Διήγημα: «…όταν το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια!» της Ιουλίας Ιωάννου // *
Το τοπίο μοναδικό, μαγευτικό. Η θέα που απλώνεται κάτω από τα πόδια της και φτάνει ως πέρα μακριά στη θάλασσα της κόβει την ανάσα. Στέκεται στην άκρη της βεράντας και απλώνει τα χέρια νιώθοντας το ελαφρύ αεράκι να ανασηκώνει τα ξέπλεκα μαλλιά της. Θυμάται τη σκηνή που έχει ξεχωρίσει από τον «Τιτανικό» με τους πρωταγωνιστές να ερωτοτροπούν με απλωμένα τα χέρια σαν φτερά έτοιμα να πετάξουν και αισθάνεται κι εκείνη τη θαλασσινή αύρα να της χαϊδεύει το πρόσωπο. Το μυαλό της δημιουργεί σκόρπιες εικόνες, ακούει γύρω της φωνές χαρούμενες, ξέγνοιαστες, ανθρώπους να επιδίδονται σε ερωτικές περιπτύξεις χωρίς ίχνος ντροπής. Κλείνει τα μάτια και φαντάζεται κι εκείνη ότι έχει το θάρρος να ξεφύγει για μια φορά έστω από τη σεμνότυφη φύση της, να αφεθεί σε δυο στιβαρά μπράτσα που θα την οδηγήσουν σε στιγμές αχαλίνωτου πάθους, να ζήσει όσα ονειρεύεται και δεν τόλμησε ποτέ να εκφράσει.
Παράξενα πλάσματα που είναι οι άνθρωποι, ζουν για το αύριο, σκέφτονται για το αύριο και αφήνουν το σήμερα, το τώρα να φύγει, να χαθεί όπως η άμμος γλιστράει ανάμεσα στα δάχτυλα. Το ίδιο είναι κι εκείνη, δεν μπορεί να κρίνει κανέναν γιατί κάνει κι εκείνη ακριβώς το ίδιο. Σκέφτεται πάντα το μετά, τι επιπτώσεις θα έχει το κάθε τι στο μέλλον και αφήνει να της ξεφύγει το παρόν. Δεν έχει τη δύναμη να αφήσει πίσω της, έξω από τα πρέπει του μυαλού της τους κανόνες που έχει η ίδια επιβάλει στη ζωή της.
Θέλει να νιώσει συναισθήματα πρωτόγνωρα, να ζήσει τον έρωτα σε όλη του τη διάσταση, να αφεθεί κι ας πονέσει. Μα, κατά βάθος ξέρει πως δεν θα τολμήσει ξανά να αφήσει την καρδιά της ελεύθερη, ήταν πολύ σκληρό το μάθημα που πήρε από την πρώτη φορά που το τόλμησε, που αφέθηκε να την οδηγήσει μόνο το συναίσθημα, που έδιωξε τη λογική μακριά. Πάνε πολλά χρόνια όμως από τότε και το κορμί διψάει, η καρδιά αναζητάει να βρει διέξοδο στους τρελούς της χτύπους. Έχει ανάγκη να γνωρίσει ξανά τον έναν, το μοναδικό που ψάχνει απεγνωσμένα και δεν ελπίζει πια πως θα τον συναντήσει ποτέ.
Ξάφνου νιώθει δίπλα της ένα έντονο αντρικό άρωμα, μια παρουσία τόσο αισθητή που ακόμη και με τα κλειστά της μάτια, οι υπόλοιπες αισθήσεις της έχουν ήδη δημιουργήσει την εικόνα που πρόκειται να αντικρίσει όταν τα ανοίξει. Ανάστημα ψηλό, μαλλιά ελαφρώς γκριζαρισμένα στους κροτάφους, μάτια γκρίζα σαν την αγριεμένη θάλασσα, μέτωπο αποφασιστικό που δείχνει πως πάντα κατακτάει ό,τι βάζει στόχο. Το στόμα του επίσης συμπληρώνει την αποφασιστικότητα και την αυτοπεποίθηση που αποπνέει. Την πλησιάζει, ακούει τα βήματά του, βήματα σταθερά που ξέρουν να πατούν γερά στη γη, να διεκδικούν το μερίδιό τους στη ζωή. Αναπνέει τον ιδρώτα του που αναδύεται από τους πόρους του δέρματός του. Απλώνει στα τυφλά τα χέρια και αγγίζει το τριχωτό του στήθος μέσα από το ξεκούμπωτο πουκάμισο. Δεν έχει τη δύναμη να ανοίξει τα μάτια μήπως και χαθεί η μαγεία, μήπως και φύγει και χαθεί η οπτασία.
