Κριτική για το βιβλίο: Indigo. Ένας γρίφος για το εγώ, το εμείς και το τίποτα του Δημήτρη Κωνσταντίνου Π. από την Δέσποινα Δημητριάδου
“Όλα ξεκινάνε από τον εγκέφαλο. Χημικές ενώσεις που μας κάνουν να ερωτευόμαστε, να χαιρόμαστε και να πονάμε. Αυτά τα ρομαντικά που ξέρατε για την ψυχή και τα συναισθήματα να τα ξεχάσετε. Θα βρούμε τις χημικές ενώσεις και θα παίρνουμε τη δόση μας όποτε θέλουμε“.
Το μυθιστόρημα Indigo. Ένας γρίφος για το εγώ, το εμείς και το τίποτα του Δημήτρη Π. Κωνσταντίνου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εξάρχεια, είναι ένα υπαρξιακό θρίλερ με σύγχρονη γραφή και έντονη πλοκή που πραγματεύεται μεταξύ άλλων τη μοναξιά, τη συντροφικότητα και τη φιλία. Ο συγγραφέας, συμπληρώνει με το νέο του έργο, στις ίδιες εκδόσεις, μια ενδιαφέρουσα τετραλογία που αποτελείται από αυτόνομα μυθιστορήματα και έχουν τους τίτλους: Κρούγκερ, Unabomber, Ντάρκ και Indigo. Στη βάση τους όλα διαπραγματεύονται το εξαιρετικά πολύπλοκο και πολυδιάστατο θέμα του φόβου.
Στο Indigo, παρακολουθούμε τις ιστορίες μιας ομάδας σαραντάρηδων που αν και διαφέρουν πολύ μεταξύ τους ως προς τους χαρακτήρες, τον τρόπο ζωής και τις πεποιθήσεις που πρεσβεύουν, για πολλά χρόνια συμπορεύονταν στην ίδια παρέα που πάντα αποτελούσε το δικό τους καταφύγιο. Ο ξαφνικός θάνατος τους ενός από αυτούς, κλιδωνίζει τους πολυετείς δεσμούς που έχουν δημιουργήσει.
Η αφήγηση ξεκινάει με τον Indigo που είναι ο βασικός χαρακτήρας του έργου και που… δεν ανήκει πλέον στον κόσμο των ζωντανών! Είναι σαν να έχουμε έναν κεντρικό παρουσιαστή που μας εισάγει στην ιστορία, μας συστήνει τους υπόλοιπους χαρακτήρες που συναντάμε και συνδέει μεταξύ τους όλες τις καταστάσεις που διαδραματίζονται κατά την διάρκεια της αφήγησης. Ο Ίντι, όπως τον φώναζαν, ήταν ο ισχυρότερος κρίκος αυτής της ετερόκλιτης από θέμα σύνθεσης χαρακτήρων παρέας και έτσι μετά την απώλειά του, τα μέλη της σταδιακά απομακρύνθηκαν μεταξύ τους και ο καθένας βυθίστηκε στο δικό του μονοπάτι επιλογών και τύπου ζωής.
Η αφήγηση ξεκινάει με μια ιδιαίτερη αναφορά για τον τοίχο στο σπίτι του πρωταγωνιστή που κοσμείται από το αντίγραφο ενός πασίγνωστου πίνακα του 1839 με τίτλο Η κραυγή. Είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό έργο που δημιούργησε ο Νορβηγός εκπρόσωπος του συμβολισμού, Edvard Munch. Το συγκεκριμένο δημιούργημα τοποθετείται στο μεταίχμιο δύο καλλιτεχνικών τάσεων: το τέλος του φωτογραφικού ρεαλισμού και την έναρξη του εξπρεσσιονισμού. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη για το κατά πόσο η επιλογή του συγκεκριμένου πίνακα για τις ανάγκες της συγγραφικής αφήγησης έχει γίνει τυχαία ή σκόπιμα από τον συγγραφέα. Θα ήθελα να πιστεύω ότι επιλέχθηκε συνειδητά αφού θεωρείται από πολλούς ότι Η κραυγή συμβολίζει το ανθρώπινο είδος κάτω από τη συντριβή της υπαρξιακής φρίκης. Κατάσταση στην οποία μπορεί με ασφάλεια να υποστηριχθεί ότι βρίσκονται και τα κεντρικά πρόσωπα αυτής της έξυπνα δομημένης αφήγησης.
Το συγγραφικό εύρημα σε αυτό το μυθιστόρημα που προσωπικά βρήκα πολύ ελκυστικό, είναι ότι έχει μια ολοκληρωμένη κυκλική δομή που δεν αφήνει μετέωρες αναφορές. Μου άρεσε επίσης το ύφος της γλώσσας που χρησιμοποιείται σε όλο το κείμενο το οποίο δύσκολα κάποιος μπορεί να το ταυτίσει με εγχώρια πένα. Βρήκα ενδιαφέρουσες τις λυρικές εικόνες που εμπεριέχονται στην αφήγηση και ξεδιπλώνουν το συγγραφικό ταλέντο που διαθέτει ο δημιουργός, αλλά και τις ερωτικές σκηνές που χαρακτηρίζονται από ένταση και ρεαλισμό ενώ ταυτόχρονα δεν προσβάλουν ακόμα και έναν συντηρητικό αναγνώστη. Είναι χωρίς αμφιβολία ένα έξοχο δείγμα νεοελληνικής πεζογραφίας που διαβάζεται απνευστί.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.