Γράφει: Ο Κώστας Α. Τραχανάς

Οι ήρωες του Μυθιστορήματος είναι: η Έλσα, ο γιός της ο Φίλιππος Μουτίδης, ο Παύλος Παυλής, η γυναίκα του η Μαρίνα και η κόρη του η Νάσια.
Ο Παύλος Παυλής ζούσε μια δεύτερη ζωή παράλληλη με την κανονική του. Είχε ερωτική σχέση με την Έλσα με την συγκατάβαση της γυναίκας του. Μια διπλή ζωή. Με τη Μαρίνα είχαν δώσει όρκο ότι αυτός ποτέ δεν θα γινόταν η αιτία να διαλυθεί η οικογένεια, κι εκείνη θα δεχόταν τις ατασθαλίες του, τη φύση των παθών του, σαν ένα μέσο αναθέρμανσης της σχέσης τους. Ο Παυλής πίστευε ότι δεν θα προδώσει ο ένας τον άλλον, είχε τη βεβαιότητα ότι οι έρωτες περνάνε, ενώ η αγάπη χτίζεται συνεχώς. Όμως δεν ήταν τυχαίο ότι ο θεσμός του γάμου αντέχει ανά τους αιώνες. Όμως στις μέρες μας κλονίζεται, κι όποιος έχει ανοιχτά μάτια το βλέπει: προβλήματα στα νεαρά ζευγάρια, το μίσος, η εχθρότητα, τα συχνά διαζύγια, η ευκολία εύρεσης συντρόφου για μια βραχύβια σχέση, η δημοφιλία των πορνοσελίδων ή τα σάιτ γνωριμίας. Η μονογαμική οικογένεια που ξέρουμε εμείς σήμερα είναι δημιούργημα των τριών τελευταίων αιώνων. Ο Παυλής πίστευε στην πολυσυντροφικότητα και τις ανοιχτές σχέσεις που διαφοροποιούνται από την επιδίωξη ευκαιριακών επαφών κρυφά, πίσω απ΄ την πλάτη ο ένας του άλλου. Η πεποίθηση για τον έναν και μοναδικό σύντροφο στη ζωή μας οδηγεί συχνά σε σωρεία προβλημάτων και διαψευσμένων ονείρων, όπως η κακή έως ανύπαρκτη σεξουαλική ζωή μετά από κάποια χρόνια, η συναισθηματική αδιαφορία ή η κακοποίηση, η ζήλια, ο έλεγχος του άλλου κ.λ.π.


Ο Παύλος Παυλής ισορροπούσε ανάμεσα στους δαίμονές του όπως ο σχοινοβάτης πάνω στο σχοινί. Δύο διαφορετικές προσωπικότητες, η μία συνέχεια της άλλης. Ήξερε να ξεχωρίζει τις φιλίες απ΄ τους έρωτες. Πίστευε ότι η αληθινή αγάπη δεν μπορεί να είναι απαγορευμένη. Τα περισσότερα τα χρωστάει στη Μαρίνα ,στη γυναίκα του, αυτήν που είναι εκεί και τον περιμένει όταν ξαναγυρνά στο σπίτι του…
Η Νάσια η κόρη του Παυλή επικοινωνεί πολύ καλά με τον πατέρα της, αλλά φοβάται ότι η οικογένειά της είναι διαφορετική από τις άλλες, ότι κάτι πάει στραβά σ΄ αυτό τον γάμο, ο πατέρας της και η μητέρα της αποτελούν εξαίρεση κι αυτό δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Η δική τους οικογένεια βρίσκεται σε δυσαρμονία με τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες και τα τρέχοντα πρότυπα.
Η Νάσια είχε αντιληφθεί ότι η Έλσα ήταν μια παντρεμένη χωρισμένη, που είχε απομείνει μόνη και βρήκε τον πατέρα της του χεριού της .Αυτή ήταν η αλήθεια. Όσα δώρα κι αν έφερνε η Έλσα στη Νάσια, αυτή η γυναίκα είχε αποσπάσει τον πατέρα της από αυτήν και την μητέρα της. Όμως καταλάβαινε ότι αυτή η κατάσταση ήταν επιλογή του πατέρα της και της μητέρας της. Αν φύγει αυτή η γυναίκα απ΄ τη ζωή τους κάποια άλλη Έλσα θα μπορούσε να βρεθεί. Άρα έπρεπε να φροντίσει να φύγει η Νάσια, να αποδράσει, αυτή ήταν η παράξενη, η απροσάρμοστη δεν ήταν αυτοί, αυτοί είχαν στρώσει τη ζωή τους. Κι έτσι έφυγε για το Λονδίνο.


