Λευτέρης Κουσούλης εκδόσεις Αρμός

Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς


«…Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας και δεν μπορούμε πια να κοιμηθούμε… μετέωρο, κατάφωτο, ασίγαστο το τραγούδι της θάλασσας. Έξω απ΄ τα παράθυρα το γαληνό κιθάρισμα του μπάτη…Φτιάξαμε τον αυλό μας με τα κόκκαλα που πέταξε χτες βράδυ, μπρος στην αυλή μας, η φουρτούνα τραγουδώντας. Άκουσε το τραγούδι μας μητέρα, το τραγούδι του νέου ταξιδιού… Η θάλασσα δεν κλαίει. Τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι!» Γιάννης Ρίτσος {Το εμβατήριο του ωκεανού}

«Η θάλασσα ανεβαίνει στην αυλή μας» Νικηφόρος Βρεττάκος

…Εκείνος από τον φράχτη αγνάντεψε μακριά κι έσυρε το σκαρί του στα ρηχά, σφίγγοντας στις νεανικές παλάμες του… της αλός το νεύμα… ως «επιθυμητός αλλοδαπός».
…Πονεμένες ψυχές που ακολουθήσαντες τους υδάτινους δρόμους ακολουθώντας της αλός το νεύμα!
Αλς, θάλασσα, πέλαγος, γέφυρα των λαών…
Αν στη γη περπατάς, στη θάλασσα πάντα ταξιδεύεις. Αν η γη σε υποδέχεται, η θάλασσα πάντα σε ταξιδεύει…
Αν αγαπούσαν το σταθερό δεν θα ήταν ψαράδες…

Στο μικρό αυτό βιβλιαράκι του συγγραφέα Λευτέρη Κουσούλη, οι μικρές θαλασσινές ιστορίες προσπαθούν να βάλουν σε λέξεις θαλασσινές επιθυμίες. Πραγματικές ή μη, μιλάνε για το αιώνιο ταξίδι που είναι κάθε θαλασσινός ορίζοντας, στο άγγιγμα του χεριού ή στην άκρη της σκέψης…
Ιστορίες ποτισμένες με αλμύρα. Μικρές ιστορίες, ιστορίες -μπονσάϊ.
Τι ευτυχισμένα, αλήθεια, καλοκαίρια. Εκείνα τα πρώτα καλοκαίρια, όπου όλα είναι πιθανά να συμβούν και ο χρόνος κρατά τις ατομικές ιστορίες ανοιχτές στο απρόσμενο. Όλα! Όλα γεμάτα υγεία και ομορφιά. Υγεία και ομορφιά και νιάτα. Καλοκαίρια γεμάτα πιθανότητες. Τι ήταν αυτά τα καλοκαίρια. Καλοκαίρια αθωότητας. Όλοι ανυποψίαστοι! Αθωότητας;
Όλα τα καλοκαίρια που ακολούθησαν χαρακτηρίζονταν από αιτίες και αποτελέσματα. Ποιος προκαλούσε τις αιτίες; Οι έποικοι και οι ψαράδες με τις πράξεις τους; Οι ασυνείδητοι μηχανισμοί της ψυχής; Η τυχαιότητα; Οι συμπτώσεις; Ο φθόνος των Θεών;


Ο Ποιητής αγνάντευε το πέλαγος. Κι έγραψε το περίφημο ποίημα καθισμένος στο κρυφό περιγιάλι, όλη μέρα παρατηρώντας, όλη μέρα αισθανόμενος, όλη μέρα σχεδιάζοντας ποιητικές εικόνες στην άμμο που έσβηναν από το φύσημα του μπάτη κάθε λίγο. Στο τέλος κατάφερε και έγραψε: «Με τι καρδιά, με τι πνοή,/ τι πόθους και τι πάθος/πήραμε τη ζωή μας λάθος/κι αλλάξαμε ζωή». Πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή! Τόσο απλά. Να αλλάξουμε ζωή αλλάζοντας τόπο; Μα ήταν με τα καλά του ο άνθρωπος; Ναι, ήταν στα καλά του και έγραφε τέτοια πράγματα. Να κατεβούμε στο λιμάνι, να πάρουμε το πλοίο, να πάμε στο νησί. Τόσα πλοία, τόσες διαδρομές, τόσα νησιά. Κι όμως το πλοίο και οι διαδρομές και τα νησιά είμαστε εμείς. Ο τόπος είναι μέσα μας. Είμαστε τόπος. Όλες οι βροχές και όλοι οι ήλιοι, τα λιογέρματα και οι αυγές και οι κοσμικές δονήσεις και τα οράματα και οι μελλοντικές και παρελθούσες εικόνες της ζωής μας είναι μέσα μας. Είμαστε το δικό μας ταξίδι όπου κι αν πάμε…


