ΤΖΟΝ ΜΑΚΓΚΡΕΓΚΟΡ
JON McGREGOR
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

Μετάφραση και Επίμετρο:
ΑΘΗΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα του νεαρού τότε Βρετανού συγγραφέα, υποψήφιο για το βραβείο Man Booker Prize το 2002 το οποίο απέσπασε πολλές διακρίσεις.

Ο ίδιος ο συγγραφέας το περιγράφει ως ένα μυθιστόρημα που αφηγείται “μία μέρα από τη ζωή των κατοίκων ενός αστικού δρόμου”, ακολουθώντας το στυλ γραφής που καθιέρωσε ο Τζόις.
Είναι μία ιστορία για τη σπουδαιότητα του καθημερινού και συνηθισμένου, μιας και η ζωή και ο θάνατος περνούν στην εποχή μας απαρατήρητα, θύματα της εκτυφλωτικής λάμψης των διασημοτήτων.

Αν στήσεις αυτί, θα την ακούσεις.
Την πόλη, τραγουδάει
.
[………] Πιο καθαρά ακούγεται τη νύχτα, τότε ο ήχος, πιο αστόμωτος, τέμνει την επιφάνεια των πραγμάτων, τότε το τραγούδι φτάνει μέχρι τα μέσα σου.
[….]…σταματάει σε έναν σπάνιο ιερό νεκρό χρόνο, στριμωγμένο ανάμεσα σ’ αυτούς που κοιμούνται αργά και σ’ αυτούς που ξυπνούν νωρίς, γίνεται το θαύμα της σιωπής. [….] Η πόλη ολόκληρη έχει σταματήσει. Και τούτη την παύση αξίζει να τη χαρείς γιατί σε λίγο ο κόσμος θα είναι και πάλι περίπλοκος.”

Έτσι, ποιητικά ξεκινάει την ιστορία του ο ΜακΓκρέγκορ παρακινώντας τον αναγνώστη να ακούσει τη νυχτερινή μουσική της πόλης διεγείροντας ήδη από την αρχή το ενδιαφέρον του.
Κατόπιν στήνει ένα τεράστιο προβολέα πάνω από την γειτονιά και παρατηρεί σχολαστικά τις άγνωστες λεπτομέρειες της φαινομενικά ήρεμης ζωής των κατοίκων. Με σκηνοθετική μαεστρία μπαινοβγαίνει στα σπίτια τους και αναπαριστά τις αδιάφορες για τους γείτονες ζωές τους, τόσο δύσκολες και πονετικές όμως για τους ίδιους, ζωγραφίζοντάς τες τολμηρά με ήχους, χρώματα και φως!

31 Αυγούστου του 1997 σε έναν συνηθισμένο αστικό δρόμο μιας ανώνυμης πόλης της Βόρειας Αγγλίας. Μία ημέρα που τα νέα του θανάτου της πριγκίπισσας Νταϊάνα τρέχουν σαν αστραπή στον πραγματικό κόσμο, στον δρόμο της μυθιστορίας γίνεται ένα σοβαρό τροχαίο με θύμα ένα μικρό παιδί που συγκλονίζει όλους τους μάρτυρες της σκηνής. Ένας σοκαρισμένος γείτονας ζητάει να μάθει το όνομά του και παρόλο που το προφέρει δυνατά – Σαχίντ Μωχάμεντ Ναουάζ -, η φωνή του χάνεται στον θόρυβο της κίνησης με κίνδυνο να περάσει ανώνυμα στο επέκεινα…
Στο γεγονός δεν αναφέρεται κανένα κανάλι, καμία εφημερίδα, όπως τα χιλιάδες αδιάφορα που συμβαίνουν κάθε μέρα στον κόσμο.