Την αγγίζει κι εκείνος, τα έμπειρα χέρια του είναι τολμηρά, διαπερνούν το λεπτό της δέρμα και στέκονται γύρω από τη μέση με κατεύθυνση προς τα κάτω, όλο και πιο κάτω ώσπου βρίσκουν την άκρη του φορέματος που αρχίζει σιγά-σιγά να ανασηκώνεται. Μια ανατριχίλα διαπερνά όλο το κορμί της, ξεχνάει το πού βρίσκεται, δεν γνωρίζει ποιος μπορεί να είναι ο άγνωστος εισβολέας, δεν νιώθει τίποτα άλλο παρά μια έντονη επιθυμία να κάνει πραγματικότητα τα πιο τρελά της όνειρα.
Ακούει να της ψιθυρίζει λόγια που δεν καταλαβαίνει, η ανάσα του πάνω στο αυτί της καυτή, τα χείλη του κατεβαίνουν στη λακουβίτσα του λαιμού της αφήνοντας σημάδια με τα φιλιά του.
Αφήνεται στην τρέλα της στιγμής, δεν ξέρει αν είναι αλήθεια ή ψέματα, αν είναι η ίδια που το ζει αυτό ή μέσα στο όνειρό της εισέβαλε ο άγνωστος διεκδικητής.
Έχει καταρρεύσει κάθε αντίσταση, κάθε σκέψη, κάθε άλλη επιθυμία. Όμως αυτό που ήθελε πάντα ήταν να αγαπήσει και να αγαπηθεί μα ο άγνωστος δεν είναι διατεθειμένος για αγάπες και λουλούδια, θέλει να της προσφέρει μόνο μία πρόσκαιρη απόλαυση. Είναι διατεθειμένη να το δεχτεί κάτι τέτοιο, μπορεί να επιτρέψει στο κορμί της να διαφεντέψει το μυαλό της; Είναι ικανό ένα σαρκικό πάθος να τινάξει στον αέρα όλα όσα πίστευε και διαφύλασσε τόσο καιρό;
Και μετά, τι; Όταν όλα τελειώσουν τι θα μείνει μετά, πώς η ίδια θα πορευτεί γνωρίζοντας πως κατέρρευσαν οι ηθικές της αξίες; Όχι, δεν μπορεί να το κάνει αυτό, δεν είναι στο χαρακτήρα της να ζει μόνο για να ικανοποιεί τις σαρκικές ανάγκες. Οι ανάγκες της καρδιάς της έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία. Δεν είναι γεννημένη για κάτι άλλο παρά μόνο να παραμένει σταθερή σε ό,τι πίστευε τόσο καιρό, κι ας έμενε στο τέλος μόνη.
Ανοίγει ξαφνικά τα μάτια και συνειδητοποιεί πως δίπλα της στέκεται υπομονετικά το γκαρσόνι που ήρθε να πάρει την παραγγελία της. Η έκπληξή της είναι κάτι παραπάνω από εμφανής όταν τον αντικρίζει, δεν έχει πέσει και πολύ έξω από την περιγραφή που είχε φτιάξει με το μυαλό της. Η μόνη διαφορά είναι στην ηλικία, καθώς οι γκριζαρισμένοι κρόταφοι έχουν αντικατασταθεί από κάτι ανέμελα ξανθιά τσουλούφια που πέφτουν στο νεανικό πανέμορφο πρόσωπο.
