Εκδόσεις Εστία 2023 σελ.257 Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς

1944 και η τριανταπεντάχρονη Ίνγκρι Μπαρόυ ζει μόνη της στο νησί Μπαρόυ της Δυτικής Νορβηγίας. Ψαρεύει με δίχτυα μπακαλιάρους και ρέγγες. Καθαρίζει και αλατίζει τους μπακαλιάρους που πιάνει για να τους πουλήσει στο Μεγανήσι. Είχε αρκετά αποξηραμένα ψάρια για φαΐ.
Το νησί Μπαρόυ ήταν μια ολόκληρη κοινότητα, με ανθρώπους και ζώα και ένα φάρο, με καταιγίδες κι επιμονή, με δουλειά και καλοκαίρια και χειμώνες, με πλούτο, τώρα έχει καταρρεύσει.
Το να ζεις σε νησί σημαίνει να ψάχνεις. Η Ίνγκρι έψαχνε από τότε που γεννήθηκε: για μούρα, γι΄ αυγά, για πούπουλα, ψάρια, κοχύλια, πέτρινα βαρίδια για τα δίχτυα, σχιστόλιθους, πρόβατα, λουλούδια, σανίδια, προσάναμμα… τα μάτια ενός νησιώτη μονίμως ψάχνουν, ό,τι κι αν κάνουν το κεφάλι ή τα χέρια του, ρίχνουν ανήσυχες ματιές στ΄ απέναντι νησιά, στη θάλασσα, παρατηρούν αμέσως την παραμικρή αλλαγή του τοπίου, καταγράφουν το πιο ασήμαντο σημάδι, βλέπουν την άνοιξη πριν έρθει και το χιόνι πριν ζωγραφίσει χαντάκια και κοιλώματα στα λευκά, εντοπίζουν τα σημάδια πριν τα ζώα τους πεθάνουν και τα παιδιά τους σκοντάψουν και βλέπουν μες στη θάλασσα τα αόρατα ψάρια κάτω από σμήνη λευκών φτερών. Η όραση είναι η παλλόμενη καρδιά ενός νησιώτη.


Αλλά όταν η Ίνγκρι βγήκε από το σπίτι το πρωί και είδε τον καιρό και συνειδητοποίησε ότι ούτε σήμερα μπορούσε να κωπηλατήσει μέχρι τον εμπορικό σταθμό, ένιωσε σαν να έψαχνε για κάτι που δεν μπορούσε να βρει όσο κι αν προσπαθούσε, σαν το προαίσθημα που έχει κανείς ότι θα κάνει λάθος, πριν το κάνει. Πάνω από το κεφάλι της είδε μόνο κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες από σύννεφα που γλιστρούσαν στον ουρανό κι άφηναν λοξά μπουρίνια πάνω από την ανταριασμένη θάλασσα. Τίποτε άλλο. Ψυχή.
Η Ίνγκριντ τάχυνε το βήμα της, πάτησε μια πυκνή συστάδα από φύκια κι ανακάλυψε ρούχα, κουρελιασμένα, καφετιά, βρεγμένα, και τούφες από ροκανίδια λες κι ήταν γέμιση από κάποια κούκλα, ρούχα φθαρμένα με άλλο τρόπο το καθένα, λες και ανήκαν σε διαφορετικούς ανθρώπους, με διαφορετικές συνήθειες και διαφορετικές ζωές. Τα άπλωσε στο χιόνι, τρεις αλλαξιές συν μια ζακέτα κι ένα σακάκι. Τα κρέμασε για να στεγνώσουν, για να τα κάψει, και τότε συνειδητοποίησε ότι τα είχε μαζέψει και τα είχε φροντίσει γιατί ήταν προσωπικά υπάρχοντα κάποιων, όσο κουρελιασμένα κι άχρηστα κι αν ήταν πια, και τι στο καλό ήταν όλες αυτές οι τούφες από ροκανίδια;


Ύστερα σήκωσε τα μάτια της από το σχοινί με τα ρούχα και τη θάλασσα προς το Μολτχόλμεν και είδε το πρώτο πτώμα. Χτύπησε τα γάντια της μεταξύ τους, τα δάγκωσε να τα βγάλει κι είδε τον άντρα ξαπλωμένο στα μισά του βράχου, με τα πόδια στο νερό, σαν να τον είχε δέσει κάποιος σε παλούκι.
Αλλά το κύμα άρχισε να πέφτει και σύντομα το πτώμα του θα ξεβραζόταν στη στεριά μέχρι να το ξαναπάρει η επόμενη παλίρροια και να το διώξει μακριά, αν δεν τον ανακάλυπταν μέχρι τότε τα πουλιά -πράγμα που είχαν ήδη κάνει: πλήθη από όρνια ούρλιαζαν και βούταγαν και ξέσκιζαν την ταλαιπωρημένη καφετιά φιγούρα. Η Ίνγκρι απέστρεψε το βλέμμα της από το θέαμα. Προχώρησε πιο πέρα κι εντόπισε κι άλλον άντρα κάτω από τα σακιά με τα πούπουλα και μια παλιά κουβέρτα από δέρμα αλόγου. Τα πέταξε από πάνω του και είδε ότι ήταν ντυμένος με τα ίδια καφετιά κουρέλια, με πυκνές συστάδες από ροκανίδια να βγαίνουν από τα μανίκια και τις τρύπες στα ρούχα του, και πάνω απ΄ όλα φορούσε αυτή τη στολή με τα διακριτικά και τις γραμμές, τη στολή των Γερμανών. Ένα πρόσωπο κούφιο, ένα κεφάλι φαλακρό και σκοροφαγωμένο, αλλά δεν είχε τρίχες, ήταν νεαρός, και ήταν ακόμα ζωντανός.