Τα σπίτια του δρόμου, πρώην αρχοντικά, τώρα έχουν χωριστεί σε διαμερίσματα και σε ενοικιαζόμενα δωμάτια όπου μένουν φοιτητές, Ανατολίτες μετανάστες και ντόπιοι διαφόρων ηλικιών.
Τελευταία μέρα του καλοκαιριού και οι φοιτητές αμπαλάρουν τα πράγματά τους για να αναζητήσουν νέα στέγη ή να επιστρέψουν στον τόπο τους. Τα δίδυμα παιδάκια παίζουν ανέμελα στον δρόμο, ένας άντρας βάφει τα παντζούρια του, ένα αντρόγυνο μένει μόνο στο σπίτι και κάνει με λαχτάρα έρωτα, ξενυχτισμένοι νεαροί καπνίζουν χόρτο, μια κουρασμένη γυναίκα απλώνει στα σκοινιά τη μπουγάδα. Ένας μετανάστης πατέρας με καμένα χέρια- μάρτυρες τραυματικού μυστικού- φροντίζει την μικρή ανυποψίαστη κόρη του.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων θα γιορτάσει σήμερα την επέτειο γάμου του λίγο πριν την αποκάλυψη ότι η ζωή του συζύγου λιγοστεύει.
Η κοπέλα με τα τετράγωνα γυαλιά μετά από την επίσκεψή της στη πατρογονική Σκωτία ανακαλύπτει ότι έμεινε έγκυος από μία τυχαία συνεύρεση αλλά η ανεξερεύνητη και ακατανόητη σχέση με τη μητέρα της δεν της δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει μαζί της.
Ένας νεαρός που ανοιγοκλείνει συνέχεια τα ερεθισμένα μάτια του, μαζεύει με συλλεκτική μανία άχρηστα αντικείμενα, μια φορά μάζεψε ένα σωρό σπασμένα γυαλιά από τζάμι αυτοκινήτου και έφτιαξε ένα κολιέ και είπε ότι είναι αστικά διαμάντια, φωτογραφίζει ασήμαντες λεπτομέρειες της καθημερινότητάς του σημειώνοντας πάντα την ημερομηνία και είναι αυτός που θα ορμήσει στο δρόμο για να γλιτώσει το παιδάκι από τον βέβαιο θάνατο αλλά δεν είναι γρήγορος, δεν θα τα καταφέρει…

Οι χαρακτήρες εμφανίζονται στο κείμενο χωρίς ονόματα αλλά αναφέρονται με το νούμερο του σπιτιού τους – ο νεαρός από το 18, το ζευγάρι από τον αριθμό 17, ο ηλικιωμένος κύριος από το 20, η νεαρή γιατρός από το 24 – ακριβώς για την σημειολογία της ανωνυμίας.
Η πλοκή εξελίσσεται με την τριτοπρόσωπη αφήγηση του παρατηρητή που γνωρίζει τα πάντα για όλους και η οποία όταν κινδυνεύει να μετατραπεί από σχολαστικά λεπτομερειακή σε βαρετή διακόπτεται έντεχνα από την φορτισμένη πρωτοπρόσωπη αφήγηση της νεαρής εγκύου η οποία ενώ δείχνει δυναμική, έξυπνη, και χειραφετημένη αδυνατεί να κρύψει την ευάλωτη πλευρά της αφού δεν έχει το θάρρος να μιλήσει σε κάποιον ζητώντας βοήθεια και συμπαράσταση.
“Δεν ξέρω γιατί δεν της είπα τίποτα, δεν καταλαβαίνω τι φόβος με έπιασε και απομονώθηκα έτσι…” σκέφτεται η νεαρή που δεν ομολογεί την εγκυμοσύνη στη μητέρα της, κι
εδώ αναδεικνύεται η άριστη αποτύπωση της ψυχοσύνθεσης του συγκεκριμένου γυναικείου χαρακτήρα.

Στο μυθιστόρημα είναι φανερή η προσπάθεια του συγγραφέα να αναδείξει ότι η ανθρώπινη ύπαρξη ως μονάδα είναι αδύναμη και εύθραυστη και ότι πίσω από τις πιο απλές συνηθισμένες ιστορίες κρύβεται βάθος αξιοπρόσεκτο και καταστάσεις ενδιαφέρουσες έως σπουδαίες. Πώς όμως αυτή η σπουδαιότητα μπορεί να επικοινωνηθεί όταν επικρατεί γενικευμένη άγνοια και αδιαφορία για τον συνάνθρωπο;
Οι άνθρωποι προσέχουν και θυμούνται ανθρώπους, αντικείμενα και καταστάσεις μόνο όταν γνωρίζουν το όνομά τους, την ταυτότητά τους, πράγμα που δεν συμβαίνει στη σύγχρονη αστική ζωή όπου οι γειτονιές είναι ανώνυμες και οι κάτοικοι διατηρούν επιφανειακές σχέσεις, επιφυλακτικές απέναντι στο νοιάξιμο και τη συμπαράσταση των άλλων.
…Δεν καταλαβαίνω πώς χανόμαστε, πώς πνιγόμαστε, αλλά δεν έχουμε να πούμε τίποτα αναμεταξύ μας…
Ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από την λεπτομερειακή αποτύπωση των στιγμών της καθημερινής ζωής που συνήθως προσπερνάμε.
…πώς γίνεται και καταχωνιάζουμε τόσο σπουδαίες αναμνήσεις, τόσο απλά όσο κρύβουμε το καθιστικό από τα μάτια των περαστικών με δικτυωτές κουρτίνες;
Διαβάζοντας συνειδητοποιεί τη φθοροποιό δύναμη της μοναξιάς των ηρώων.
Σκέφτομαι τί όμορφα δείχνουν δύο φλυτζάνια στο τραπέζι.