Πατρίδα μας είναι η παιδική ηλικία.
Μόνο ό,τι φυτρώσει και χτιστεί με μόχθο και πόνο είναι πατρίδα.
Πατρίδα είναι το χώμα που γνωρίζει και ακούει τα βήματά σου.
Πατρίδα είναι το χώμα ζυμωμένο με ζωντανό ιδρώτα και αίμα.
Οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας έχτισαν με μόχθο και πόνο τη μικρή μας πατρίδα. Γιατί δεν τη φοβόντουσαν τη ζωή, δεν ήταν παθητικοί, δεν τα περίμεναν όλα έτοιμα.
Μητριά πατρίδα.
Μάνα της γης και της θάλασσας.
Η μάνα που περιμένει τον ταξιδεμένο και ξενητεμένο γιο της.
Πατρίδα μου ο κόσμος.
Πατρίδα μου η αγάπη.
Πατρίδα μου η χαρά.
Πατρίδα μου η Λακωνία.
Πατρίδα μου η Ελίκα Λακωνίας. Το χωριό που είναι χτισμένο στην πλαγιά κατηφορίζει προς τη θάλασσα και ο Λακωνικός Κόλπος είναι η αυλή του. Όπου και να σταθείς, όπου και να γυρίσεις το βλέμμα, θα σε κερδίσει η Μάνη, θα σε καλέσουν τα Κύθηρα…
Μια τσάντα σπίτι και πατρίδα έγινα και προχωρώ.
Ο τόπος μέσα μας.
Μέσα μας η συντριβή.
Ο τόπος της μνήμης.
Ψάξε μόνο τη μνήμη σου.
Η μνήμη του σώματος.
Θαλασσινό νερό της μνήμης.
Ο τόπος του αιώνιου καλοκαιριού.
Ο τόπος και τα πέτρινα χρόνια.
Tabula rasa του παρελθόντος.
Είμαι όλα όσα έχω ξεχάσει.
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη.
Ταξιδιώτες της ζωής δεν είμαστε έτσι και αλλιώς;
Ένας αδιάκοπος καρσιλαμάς η ζωή με τα πάνω και τα κάτω της.
Χωρίς σύνορα η σκέψη για τους ανθρώπους.
Μια ζωή στην καταφρόνια.
Ζωή ην το φως των ανθρώπων.
Η ζωή είναι ένας κύκλος που αρχίζει από ένα σημείο και καταλήγει στο ίδιο.
Κατάφαση ζωής.
Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή.
Η ομορφιά και η χαρά βρίσκονται στη δημιουργία.
Νοστ-αλγία, το άλγος του νόστου.
Ξανασμιξίματα και ξαναανταμώματα που δεν είναι πάντοτε εύκολα, θυμηθείτε τον Οδυσσέα!
Ανοιχτή πληγή η ψυχή.
Το «ευ» των ευχών. Με το μπλε μελάνι της θάλασσας θα γράφονται (πάνω στο ρευστό και άστατο σώμα της) όλες οι ευχές!
Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα ατελές, ανολοκλήρωτο, επιφανειακό, αδύναμο, κι επιπόλαιο, ανίκανο να εποπτεύσει τις επιθυμίες του, να πει όχι στην ανάγκη του, με δυο λόγια να γίνει καλύτερος.
Αγάπη είναι ο Έρωτας αλλά ο ανιδιοτελής έρωτας, ο έρωτας που προσφέρει, καλωσορίζει και δέχεται. Η αγάπη επεκτείνεται στη φιλία, στην αδελφοσύνη, στη μυστική και δημιουργική συγγένεια.
Θάλασσα-Έρωτας.
Οι μωβ κρίνοι που ευωδιάζουν αλμύρα.
Η σιωπή των γερόντων ψαράδων.
Το πνεύμα του ψαρά.
Ο ψαράς και το ζωντανό καΐκι του, που είναι «η άφωνη βουή της θάλασσας»…
Οι παλιοί ψαράδες που μιλούσαν για την ψυχή της θάλασσας και συνομιλούσαν με τα βάθη της φύσης της…
Οι φτωχοί ψαράδες που αγαπούν τη θάλασσα αγαπούν και τη στεριά.
Οι ψαράδες που ζουν στη θαλασσοστεριά, αλλά και ζουν από τη θαλασσοστεριά.
Οι θαλασσοδαρμένοι ψαράδες που έχουν ανακαλύψει την ενότητα των στοιχείων.
Ω! Θάλασσα.
Τα απομεινάρια μιας ζωής.
Απομεινάρια του χθες.
Η κραυγή του Μουνκ.
Σε κάθε άλλη γη, η γη είναι άλλη. Οι άνθρωποι όμως ίδιοι.
Χωρίς σύνορα η σκέψη των ανθρώπων.
Το αθεράπευτο πάθος που φωλιάζει στο κύμα κάθε θαλασσινής ιστορίας…
Τι είναι η Ελίκα; Ο τόπος που γεννήθηκε ο συγγραφέας Λευτέρης Κουσούλης, ο τόπος του αιώνιου καλοκαιριού.
Τι είναι η Ελίκα, το ερίβωλο χωριό του Λακωνικού κόλπου, το κάθε χωριό, το κάθε σύνολο ανθρώπων. Ανθρώπινες σχέσεις είναι. Και όταν λέμε ανθρώπινες σχέσεις εννοούμε τα λόγια και τις σκέψεις μας, τις ανάσες μας, και τα βαθιά βλέμματά μας, τις φιλίες μας και τους έρωτές μας, τις ιστορίες μας και τα τραγούδια μας, τις σιωπές και τις ψυχικές συνομιλίες μας, τις αισθήσεις μας και τις αγωνίες μας, τους φόβους σου και τους φόβους μου, τον κόσμο σου και τον κόσμο μου. Από εδώ αρχίζουν και εδώ τελειώνουν όλα. Η οικογένεια, η κοινωνία, η πολιτική, η πρόοδος, η νοσταλγία, η ζωή, η ομορφιά της ζωής, το βαθύτερο νόημά της, η ευτυχία, η συλλογική και η ατομική.