Ρίχνει μια ανήσυχη ματιά τριγύρω, κι αν τόση ώρα την κατάλαβε, αν επίτηδες έμεινε να την παρατηρεί διαβάζοντας τις σκέψεις της, αν η ίδια εκδήλωσε με κάποιο τρόπο τις κρυφές επιθυμίες της;
Πάνω στο δίσκο που κρατάει ένα μόνο χαρτάκι διπλωμένο προσεχτικά περιμένει να το πάρει στα τρεμάμενα χέρια της. Ανασηκώνει το χαμένο βλέμμα της και τον κοιτάζει, εκείνος περιμένει μιαν απάντηση. Είναι συνηθισμένος άλλωστε να περιμένει, η υπομονή είναι το μεγαλύτερο προτέρημά του.
Εκείνη, ανοίγει το χαρτάκι και διαβάζει με την αγωνία να έχει φτάσει στο κατακόρυφο το μήνυμα του αποστολέα: «Θα σε περιμένω στο μπαρ απόψε στις 10…»
Τι είναι τώρα αυτό, ένα χοντροκομμένο αστείο, ένα ακόμη παιχνίδι του μυαλού της, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Αναζητάει με βλέμμα θολό τον άγνωστο αποστολέα, κοιτάζει τα τραπέζια δίπλα της που αρχίζουν σιγά-σιγά να αδειάζουν από τους τουρίστες που είχαν κατακλύσει το χώρο για να θαυμάσουν το υπέροχο ηλιοβασίλεμα. Θυμάται πως κι εκείνη γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό βρέθηκε εκεί. Είναι ήδη η δεύτερη μέρα στο νησί και δεν έχει ανταλλάξει κουβέντα με κανέναν, δεν γνωρίζει κανέναν. Ποιος λοιπόν μπορεί να είναι αυτός που θα την περιμένει το βράδυ, πού την είδε, πώς ξέρει ότι είναι μόνη, πώς η ίδια μπορεί να τον εμπιστευτεί;
Με μιαν αποφασιστικότητα που ούτε η ίδια γνώριζε πως διέθετε, παίρνει το στυλό που της προτείνει το γκαρσόνι και απαντάει χωρίς δεύτερη σκέψη: «Θέλω να κρατάς ένα κόκκινο τριαντάφυλλο…».
Όταν μένει και πάλι μόνη κάθεται αναπαυτικά στην καρέκλα και ως διά μαγείας, είναι πολύ πιο ήρεμη. Τελικά, όλα είναι ένα παιχνίδι, που ο καθένας βάζει τους όρους του και στο τέλος θα βγει ο νικητής και ο χαμένος. Παραδόξως όμως, αυτή τη φορά δεν την ενδιαφέρει αν θα είναι εκείνη η χαμένη. Ένα παιχνίδι είναι η ζωή και κείνη αποφασίζει να παίξει. Δεν τη νοιάζει το αποτέλεσμα, θα ζήσει το ταξίδι, την εμπειρία και όπου βγει…
* Η Ιουλία Ιωάννου γεννήθηκε στο Αγρίνιο και σπούδασε Οπτικός στην Αθήνα. Εργάστηκε για εννέα χρόνια σε κατάστημα οπτικών ειδών στην πόλη της, αλλά το ανήσυχο πνεύμα της την οδήγησε στο να αναζητήσει ενδιαφέροντα έξω από τον περιορισμένο χώρο ενός καταστήματος. Μετά από διάφορες επαγγελματικές αναζητήσεις, κατέληξε να ασχοληθεί με τη διαφήμιση και τις δημόσιες σχέσεις για δεκατρία χρόνια. Τα τελευταία δύο χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με την προσωπική της ιστοσελίδα agrinio-life, με συνεντεύξεις και παρουσιάσεις προσώπων και πολιτιστικών θεμάτων, βιβλίων και εκδηλώσεων. Είναι παντρεμένη με τον αθλητικογράφο Χρήστο Στούμπο και έχουν δύο κόρες και ένα γιο, που της δίνουν τη δύναμη να συνεχίζει και να ονειρεύεται.