Κριτική της Αναστασίας Δημητροπούλου για το βιβλίο «Το αίνιγμα της κερασόπιτας» της Βάσιας Ακαρέπη – εκδ. Διόπτρα
Λένε πως τα αόρατα νήματα είναι οι ισχυρότεροι δεσμοί, αυτά που διασφαλίζουν τη συνοχή ανάμεσα στο σήμερα και το χθες, αυτά που συνδέουν τις μοίρες των ανθρώπων μεταξύ τους, κι αυτά που προσδίδουν στο «μαζί» ιερή σημασία. Χάρη σ’ αυτά, παύει η ζωή να μοιάζει με τροπική ξένη χώρα, και για όλους τους συναισθηματικούς μουσώνες που την πλήττουν, πάντα υπάρχουν εξηγήσεις. Φτάνει κανείς να σηκώσει μία λίθο του παρόντος, και από κάτω θα βρει έναν ολόκληρο κόσμο του παρελθόντος να ασθμαίνει μες στον ταραγμένο ύπνο του χρόνου, κι αρκεί μονάχα να επιστρατεύσει την υπομονή, την αγάπη και την επιμονή του για να ρίξει φως σε χρόνια ερωτηματικά. Να λύσει γρίφους, να αποκαλύψει μυστικά, κι εντέλει να «δέσει» το γλυκό της δικής του ύπαρξης μα και των άλλων.
Η Έλλη Πολίτη, απογοητευμένη από την κατιούσα πορεία της παράνομης σχέσης της με τον Δημήτρη, συνειδητοποιεί πως έχει έρθει η στιγμή που πρέπει να απαλλαγεί από ό,τι την φθείρει, από ό,τι τής στερεί την ευτυχία και αποτελεί τροχοπέδη στα όνειρά της. Ένα πρωί ανάμεσα στα δάκρυά της, η πρωταγωνίστρια του νέου βιβλίου της Βάσιας Ακαρέπη, «Το αίνιγμα της κερασόπιτας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, αποφασίζει να απαντήσει στον αριθμό που την καλεί εδώ και λίγες μέρες.
Ο συμβολαιογράφος Χριστόφορος Βλαντής την ενημερώνει πως επείγει να τον επισκεφθεί στο γραφείο του. Εκεί η Έλλη μαθαίνει πως είναι η κληρονόμος του σπιτιού και του ζαχαροπλαστείου της Μάρθας Δωράτου, της θείας της που έχει φύγει, κι από την οποία θα είχε μόνο γλυκές αναμνήσεις σαν τα παρασκεύασματά της, αν δε συνέβαιναν γεγονότα που θα την απομάκρυναν από εκείνη και το νησί της, την Κεφαλλονιά. Η νεκρή Μάρθα θα κληροδοτήσει κι ένα παράξενο τετράδιο συνταγών στην Έλλη, ενώ η στερνή της επιθυμία θα δεσμεύσει τη μπερδεμένη ανιψιά της να επιστρέψει μετά από χρόνια στο αρχοντικό νησί, και προτού ρυθμίσει τις κληρονομικές εκκρεμότητες, να ακολουθήσει τις συνταγές του τετραδίου και να παρασκευάσει τα γλυκά με τη σειρά, ώστε στο τέλος να ετοιμάσει τη γιορτινή κερασόπιτα. Μόνο που η συνταγή αυτού του γλυκού δε βρίσκεται πουθενά στο συγκεκριμένο τετράδιο και πρέπει να την αναζητήσει αλλού.
