«Ένα ποτήρι ουίσκι μπλε. Μπλε σαν τη θάλασσα… μπλε σαν το βελούδινο φόρεμα της Εριέττας και η θάλασσα μπλε σαν την αγάπη της. Όλη μου η ζωή ένα ποτήρι ουίσκι μπλε».
Πόσο πολύ μοιάζουν οι άνθρωποι τελικά! Πόσο κοινή μοίρα έχουν! Πόσα πράγματα χωρίζουν κι άλλα τόσα ενώνουν την πορεία μιας ολόκληρης ζωής! Η αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης ήταν ανέκαθεν ο στόχος ανήσυχων ανθρώπων, όσων δεν μπορούσαν να αντέξουν τη μετριότητα, το λίγο, το τίποτα. Η οδύσσεια ενός Νεοέλληνα πόσο πολύ μοιάζει με την οδύσσεια τόσων ταλαίπωρων ανθρώπων από άλλες πατρίδες. Τι σημασία έχει η καταγωγή, αν είσαι από τη Σμύρνη, από την Αίγυπτο, την Ιταλία ή την Ελλάδα. Πατρίδα του καθενός είναι ο τόπος που στεριώνει τη μοίρα του, ειδικά μετά από μια μεγάλη αναζήτηση. Ο Μιχάλης είχε αναγκαστικά μάθει από μικρός ότι πρέπει να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή ξεκινώντας πρώτα από τη γη των προγόνων του, χτίζοντας τα όνειρά του πάνω στην πέτρα, μα αγναντεύοντας την πλανεύτρα θάλασσα που ήξερε πως αυτή είναι το μέσον να τον πάει σε μέρη μακρινά. Μεγαλώνοντας ο ίδιος μεγάλωσαν και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, γιατί πάντα ο άνθρωπος έχει σαν στόχο το κάτι καλύτερο, δεν επαναπαύεται. Άλλοτε η πείνα και η φτώχεια, άλλοτε οι φυσικές καταστροφές και ο πόλεμος, πάντα όμως κοινό γνώρισμα όσων φεύγουν από έναν τόπο για κάποιον άλλο είναι η πεποίθηση πως θα είναι για ένα καλύτερο μέλλον. Με μικρές ιστορίες σαν να κρυφοκοιτάς τη ζωή του διπλανού σου, σαν να κρυφακούς τα όσα εξιστορούν στο δίπλα τραπέζι, απλώνονται μπροστά μας, μπλέκουν, μοιάζουν, προσωπικές στιγμές, χαραγμένες μνήμες, αποκαλύπτονται τα γιατί όσων προηγήθηκαν και όσα έγιναν ώστε να καταλήξουν στο παρόν. Η αφηγηματική ματιά της συγγραφέως είναι τόσο δυνατή που νιώθεις να διεισδύει μέσα στις στιγμές που περιγράφει, αισθάνεσαι να είσαι από μια μεριά και να ακούς τους συλλογισμούς τους, να βλέπεις ό,τι βλέπουν τα μάτια τους. Είναι τόσες πολλές οι αξιοθαύμαστες περιγραφές που δεν ξέρεις τι να κρατήσεις, μην τυχόν και αδικήσεις κάποιες. Όμως αυτό που πραγματικά εντυπωσιάζει, είναι η περιγραφή των ορυχείων του Βελγίου. Οσφραίνεσαι τη βαριά ατμόσφαιρα, μπαίνεις μαζί με τους ανθρακωρύχους μέσα στα έγκατα της γης, μαυρίζεις και ο ίδιος από το κάρβουνο, εμποτίζονται και τα δικά σου πνευμόνια από την καρβουνόσκονη, νιώθεις να πονάς, να απελπίζεσαι…
«Μετανάστης θα πει ξένος, μάνα, θα πει μόνος, έρημος…αυτό θα πει και τίποτε περισσότερο, θα πει φτώχεια και μοναξιά».
Πόσοι και πόσοι δεν έχουν αισθανθεί έτσι ακριβώς, άνθρωποι ταλαίπωροι, χωρίς παρόν, χωρίς μέλλον, χωρίς όραμα, χωρίς όνειρα… Σε όποια χώρα κι αν βρεθούν, όποιοι κι αν είναι οι λόγοι που οδηγούν τα βήματά τους μακριά, προς αναζήτηση καλύτερης μοίρας, όποια χρονική στιγμή και αν συμβεί, υπάρχει κάτι κοινό, η προσπάθειά τους για επιβίωση. Γιατί να μην μπορούν όλα τα παιδιά του κόσμου να ζήσουν ξέγνοιαστα… γιατί να γνωρίζουν τον ξεριζωμό, την ανέχεια, την εξαθλίωση; Κι αν κάποτε οι μετανάστες έφευγαν προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, εύκολου πλουτισμού, για δικούς του λόγους ο καθένας, σήμερα πόσο χειρότερη έχει γίνει η κατάσταση; Κι όταν τα χρόνια περάσουν, όλα αλλάζουν αδυσώπητα. Όταν οι μνήμες καταλαγιάσουν την ορμή προς αναζήτηση της ευτυχίας, αναρωτιέσαι αν τελικά την άγγιξες…αν την ένιωσες όταν την κρατούσες στα χέρια, στα απλά καθημερινά πράγματα γύρω σου… Το «Ουίσκι μπλε» είναι ένα μυθιστόρημα που θα έπρεπε να κοσμεί τις βιβλιοθήκες μας, να μας θυμίζει ότι οι ιστορίες του κάθε μετανάστη αφορούν λίγο πολύ όλους μας. Είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι που δεν έφυγαν ποτέ από τον τόπο που γεννήθηκαν ή αυτοί που δεν θέλησαν κάποτε να επιστρέψουν. Όλοι θα βρουν κάτι κοινό με τις ζωές των ηρώων, άλλος λίγο, άλλος πολύ… Πάντως αυτό που μένει, είναι η αίσθηση πως ταξίδεψες μέσα από τις σελίδες του σε μέρη μακρινά, μα και σε μια Ελλάδα που αν και είναι η ομορφότερη χώρα του κόσμου, είναι κι εκείνη που δεν αντέχει ή δεν θέλει να θρέψει τα παιδιά της…
Χρησιμοποιούμε cookies για την παροχή των υπηρεσιών και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, αποδέχεστε τη χρήση των cookies.ΕντάξειΌροι Χρήσης