το πεζό με τον στίχο». Η στιγμή ήρθε, όταν ολοκλήρωσε το πεζό του και αποφάσισε να το ντύσει με ένα στίχο. Δε χρειάστηκε να τον αναζητήσει αλλού. Για τον συγγραφέα ήταν από πάντα στιγμή χαράς το συγκεκριμένο τραγούδι και, κάπως έτσι, γεννήθηκε το βιβλίο «…γιατί κι οι έρωτες μου φάγανε τα χρόνια…»
Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η
Οι εκδόσεις ΚΨΜ σας προσκαλούν
στην παρουσίαση του βιβλίου
του Χρήστου Σιάφκου
… γιατί κι οι έρωτες
μου φάγανε τα χρόνια…
την Δευτέρα 11 Απριλίου 2022,
στις 7.30 μ.μ.,
στον «Κήπο του Μουσείου»
(μπροστά στο Αρχαιολογικό Μουσείο,
Πατησίων 44, Αθήνα)
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:
Γιάννης Μετζικώφ
σκηνογράφος
Γιάννης Ξανθούλης
συγγραφέας
Δημήτρης Πιατάς
ηθοποιός
Βασίλης Χατζηβασιλείου
εκδότης
και o συγγραφέας του βιβλίου
- Επιλέξατε ως κεντρικό τίτλο των διηγημάτων σας ένα στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου. Γιατί αυτόν και όχι κάποιον άλλο στίχο από το «Πάτωμα», που τόσο υπέροχα τραγούδησε η Τάνια Τσανακλίδου σε μουσική Σταμάτη Κραουνάκη;
Γιατί σηματοδοτώ τη ζωή μου και από τους έρωτες, κάτι που βέβαια δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως η καρδιά μου είναι μαρουλόφυλλο. Όμως σε στεγνές εποχές, τι ωραιότερο από την υγρασία των ερώτων που δεν μου έφαγαν τα χρόνια αλλά που έδωσαν περισσότερη ζωή στα χρόνια μου. Εκλαμβάνω το «μου έφαγαν» με τον ίδιο τρόπο που θα αναφερόμουν στη δημοσιογραφία ή στη συγγραφή. Απλώς σκέπτομαι πως δίπλα του θα πρόσθετα τη λέξη «υπέροχα». Εν κατακλείδι, από το τραγούδι, ειδικά όπως το είπε η Τάνια, αυτός ήταν ο στίχος που με μάγεψε. - Από το 1988 που κυκλοφόρησε ο δίσκος «Μαμά γερνάω» μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει τριάντα τέσσερα χρόνια. Πέρασε ποτέ από το μυαλό σας τότε, πως μπορεί κάποτε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης;
Ήταν από πάντα στιγμή χαράς αυτό το τραγούδι, φανταστείτε δε πως ήμουν παρών όταν πρωτοπαρουσιάστηκε ο δίσκος. Σαφέστατα τότε δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως κάποια στιγμή θα ζητούσα την άδεια της Λίνας για να χρησιμοποιήσω ένα στίχο του ως τίτλο για μια συλλογή διηγημάτων μου. Όμως είναι κάποια πράγματα που μια ζωή σε συνοδεύουν, η ποιότητά τους σε αναγκάζει να τα κρατάς μέσα σου και έρχεται η στιγμή που βρίσκουν τη θέση τους στο παζλ του βίου. Κι ύστερα είναι όμορφο να ντύνεις το πεζό με τον στίχο. - Ξεχωρίζω από το οπισθόφυλλό σας μία πρόταση που με άγγιξε: «… η νεότητα που από μόνη της μοιάζει επιχείρημα». Θέλετε να μας την αναλύσετε και να μας πείτε σε ποιο διήγημά σας να αναζητήσουμε το ανάλογο επιχείρημα;
Μα η νεότητα είναι επιχείρημα! Όλα πρόκειται να γίνουν, όλα είναι μπροστά σου κι εσύ δεν σκέπτεσαι το κακό, την αναποδιά. Η νεότητα είναι ανθισμένη και λάμπει, γεννάει φως. Το σώμα είναι δυνατό, όλο χυμούς και το μυαλό χοροπηδάει προς χίλιες μεριές. Σου φτάνει ένα τίποτα για να είσαι καλά, κάτι που δύσκολα θα το κερδίσεις ξανά με το πέρασμα του χρόνου. Η νεότητα είναι δυο σώματα, κάτω από τον ήλιο, πάνω στην άμμο. Είναι το αιώνιο καλοκαίρι και βέβαια αδυνατείς να πιστέψεις πως στη γωνιά παραμονεύει ο χειμώνας. Να πω και κάτι παραπάνω; Η νεότητα μπορεί να γίνει και μια κατάσταση του νου. Να μπορείς να είσαι ανθισμένος εν ολίγοις ακόμα και στο γήρας. Όσο για το διήγημα που νομίζω πως αντανακλά μέσα στο βιβλίο τα νιάτα είναι το «Η Μαρίκα της ζωής μου». - Αφιερώνετε το βιβλίο σας «στις γυναίκες που το έγραψαν». Θα συναντήσουμε αυτές τις γυναίκες και στα έντεκα διηγήματά σας;
Όχι ή μάλλον θα βρείτε ψήγματα πολλών γυναικών που συνθέτουν τις γυναίκες των διηγημάτων. Με τη συλλογή αυτή φυσικά και δεν κάνω ρεπορτάζ στη ζωή μου. Όμως αντλώ από την εμπειρία για να κάνω λογοτεχνία. - Αναζητώντας εσάς ανάμεσα στους πραγματικούς αλλά και τους επινοημένους ήρωες των διηγημάτων σας, σε πόσα θα σας δούμε να παίζετε κάποιον μεγάλο ή μικρό ρόλο;
Σε όλα και σε κανένα. Κλέβω χαρακτήρες, φίλων, αγνώστων που συνάντησα τυχαία, αντρικές μορφές από τους δρόμους της πόλης, φαντάζομαι πως είναι και το τι θα έκαναν, η έκφραση σ’ ένα πρόσωπο μπορεί να γεννήσει μια ιδέα. Και όλα τα παραπάνω τα μπολιάζω με τον εαυτό μου. Με κάτι που μπορεί να μου συνέβη ή με κάτι που θα ήθελα να μου συμβεί. Μπαίνω και βγαίνω σε άλλους, αρπάζοντάς τους ό,τι με κινητοποιεί. - «Γνωρίζεις τις πόλεις καλύτερα μέσα από το σώμα μιας γυναίκας». Έτσι ξεκινάει το διήγημα «Την πρώτη φορά δεν είδε το Παρίσι». Καθώς γυναίκες είναι αυτές που έγραψαν το βιβλίο σας, εξηγείστε μας και την πρόταση που τις αφορά.
Το σωστό ρήμα θα ήταν, όχι «γνωρίζεις» αλλά «αγαπάς». Έχω ζήσει σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας ή της Ευρώπης συχνά με μια γυναίκα δίπλα μου. Αγαπώντας αυτή τη γυναίκα, λάτρευα και το σκηνικό μέσα στο οποίο βιώναμε έναν έρωτα. Και έψαχνα να το μάθω, να της το μάθω καλύτερα ή και να μου το μάθει. Για να αναφέρω κάτι ακραίο: φανταστείτε κάποιον που ζει τον έρωτα του στη Φλωρεντία. Για να μη μιλήσουμε για την Αθήνα ή μάλλον να μιλήσουμε: τελειώνω ένα μυθιστόρημα που νόμιζα αρχικά πως θα αναφερόταν σ’ έναν έρωτα. Τώρα ανακαλύπτω πως αναφέρεται στην Αθήνα, όπως τη γνωρίζω και τη λατρεύω. Το σκηνικό εδώ ξεπερνάει την ιστορία. - «… η ηδονή και η οδύνη ως λέξεις ακούγονται κοντινές». Το διαπίστωσα κι εγώ διαβάζοντας το διήγημα «Δυο μέρες μόνο…» , στο οποίο το χιούμορ φαίνεται πως κατέχει μια ιδιαίτερη θέση. To ίδιο και στην προσωπική σας ζωή;
Σε βαθμό κακουργήματος. Είμαι ικανός να τσακιστώ και να ξεσπάσω στα γέλια παρά τους πόνους, βλέποντας την κωμική πλευρά του πράγματος. Στα πίσω πίσω βέβαια προσπαθώ να συγκρατήσω τις ατάκες μου προς τους άλλους γιατί έχω κινδυνέψει και να φάω ξύλο. Συχνά βλέπω τα πράγματα με σουρεαλιστικό τρόπο, είμαι δηλαδή ικανός να δω έναν άγνωστό μου υπέρβαρο στο δρόμο και να τον ρωτήσω σχετικά με τη δίαιτα που ακολούθησε και έχασε κιλά. - «Η νοσταλγία του κρασιού είναι σαν τις βαρείες, τις δασείες, τις οξείες και τις περισπωμένες, που τον παίδεψαν στα παιδικά του χρόνια». Άλλη μία όμορφη πρόταση που θα θέλαμε να μας εξηγήσετε.