Λέξεις περάσματα χρησιμοποιεί ο Λευτέρης Κουσούλης. Λέξεις περάσματα: για να περάσεις πού; Και προπαντός, για να βγεις από πού; Για να βγεις από το αδιέξοδο, το αδιέξοδο αυτού του πεπερασμένου και κλειστού κόσμου, από κάθε τόπο όπου η έλλειψη, η εξορία εσωτερική και εξωτερική, η φτώχεια, η προσφυγιά, το ψωμί της ξενητιάς, η επουλωτική νοσταλγία, η ατέρμονη μοναξιά, η ανθρώπινη έκφραση και επικοινωνία, οι ψίθυροι της σιωπής, η στέρηση, η απώλεια, το παραγάδι, το ψάρεμα με καθετή, το δόλωμα, η σημαδούρα, η άγκυρα, το γιασεμί στην πλώρη, ο μώλος, τα βότσαλα, τα κοχύλια, τα αλμυρά θαλασσινά ξύλα, οι χιονοπλασμένοι γλάροι, η ψαριά, τα ψαροκάϊκα, η πλώρη που δεν έχει προορισμό, το βραδινό καλάρισμα, οι Καλύμνιοι σφουγγαράδες, οι στήρες, τα χτένια, το Γλαρονήσι, ο Κάβο-Μαλιάς, οι Μαρμαροφριγάδες τα μαρμαρωμένα πλοία, τα Κύθηρα, το μικρό λευκό εκκλησάκι του Αγίου Πατάπιου, τα πελαγίσια Χριστούγεννα, οι αφρισμένες ακρογιαλιές, η φλεγόμενη ακτή, η ελπίδα του ορίζοντα να γίνεται δρόμος και πανί, το λιοπύρι, η βροχή, ο ορμητικός πουνέντης, τα μανιασμένα κύματα, η ανεμοδαρμένη ταβέρνα, ο φόβος του θανάτου κινδυνεύουν να σε εγκλωβίσουν. Να περάσεις πού; Σε ένα τόπο, σε μια θάλασσα που ανηφορίζει προς το χωριό και ένα χρόνο που κανείς -εκτός από τους ενορατικούς λογοτέχνες και ποιητές- δεν μπόρεσε ποτέ να γνωρίσει κι ακόμα λιγότερο να προσεγγίσει, αυτόν τον άλλο χρόνο, τον άλλο τόπο, την άλλη θάλασσα, που αρχίζει πέρα από τα γήινα και θαλασσινά σύνορα οποιαδήποτε περατότητας, οποιουδήποτε εγκλωβισμού του όντος σε κατάσταση απορίας, και δεν είναι προσιτός παρά μόνο σ΄ εκείνους, τους τόσο σπάνιους, που έκλαυσαν και κώκυσαν, όπως ο Εμπεδοκλής, μπροστά στον τόπο τον γνωστό και φιλικό, τον δικό τους, την πατρίδα τους.