Η αποδοχή της πρόκλησης αποτελεί μονόδρομο για την Έλλη, η οποία γυρεύει απελπισμένα να στήσει τη ζωή της σε νέα θεμέλια. Φτάνοντας καλοκαίρι στο νησί του Ιονίου, θα γνωρίσει το Μάνο και τη μητέρα του, η οποία υπήρξε η καλύτερη φίλη της θείας της, τη στωική Αγγέλα, τον βασανισμένο Ανέστη και τέλος, τη Μάρθα των πιο γλυκών αναμνήσεών τους. Μέσα από την επαφή της με τους ανθρώπους που έζησαν πλάι στη θεία της, θα αντιληφθεί ότι είχε κι εκείνη τα μυστικά της, ότι ζούσε έναν μεγάλο έρωτα που αποτελούσε την ανάσα της κι ότι για τη δοτική Μάρθα γενναιοδωρία ήταν να δίνεις περισσότερα από αυτά που μπορείς, και υπερηφάνεια να παίρνεις λιγότερα από όσα χρειάζεσαι. Παρά τις αμφιβολίες της, η Έλλη θα γνωρίσει μια Μάρθα μυστικοπαθή και ταυτόχρονα αγαπητή σε όλους, υπεύθυνη και δίκαιη, μια Μάρθα που ήξερε ότι κανείς δεν έγινε φτωχός προσφέροντας την αγάπη τους στους άλλους, καθώς η αγάπη είναι η ομορφιά της ψυχής και η τιμιότητα η εισαγωγή στο βιβλίο της σοφίας. Η Μάρθα που αγάπησε παράφορα έναν άντρα, του οποίου η ζωή θύμιζε επιχείρηση που δεν κάλυπτε τα έξοδά της, η Μάρθα που φιλοδωρούσε κάθε λύπη και χαρά με τις ποικίλες λιχουδιές της, είναι ένας άνθρωπος που αξίζει όσο αυτά που αγαπάει, κι αποδεικνύει με τον σιβυλλικό της τρόπο πως ό,τι δίνει αξία στη ζωή, το ίδιο κάνει και στο θάνατο.
Τα πάντα για την Έλλη αποτελούν γρίφο, και πολλά διαφεύγουν από τη μνήμη της ως παιδί στο νησί, όμως καταλαβαίνει πως η αλήθεια του κάθε ανθρώπου είναι αυτό που κρύβει, και ότι αν κάποιος νιώσει την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη, θα βρει σίγουρα τον τρόπο να το κάνει. Σύντομα θα ερωτευτεί και η ζωή της θα αποκτήσει το χαμένο πορφυρό χρώμα που τής έλειπε. Όσο θα δένεται με το Μάνο και τους φίλους τους, όσο θα φτιάχνει τα λαχταριστά γλυκά το ένα μετά το άλλο γυρεύοντας τη συνταγή της κερασόπιτας, η ψυχή της Μάρθας θα ικανοποιείται και θα φτάνει κοντά στη λύτρωση και την αποκάλυψη ενός ζοφερού μυστικού, το οποίο όταν προσφέρεται στον αναγνώστη, αμέσως ενεργοποιεί τη σκέψη πως ό,τι γίνεται από διαυγή αγάπη, είναι πέρα από το καλό και το κακό και πως όταν ο φόβος είναι αντίδραση, το θάρρος θα πρέπει να μετατρέπεται σε απόφαση. Η Μάρθα οδηγεί την ανιψιά της, και όσο εκείνη κρατά την ανάσα της στο δρόμο προς την λύση του αινίγματος, συνειδητοποιεί πως το να κάνεις σφάλματα, είναι ανθρώπινο, μα το να σε συγχωρούν γι’ αυτά, είναι θεϊκό.
Με πλοκή που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, γραπτό λόγο που διαθέτει έντονο το ποιητικό στοιχείο κι ένα λιτό κι απέριττο λεξιλόγιο, η συγγραφέας Βάσια Ακαρέπη, μυεί τον αποδέκτη της πολυμορφικής ιστορίας της, σε έναν κόσμο που δεν είναι όλα γλυκά πλασμένα, όμως οι άγγελοι υπάρχουν, ακόμα κι αν έχουμε πάψει να τους βλέπουμε. Μέσα από τα μάτια της ηρωίδας της, ο αναγνώστης περιπλανιέται στην καλοκαιρινή άβυσσο της Κεφαλλονιάς, γεύεται τον έρωτα ως το νοστιμότερο γλυκό, και αντιλαμβάνεται την αγάπη ως το κυριότερο συστατικό μιας ζωής με ουσία. Πλάι στην Έλλη, όλα μοιάζουν εύκολα, κι ας μην είναι. Το διάβασμα του συγκεκριμένου βιβλίου δεν επιτρέπει αναγνωστικά χάσματα. Είναι από τα αναγνώσματα που η καρδιά διαβάζει απνευστί. Με συναισθηματικές και ψυχολογικές διακυμάνσεις, είναι φανερό πως αν η Βάσια Ακαρέπη έθεσε ως στόχο της να αναζητήσει την ευτυχία των ηρώων της αλλά και των ανθρώπων εν γένει, την εντοπίζει στο να αγαπά κανείς και να αγαπιέται, καθώς η ευτυχία είναι φτιαγμένη για να μοιράζεται.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.