Είναι πολύ μεγάλος ο κόσμος και μπορεί να σου ξεφύγουν πολλά, πάρα πολλά αν δεν έχεις το νου σου. Πάντα υπάρχουν σπουδαία πράγματα, εδώ μπροστά στα μάτια μας, αλλά τα μάτια μας καμιά φορά έχουν σαν σύννεφα, όπως μπροστά στον ήλιο, και η ζωή μας είναι πιο άχρωμη, πιο φτωχή άμα δεν τα βλέπουμε όπως είναι. Σαν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα, τότε τί τα λέμε σπουδαία;
λέει ο μετανάστης πατέρας με τη φτωχή γλώσσα και τα σημαδεμένα χέρια στη μικρή κορούλα του που μπορεί να μην καταλαβαίνει αλλά εκείνος τα λέει έτσι κι αλλιώς, για να τα αφήσει στον αέρα….

Το ύφος αφήγησης είναι θεατρικό με ροή προφορικού λόγου.
Η γλώσσα γραφής είναι ποιητικά λυρική, η γραφή συνεχόμενη χωρίς τα γνωστά σημεία στίξης, γεγονός που δεν δυσκολεύει την αντίληψη.
Η πλοκή είναι εμπλουτισμένη με δραματικά στιγμιότυπα και περιρρέον μυστήριο.
Η ανάγνωση απαιτεί αργούς ρυθμούς για την βαθύτερη κατανόηση των χαρακτήρων και των καταστάσεων, παρόλα αυτά είναι απολαυστική και ευθύνεται η υπέροχη τεχνική γραφής γι’αυτό.

Από ένα κόσμο όπου οι ζωές των διασήμων λάμπουν στολισμένες με χρυσόσκονη, ο συγγραφέας ανασύρει από το βαθύ άγνωστο και δίνει σημαντικότητα στις ζωές εκείνων που έχουν όλες τις αποχρώσεις της οξείδωσης των ταπεινών μετάλλων κι αυτός είναι ο κύριος λόγος που κάνει το βιβλίο υπέροχο!
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιτυχημένη αναγνωστική πρόσληψη θα ήταν ανέφικτη εάν δεν υπήρχε η εξαιρετική μετάφραση της κας Αθηνάς Δημητριάδου η οποία έχει γράψει και το πολύ κατατοπιστικό επίμετρο.
Το πολυτονικό σύστημα γραφής των εκδόσεων Άγρα αποτελεί συνώνυμο ποιότητας και δεν μειώνει το ευανάγνωστο του κειμένου κατά την ταπεινή μου άποψη.

Προσωπική εκτίμηση είναι ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερο, πολυεπίπεδο βιβλίο που προσφέρει δυνατή αναγνωστική εμπειρία.

Βιογραφικό
Ο Jon McGregor γεννήθηκε στις Βερμούδες το 1976, αλλά έζησε στην Αγγλία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Νόριτς και το Θέτφορντ, στην επαρχία του Νόρφολκ. Στη συνέχεια σπούδασε Τεχνολογία και Παραγωγή των Μέσων στο Πανεπιστήμιο του Μπράντφορντ. Ορισμένα πρώιμα διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Granta”, ενώ ένα άλλο του διήγημα με τίτλο “While You Were Sleeping” [“Ενώ εσύ κοιμόσουν”] μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο του Radio 4. Σύντομα άφησε το Μπράντφορντ για να εγκατασταθεί πρώτα στο Σέφιλντ και κατόπιν στο Νότινγχαμ, κάνοντας κάθε λογής δουλειές για να συντηρηθεί, ενώ συγχρόνως έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο “If Nobody Speaks of Remarkable Things” [“Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα”], το οποίο ολοκλήρωσε ζώντας σε μια μαούνα. Ο ΜακΓκρέγκορ δεν άργησε να τραβήξει την προσοχή των βιβλιοκριτικών, όντας ο πιο νεαρός στη μακρά λίστα των υποψηφίων για το βραβείο Man Booker Prize του 2002. Οι “Sunday Times” χαρακτήρισαν το βιβλίο του “ένα θριαμβευτικό πεζοποίημα τετριμμένων καταστάσεων”, το οποίο αποτίει φόρο τιμής “στη θαυμαστή φύση της καθημερινότητας”. Έφτασε μάλιστα να κερδίσει τα βραβεία Betty Trask Prize και Somerset Maugham Award και να συμπεριληφθεί στη βραχεία λίστα για το βραβείο Commonwealth Writers Prize και για το βραβείο νεαρού συγγραφέα των Sunday Times (Young Writer of the Year Award). Το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο “So Many Ways To Begin” [“Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή”] εκδόθηκε το 2006.