Η πρόταση εξηγείται από την ίδια την εικόνα. Όπως με παίδευε η ορθογραφία άλλο τόσο με παίδευε κι εκείνο το καπηλειό που μ’ έστελνε ο πατέρας μου ν’ αγοράσω ρετσίνα. Όμως με τα χρόνια έμαθα ν’ αγαπάω αυτή τη μνήμη και τους ανθρώπους που τη συνέθεσαν Όλους εκείνους τους εργατικούς τύπους που τα έπιναν, γύρευε τους καημούς που προσπαθούσαν να πνίξουν. Και νοσταλγώντας εκείνο το καπηλειό παράλληλα νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια και τον κύρη μου. - Πολλά από τα διηγήματά σας δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά πριν από αρκετά χρόνια. Νιώσατε την ανάγκη να τα επεξεργαστείτε ή να αλλάξετε κάποια σημεία τους πριν τα συμπεριλάβετε στην έκδοση;
Όχι, δεν τα δούλεψα ξανά, απλώς τα ξαναδιάβασα. Για μένα είναι το ίδιο επίκαιρα, ευελπιστώ και για τους αναγνώστες. - Σίγουρα πολλοί φίλοι σας έλαβαν το βιβλίο σας με κάποια προσωπική αφιέρωση. Η Λίνα Νικολακοπούλου και ο Σταμάτης Κραουνάκης είναι δυο από αυτούς;
Θα το πάρουν μόλις κατέβω από το Πήλιο στην Αθήνα. Τόσο η Λίνα όσο και ο Σταμάτης έχουν κάνει τη ζωή μου καλύτερη, πιο όμορφη, πιο αισθαντική. Και φυσικά θα υπάρξει αφιέρωση αλλά θα είναι μοναχά γι αυτούς και στη δικαιοδοσία τους να τη δημοσιοποιήσουν! Έτσι δεν πρέπει;
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Οι όλβιοι έρωτες και η ποινή της μοναξιάς που τους ακολουθεί αλλά και ο έρωτας στα χρόνια της κρίσης, η νεότητα που από μόνη της μοιάζει επιχείρημα, οι χαμένες πατρίδες αλλά και το κρασί με ό,τι αυτό πυροδοτεί συνθέτουν εννιά διηγήματα-τυφλοσούρτες του βίου που θα μπορούσε να έχει ζήσει ο συγγραφέας. Η μνήμη αναπαράγει σπαράγματα ζωής και πάνω σ’ αυτά χτίζεται η χαρά της ελευθεριότητας – πού τελειώνει η αλήθεια και πού ξεκινά το παραμύθι, πίσω από ποιες εικόνες κρύβεται αυτός που γράφει, αλλά και μέσα σε ποιες γυμνώνει την αλήθεια του;
Βιογραφικό
Ο Χρήστος Σιάφκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953 και σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμου στη Σικελία της Ιταλίας. Έχει εργαστεί αρχικά ως ρεπόρτερ και στη συνέχεια ως υπεύθυνος τμημάτων και αρχισυντάκτης σε εφημερίδες και περιοδικά, σχεδόν πάντα στο χώρο του πολιτιστικού ρεπορτάζ.
Στην πεζογραφία εμφανίστηκε το 1999. Έκτοτε έχει γράψει μυθιστορήματα και διηγήματα, τις βιογραφίες του Τάσου Ζωγράφου και του Μιχάλη Κακογιάννη και έχει μεταφράσει πεζά και ποίηση από τα ιταλικά.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.