Σαράντα έξι κείμενα του βιβλίου. Σαράντα έξι μικρά διαμαντάκια. Μια συλλογή κειμένων χτισμένη με τα «μπερδεμένα», πονεμένα, ανθρώπινα υλικά, θεμελιωμένη, σε στέρεη γνώση και νηφάλια προσέγγιση της ιστορικής Λακωνικής πραγματικότητας. Μια ιστορική αναδρομή στον γενέθλιο τόπο του Λευτέρη Κουσούλη, την μικρή πατρίδα του, την Ελίκα Λακωνίας, που έχει στόχο μια «ανατατική καταβύθιση».
Το βιβλίο είναι ένας τόπος που τον έχεις επισκεφτεί. Όταν επιστρέφεις πίσω, «κουβαλάς» και τις αναμνήσεις σου από εκεί. Πρόσωπα, τοπία αισθήσεις. Θέλεις να τα διηγηθείς όλα αυτά, δεν παύεις όμως να νιώθεις ότι διαρκώς σου διαφεύγει κάτι που ίσως είναι το πιο σημαντικό και το οποίο παραμένει πεισματικά κρυμμένο.
Το βιβλίο περιέχει ιστορίες επιστροφής στο ξέγνοιαστο και ανέμελο παρελθόν των νεανικών χρόνων. Ιστορίες για τη νοσταλγία και τον καημό της αδικημένης νεότητας, ένας ύμνος στην άσβεστη φλόγα της άδολης φιλίας των ψαράδων.
Οι ιστορίες του βιβλίου διαθέτουν έντονη προφορικότητα.
«Όταν το τέλος πλησιάζει» λέει ο Μπόρχες «μένουν μόνο οι λέξεις, λέξεις δάνειες, λέξεις άλλων…»
Ο συγγραφέας είναι μάστορας της μικρής φόρμας. Οι ιστορίες του συγκινούν με την ανθρωπιά τους.
Ο Λευτέρης Κουσούλης επιστρατεύει τη θητεία του στην πυκνότητα και τη μεταφορά, καθώς και στη συμβολική διάσταση των τεκταινόμενων και μεταγγίζει τα ανωτέρω στην πεζογραφία με θαυμαστό και διόλου εξεζητημένο αποτέλεσμα.
Η γλώσσα του Λευτέρη Κουσούλη χυμώδης, φρέσκια, πυκνή, ζωντανή, εύηχη, ευθύβολη, επιδέξια και εκφραστική.
Μια λογοτεχνική φωνή με ένταση και ρυθμό. Μια προσωπική κατάθεση.
Βιβλίο αληθινό, συγκινητικό, βαθύ.
Ας αποδείξουμε έμπρακτα τη βιβλιοφιλία μας διαβάζοντας και χαρίζοντας τέτοια βιβλία.


Ο Λευτέρης Κουσούλης γεννήθηκε στην Ελίκα Λακωνίας το 1952. Τελείωσε το Λύκειο Μολάων. Μετά την Πάντειο συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία πάνω στο πολιτικό φαινόμενο. Για λίγα χρόνια δούλεψε ως ωρομίσθιος καθηγητής. Εργαζόμενος τις τελευταίες δεκαετίες περί την πολιτική και την επικοινωνία, συναντήθηκε με οδηγό μια αντίληψη εγγύς και απέναντι, με τα πολιτικά γεγονότα, την πολιτική πράξη και τους εκφραστές της. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει στον λόγο, το περιεχόμενο και τις σημασίες, ως μέσα -έσχατα μέσα- της πολιτικής σύγκρουσης. Σήμερα αρθρογραφεί πάνω στη δυναμική του παρόντος.