Η Ίνγκρι γονάτισε και τον τράνταξε. Εκείνος δεν αντέδρασε. Μέσα από ένα σχίσιμο στο μπατζάκι του είδε μια χαίνουσα πληγή στο πάνω μέρος του δεξιού μηρού στις άκρες της πληγής είχαν φουσκώσει παχιά, μπλε χείλη. Πίεσε τα δάχτυλά της πάνω της κι είδε αίμα ζωντανό να ρέει, άκουσε ένα απόμακρο μουγκρητό. Το ένα του χέρι έμοιαζε καμένο από φωτιά, μα τα περισσότερα δάχτυλα ήταν ακέραια, στο άλλο του έλειπαν τα νύχια κι ήταν το ίδιο μαύρα.
Έβρεξε τα χείλη του με λίγο νερό, του έβγαλε τα παλιόρουχα και τον έπλυνε γιατί μύριζε απαίσια. Πήρε ένα βαζάκι με ζελέ κόκκινων μούρων το άδειασε σε ένα φλιτζάνι, το ανακάτεψε με ζεστό νερό κι άρχισε να του δίνει σιγά-σιγά το αραιωμένο κόκκινο υγρό. Αυτός κατέβασε μερικές λαίμαργες γουλιές κι ύστερα λιποθύμησε.
Η Ίνγκριντ μάζεψε τα ρούχα του, τα κουρέλια του, το ύφασμα, το δέρμα του, στάχτη, μούχλα και τα έβαλε όλα στην αναμμένη σόμπα. Έριξε κι άλλα ξύλα κι η θερμοκρασία ανέβηκε, ενώ εκείνος ούρλιαζε με μια φωνή, που μόνο ανθρώπινη δεν ήταν. Τον ξαναέπλυνε πάλι με χλιαρό νερό κι εκείνος ούρλιαζε από τον πόνο. Έτριβε τα λεπτό του δέρμα που σε κάποια σημεία ήταν λείο και λευκό σαν κοιλιά μπακαλιάρου, βρήκε ταλκ και κρέμα για τα εγκαύματα, βρήκε βελόνα και κλωστή, έκαψε τη βελόνα στη φλόγα ενός κεριού και κάθισε να ράψει την πληγή στον μηρό του. Το νεαρό σώμα άρχισε να τρέμει κατά κύματα, μα σταμάτησε σαν εκείνη άφησε επιτέλους κάτω τη βελόνα κι έδεσε την πληγή. Μετά τον σκέπασε με ένα πάπλωμα και ένα μάλλινο χαλί.
Τον τάιζε και του έδινε νερό τρεις μέρες συνέχεια. Μετά πήγε στα νότια του νησιού και ακολουθώντας τις κραυγές των πτηνών βρήκε κι άλλο πτώμα εξίσου παραμορφωμένο και μη ανθρώπινο όσο το πτώμα που είχε βρει στο Μολτχόλμεν. Το σκέπασε με ένα πανί και πέτρες. Το επόμενο πτώμα το βρήκε στο ακρωτήριο όπου είχε σταθεί κοιτώντας τις κινούμενες ξέρες. Ξανά πανί από πάνω του. Το τρίτο βρισκόταν ακριβώς νοτίως του ρεμέτζου των διχτυών. Το σκέπασε κι αυτό, με πανί και πέτρες, και βρήκε και τέταρτο κουφάρι έξω από το λεμβοστάσιο των Σουηδών. Σκέφτηκε ότι κάποιο ναυάγιο είχε προφανώς συμβεί, ίσως κάποια καταστροφή.


Όταν γύρισε στο σπίτι εκείνος στεκόταν όρθιος καταμεσής του δαπέδου, γυμνός, πάνω στα λεπτά σαν καλαμάκια πόδια του. Την κοιτούσε με τρόμο. Η Ίνγκριντ τον καθησύχασε, του έδειξε τον εαυτό της και είπε: Ίνγκριντ. Εκείνος έφερε την άσπρη φούχτα του στο στήθος και είπε: Αλεκσάντρ. Τον ρώτησε αν θέλει καφέ και της είπε: Ντα, σπασίμποα, μια πρόταση που δεν ακουγόταν γερμανική.
Η Ίνγκριντ την άλλη μέρα περπάτησε τριγύρω το νησί και βρήκε άλλα πέντε άγνωστα ανθρώπινα σακιά, παραμορφωμένα κι αποκρουστικά κουφάρια. Σάρκες που σάπιζαν, φύκια και λάσπη.
Πήγε σπίτι, γδύθηκε, έκαψε τα ρούχα της και πλύθηκε ξεδιάντροπα μπροστά στο καρβουνιασμένο βλέμμα του Αλεκσάντρ. Φόρεσε καθαρά ρούχα και μαγείρεψε, έφαγαν. Όταν σηκώθηκε τον πήρε απ΄ το δεμένο με επιδέσμους χέρι και τον οδήγησε στο διάδρομο, ανέβηκαν στις σκάλες, πήγαν στη Βορινή Σάλα κι εκεί ξάπλωσε μαζί του για το υπόλοιπο της ζωής της…


Όταν η Ίνγκριντ πήγε στο Μεγανήσι να αγοράσει προμήθειες, ρώτησε να μάθει τι είχε συμβεί. Εκεί έμαθε ότι βρετανικά αεροπλάνα είχαν βομβαρδίσει ένα γερμανικό μεταγωγικό πλοίο γεμάτο στρατιώτες και ήταν εκατοντάδες οι νεκροί, ίσως χιλιάδες. Η Ίνγκριντ ενημέρωσε τον Γερμανό υπολοχαγό Χάργκελ και τον σερίφη Χένρικσεν ότι βρήκε πολλά πτώματα στο Μπαρόυ, αλλά δεν ανέφερε τίποτα για τον Ρώσο τραυματία.
Ο Αλεκσάντρ είχε αρχίσει ν΄ ανακτά τις δυνάμεις του και η Ίνγκριντ να ανακαλύπτει ξανά κάτι που είχε ξεχάσει, κάτι που νόμιζε ότι είχε χάσει οριστικά, και μια νέα σκιά την πλημμύρισε εντός της, η αρχή ενός σκοταδιού που ήξερε ότι δεν θ΄ άντεχε: η ζωή χωρίς εκείνον…
Η Ίνγκρι δεν μπορεί να φανταστεί ότι σ’ αυτόν τον απομονωμένο τόπο, σε αυτό το ερημικό νησί, το Μπαρόυ, πρόκειται να βιώσει αυτόν τον έντονο έρωτα. Ούτε μπορεί να ξέρει ότι -προστατεύοντας τον εραστή της από τους Γερμανούς και τους Νορβηγούς συνεργάτες τους- θα ζήσει στο πετσί της την ίδια την ιστορία της χώρας της. Ούτε ότι, μέσα από τα δεινά του πολέμου, ανάμεσα σε πρόσφυγες που προσπαθούν να ξεφύγουν από την πείνα και την καμένη γη της βόρειας Νορβηγίας, θα της δοθεί ένα δώρο που η αξία του είναι πέρα από κάθε μέτρο…


Σε λίγο καιρό η Ίνγριντ έδωσε στον Αλεκσάντρ μια βάρκα και οδηγίες προς τα πού να πάει, να προσέχει τα θαλάσσια ρεύματα και τους υφάλους και πώς να προσανατολίζεται την νύχτα και εκείνος έφυγε για την πατρίδα του…
Ο “Λευκός ωκεανός” είναι το δεύτερο μέρος της Τετραλογίας (πια) του Μπαρόυ, του επικού μυθιστορήματος με το οποίο ο Ρόυ Γιάκομπσεν σκιαγραφεί την ιστορία της Νορβηγίας μέσα από τη ζωή της Ίνγκρι Μπαρόυ. Το πρώτο μέρος, “Οι Αφανείς“, ήταν υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Man Booker 2017.
Διαβάστε το.


Ο Ρόυ Γιάκομπσεν γεννήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου του 1954 στο Όσλο. Αφήνοντας πίσω του μια εφηβεία γεμάτη μικροεγκλήματα, συμμετοχή σε συμμορίες, ακόμα και εγκλεισμό σε πλήρη απομόνωση, άρχισε να γράφει στα είκοσι οκτώ του χρόνια. Έκτοτε έχει εκδώσει 22 μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων και έχει κερδίσει μερικά από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία της χώρας του, μεταξύ αυτών το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα Tarjei Vesaas, το Βραβείο της Νορβηγικής Ένωσης Κριτικών Λογοτεχνίας (Kritikerprisen) και το Βραβείο Νορβηγών Βιβλιοπωλών (Bokhandlerprisen). Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 31 γλώσσες.