Η σαραντάρα Έλσα πίστευε ότι δεν υπάρχει κοινωνική απελευθέρωση χωρίς τη γυναικεία ανεξαρτησία, μήτε γυναικεία ανεξαρτησία χωρίς την κοινωνική απελευθέρωση. Είχε όμως να παλέψει με βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις για τον ρόλο των δύο φύλων, αλλά και με τον φόβο των γυναικών ότι ο αγώνας τους θα μπορούσε να προκαλέσει τριβές μέσα στην οικογένεια, κυρίως με τα παιδιά.
Η Έλσα δεν επικοινωνεί με τον γιο της. Η κόντρα τους κρατάει τέσσερα χρόνια. Η ανεξάρτητη γυναίκα με τις στέρεες αξίες ζωής που είχε αγωνιστεί γι΄ αυτές κι απ΄ την άλλη ένα παιδί με τις εμμονές του.
Ο Φίλιππος δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα του, δεν πρόλαβε. Ήταν βρέφος όταν χώρισαν με τη μητέρα του. Μεγαλώνοντας ο Φίλιππος αντιλήφθηκε την ερωτική σχέση που είχε η μητέρα του με τον Παύλο Παυλή και τα έβρισκε όλα λάθος πάνω στη μάνα του. Δεν μπορεί να δεχτεί ο γιος της τις επιλογές της την προσωπική της ζωή. Αναρωτιόταν πώς μπορούσε μια γυναίκα που αγκαλιάζει και φιλάει τον εραστή της, με τα ίδια χέρια ν΄ αγκαλιάζει το παιδί της; Πώς μπορεί να φιλάει με τα ίδια χείλη; Τον τρέλαιναν αυτές οι σκέψεις. Τον ταπείνωναν.
Η Έλσα κατηγορούσε τον δεκαπεντάχρονο Φίλιππο ότι θα καταντήσει λούζερ, ένας κλοσάρ που θα κοιμάται στα παγκάκια. Ο Φίλιππος την βρίζει και την απειλή: «Είμαι το εμπόδιο στους έρωτές σου. Είσαι μια πουτάνα».


Γρήγορα ο Φίλιππος έφυγε από το σπίτι και γυρνούσε στους δρόμους με αλήτικες παρέες. Οικογένειά του ήταν πλέον οι παρέες του. Οι μικροκλοπές οδηγούν στις οργανωμένες ληστείες, κι αυτές στις ουσίες κι αργότερα στη χρήση όπλων. Τα παιδιά δεν είναι από μόνα τους αθώα και δίχως φάρους και πυξίδες ευνουχίζονται και πολλές φορές γίνονται επικίνδυνα.
Όλοι διεκδικούν από τον Παύλο Παυλή κάτι πολύτιμο για τον εαυτό του. Η Έλσα τον ιδεώδη εραστή. Η Νάσια την αποκλειστικότητα της πατρικής φιγούρας. Η Μαρίνα του μένει πιστή στις απιστίες του, η αγάπη τους εξακολουθεί να είναι ισχυρή. Ο Φίλιππος επιζητεί εκδίκηση για τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ. Σηκώνει ένα βάρος μεγαλύτερο από τις δυνάμεις του, δεν γνωρίζουμε αν μπορεί να το αντέξει ή αν τελικά θα τον εξουθενώσει και θα βυθιστεί στα αδιέξοδά του. Είναι μεταιχμιακή περσόνα, με εντάσεις που δύσκολα τις κουμαντάρει και ίσως κάποτε στρέψει την εσωτερική οργή, με τρόπο βίαιο στον ίδιο του τον εαυτό…
Όταν ο Φίλιππος βρίσκει στο εξοχικό της μητέρας του, τον Παυλή να κάνει έρωτα με την Έλσα, διαπληκτίζεται και με τους δύο και ξαφνικά ορμάει προς την ταράτσα και βουτάει στο κενό στη μαύρη νύχτα, να αυτοκτονήσει…
Στο ανατρεπτικό αυτό μυθιστόρημα ο συγγραφέας Κώστας Λογαράς αναδεικνύει τα αδιέξοδα του εν πολλοίς αναγκαίου θεσμού της οικογένειας, ενώ, χωρίς να παίρνει θέση, καλεί τον αναγνώστη να αποφασίσει πού βρίσκεται η αλήθεια και πού το ψέμα στη ζωή και στις επιλογές του polyamorous ήρωα της συναρπαστικής ιστορίας του.
Η πλοκή του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται με γρήγορο ρυθμό, ο λόγος είναι ασθματικός, ενώ οι διάλογοι έχουν κρίσιμο ρόλο στη ροή της αφήγησης.
Ένα συναρπαστικό και καθηλωτικό ανάγνωσμα.
Μια συγκινητική αφήγηση τολμηρή, που αποτυπώνει τις ανησυχίες του σήμερα.
Διαβάστε το.


Ο Κώστας Λογαράς γεννήθηκε στην Πάτρα. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο. Το μυθιστόρημά του Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο (2017) τιμήθηκε με το βραβείο The Athens Prize for Literature, ενώ ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Πεζογραφίας του περιοδικού Κλεψύδρα (βραχεία λίστα) και για το Βραβείο Public στην κατηγορία Ελληνικό Μυθιστόρημα (στα δέκα επικρατέστερα). Το μυθιστόρημά του Ερημιά στο βλέμμα τους (2008) εντάχθηκε στη βραχεία λίστα του Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος. Το λιμπρέτο του Σπίτια της μνήμης, σπίτια της σιωπής παρουσιάστηκε σε μουσική-σκηνοθεσία Θάνου Μικρούτσικου (1988). Το θεατρικό του έργο Η τελευταία μάσκα – Fallimento ανέβηκε από τον Θόδωρο Τερζόπουλο και τη θεατρική ομάδα Άττις (2006). Συνεργάστηκε ως αρθρογράφος με τις εφημερίδες Τα Νέα, Το Βήμα και Πελοπόννησος, με το περιοδικό Διαβάζω, με το ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης, με το protagon.gr κ.ά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά.