Το vivlio-life αναζήτησε τον Γιάννη Χούμα, τον νεότερο γιο του ήρωα του βιβλίου «Άγριες θάλασσες», της Τέσυ Μπάιλα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, Μιλτιάδη Χούμα, για να μας απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις και έχει πολύ ενδιαφέρον να μάθουμε και την άποψη της οικογένειας.
Κύριε Χούμα, πώς γεννήθηκε η ιδέα να δώσετε τα αρχεία που κρατούσε ο πατέρας σας σαν επτασφράγιστο μυστικό ακόμα και από την οικογένειά του, με σκοπό να μαθευτεί η αξιοπρέπεια και το ήθος ενός απλού, μα τόσο ηρωικού ανθρώπου στο ευρύτερο κοινό;
Απάντηση: Σας ευχαριστώ θερμά για το ενδιαφέρον σας. Όλο το υλικό έγγραφα, αντικείμενα, και φωτογραφίες δεν ήταν επτασφράγιστο. Για να το αιτιολογήσω αυτό, επιτρέψτε μου να κάνω μία σύντομη αναφορά, πώς βρέθηκε και πώς συμπληρώθηκε αυτό το υλικό. Ο πατέρας μου Μιλτιάδης Χούμας πέθανε στον Πειραιά, στις 29 Μαρτίου 1989 μετά από δίμηνη ασθένεια, σε ηλικία 76 ετών. Μέχρι τότε στην οικογένεια γνωρίζαμε σε γενικές γραμμές, ότι είχε πάρει μέρος στην Αντίσταση 1941-44 με το καΐκι του “Ευαγγελίστρια”. Τα δύο Αγγλικά παράσημα στον τοίχο στο σπίτι τα παρατηρούσαμε, αλλά ποτέ δεν είχαμε την περιέργεια να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες. Υπήρχε βέβαια και το περιοδικό “Ναυτική Ελλάς”, που το 1983 ο αείμνηστος χρονογράφος Αρχιπλοίαρχος Πολεμικού Ναυτικού Μάριος Σίμψας, είχε κάνει ένα εκτενές αφιέρωμα με τίτλο “Κάπτεν Μίλτον: Ένας μοναδικός ήρωας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου”. Ένα Αγγλικό βιβλίο που είχε διαβάσει ο Σίμψας, ήταν η αφορμή για να ψάξει να τον βρεί και να του πάρει αυτή τη συνέντευξη. Ήταν η μοναδική φορά που ο πατέρας μου αναφέρθηκε σε αυτά τα γεγονότα του πολέμου. Εδώ σαν παρένθεση να πώ ότι σε αυτή τη συνέντευξη περιέγραψε αυτά τα γεγονότα από μνήμης. Μετά από έξη χρόνια που βρέθηκε το ημερολόγιό του και αφού είχε ήδη πεθάνει, συγκρίναμε τις περιγραφές της συνέντευξης με αυτά που ήταν γραμμένα στο ημερολόγιο. Ήταν εκπληκτική η πιστότητα και η ακρίβεια των περιγραφών, σαν να διάβαζε το ημερολόγιο που ο ίδιος είχε γράψει, το οποίο όμως είχε να το δεί σαράντα ολόκληρα χρόνια.
Το κουβάρι της ιστορίας λοιπόν άρχισε να ξετυλίγεται, μετά τον θάνατό του, όταν στο υπόγειο του σπιτιού στη Σάμο, βρέθηκε μια μεγάλη κοφίνα, σαν μπαουλάκι, την οποία βλέπαμε για πρώτη φορά. Αυτά που ήταν μέσα, ήταν μία “ιστορική έκπληξη”. Ήταν όλα άριστα συντηρημένα, φρόντισαν για αυτό τα κενά της κοφίνας, που επέτρεπαν να μπαίνει αέρας. Τι είχε μέσα αυτό το καλαμωτό μπαουλάκι. 1. Το ημερολόγιο 1943 στο οποίο ο πατέρας μου κρατούσε σημειώσεις από τις αποστολές διαφυγής. 2. 13 μεγάλους ναυτικούς χάρτες που χρησιμοποιούσε στα ταξίδια του. Ακόμη και σήμερα διακρίνονται πάνω σε αυτούς τους χάρτες οι πορείες του “Ευαγγελίστρια”, που είναι χαραγμένες με μολύβι. 3. Μία ξύλινη ναυτική διπαράλληλο που χρησιμεύει για να βγαίνει η πορεία του ταξιδιού. 4. Ένα πλαστό ναυτικό φυλλάδιο, που του είχε προμηθεύσει η υπηρεσία “ΜΙ 9”, με την φωτογραφία του και το πλαστό όνομα Πάνος Ρομπότσης, σε περίπτωση σύλληψης. 5. Ένα έντυπο με οδηγίες της υπηρεσίας “ΜΙ 9” προς αυτούς που διέφευγαν. 6. Τα 2 σήματα της στολής της κεντρικής Οργάνωσης “FORCE A” 7. Ένα μπουκαλάκι λεβάντα.
Ήταν δηλαδή ένας μικρός οικογενειακός, ιστορικός θησαυρός, που έγινε η αιτία να αρχίσω να ψάχνω και να συγκεντρώνω, όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσα, γύρω από το καΐκι “Ευαγγελίστρια” και γενικότερα γύρω από το θέμα “Διαφυγή 1941-44”. Όσο έψαχνα, τόσο καταλάβαινα, ότι ήμουν στο μέσον μιας ιστορίας, που θα έπρεπε να έκανα εγώ και τα αδέλφια μου, ό,τι πέρναγε από το χέρι μας, για να βγεί στην επιφάνεια και να μην τη σβήσει ο χρόνος.
Το πλαστό ναυτικό φυλλάδιο του Μιλτιάδη Χούμα
Διασταυρωμένα στοιχεία από Ελληνικά και Αγγλικά βιβλία, έγγραφα Ελληνικά και Αγγλικά, φωτογραφίες και πίνακες ζωγραφικής, άρχισαν να φωτογραφίζονται και να ταξινομούνται και να παίρνουν την μορφή αρχείου. Θα μπορούσα να σας πώ, ότι σήμερα που βρισκόμαστε στο 2016 και έχουν περάσει 27 ολόκληρα χρόνια, ακόμα βρίσκω από άλλες πηγές, καινούρια στοιχεία που συμπληρώνουν και επιβεβαιώνουν αυτό το αρχείο. Και επανέρχομαι τώρα στο “επτασφράγιστο” υλικό, που αναφέρατε στην αρχή. Όταν το 1989 βρήκα στη Σάμο αυτά τα ιστορικά στοιχεία, τα έθεσα αμέσως υπ΄όψη σε τρείς αρμόδιους πολιτιστικούς φορείς της πατρίδας μας. Στο Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα, στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος στον Πειραιά και στο Ναυτικό Μουσείο Κρήτης στα Χανιά. Και οι τρείς φορείς αγκάλιασαν και αξιοποίησαν αυτή την ιστορία και σήμερα το μοντέλο του καϊκιού “Ευαγγελίστρια” και ένα σύντομο ιστορικό του Μιλτιάδη Χούμα, βρίσκονται σε μόνιμη έκθεση στις αίθουσές τους. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για διατηρηθεί και να μη σβήσει αυτή η ιστορία στο πέρασμα του χρόνου.
(Το μοντέλο του καϊκιού “Ευαγγελίστρια”) Κατασκευάστηκε από τους Γεώργιο και Αριστοτέλη Ράλλη το 1990.
Τώρα πώς ήρθε αυτό το υλικό στα χέρια της συγγραφέα Τέσυς Μπάιλα. Να σημειώσω, ότι η Τέσυ και ο σύζυγός της Δρόσος Βενετούλης, είχαν από παλιά φιλικές σχέσεις με τον αδελφό μου Νίκο. Το 2013 αποφασίσαμε με τα αδέλφια μου Ανδρέα, Χριστόδουλο και Νίκο, να εκθέσουμε το υλικό που είχαμε συγκεντρώσει όλα αυτά τα χρόνια, στην Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά, με την ευκαιρία των επετειακών εκδηλώσεων της 28ης Οκτωβρίου 2013. Η έκθεση έγινε με την συνδιοργάνωση του Δήμου Πειραιά, του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος και της Εταιρείας Αρχείου και Μελετών “Μνήμες” και κράτησε επτά ημέρες. Αυτή την έκθεση επισκέφθηκαν ο Δρόσος και η Τέσυ, η οποία αφού περιεργάσθηκε τα εκθέματα, μας είπε στο τέλος: “Μου αρέσει το θέμα. Να το κάνουμε βιβλίο;” Πιστεύω ότι η συγγραφή ενός βιβλίου είναι κάτι πολύ σημαντικό. Θεωρήσαμε τιμητική την πρόταση της Τέσυς, και γνωρίζοντας τα προηγούμενα βιβλία της, δεχθήκαμε αμέσως και της παραχωρήσαμε με εμπιστοσύνη και αγάπη, ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Γνωρίζω, ότι επί δύο σχεδόν χρόνια η Τέσυ Μπάιλα αφιερώθηκε σε αυτό το βιβλίο, που είχε τους περιορισμούς της αληθινής ιστορίας, και όχι την ελευθερία που δίνει ένα απλό μυθιστόρημα στον-στην συγγραφέα του. Η μητέρα μας Ελένη, τα αδέρφια μου και εγώ την ευχαριστούμε από καρδιάς. Το αποτέλεσμα είναι το βιβλίο να εξιστορεί με μαεστρία αληθινές ιστορίες, χωρίς υπερβολές και κυρίως χωρίς προσπάθεια μυθοποίησης συνηθισμένων καθημερινών ανθρώπων, που απλώς έκαναν το καθήκον τους.
Πιστεύετε ότι αν εκείνος ήταν εν ζωή θα έφερνε αντιρρήσεις ως προς το να γίνει η ζωή του μυθιστόρημα και να ανακαλύψει ο κόσμος τα όσα πρόσφερε στον αγώνα του κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο;
Απάντηση: Είναι ένα ερώτημα που έρχεται συχνά στο μυαλό μου. Γνωρίζοντας όμως τον χαρακτήρα του και την αντίδρασή του στο παρελθόν σε παρόμοια θέματα, έχω καταλήξει με βεβαιότητα στην απάντηση. Όχι, δεν θα ήθελε. Επιτρέψτε μου να σημειώσω, ότι δεν το λέω αυτό από μετριοφροσύνη. Είναι όμως πολλά τα στοιχεία, που συνηγορούν σε αυτή την απάντηση. Όπως είπα και πιο πάνω, ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο μίλησε ο πατέρας μου γι’ αυτά τα γεγονότα, ήταν ο χρονογράφος του περιοδικού “Ναυτική Ελλάς”, Μάριος Σίμψας. Αυτό κατά την γνώμη μου συνέβη, γιατί είχαν κάποια κοινά στοιχεία. Είχαν δηλαδή περίπου την ίδια ηλικία, και οι δύο είχαν λάβει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις 1941-44 και το σπουδαιότερο, οι ερωτήσεις που του έκανε ο Σίμψας ήταν τέτοιες, που δεν έδειχναν να είναι κάτι το ιδιαίτερο. Πιστεύω, ότι το σκεπτικό του πατέρα μου σε γενικές γραμμές ήταν: Πρώτον: “Oτι εμείς οι νεότεροι δεν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε αυτά τα γεγονότα, αφού δεν τα έχουμε ζήσει, και δεύτερον: “Ο,τι έγινε- έγινε, γιατί έτσι επέβαλαν οι τότε καταστάσεις, και τελείωσε”. Είμαι σίγουρος, ότι αν ζούσε και έβλεπε, όλα όσα γίνονται γύρω από τον ίδιο και το “Ευαγγελίστρια”, με τα Μουσεία, το τραγούδι “Καϊκάκι δέκα μέτρα”, το βιβλίο “Άγριες Θάλασσες”, και την προτομή του (τα αποκαλυπτήρια θα γίνουν την Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016 στη γενέτειρά του Χώρα Σάμου), θα έκανε στα αδέλφια μου και σε μένα έντονες παρατηρήσεις του τύπου “Γιατί ασχολείσθε με αυτά τα θέματα”.
Το αποτέλεσμα της όλης προσπάθειας που έκανε η συγγραφέας Τέσυ Μπάιλα σας ικανοποίησε; Αισθάνεστε δικαιωμένοι από τη μυθιστορηματική απόδοση μιας τόσο συναρπαστικής ζωής όπως ήταν η ζωή του ήρωα πατέρα σας Μιλτιάδη Χούμα;
Απάντηση: Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Ναι. Έχω την εντύπωση, ότι θα νιώθω για πάντα υποχρεωμένος απέναντι στην Τέσυ και στον σύζυγό της Δρόσο, γιατί και αυτός βοήθησε στο πάρε-δώσε του αρχειακού υλικού. Η Τέσυ αφιέρωσε δύο σχεδόν χρόνια, για να περιγράψει την ιστορία του πατέρα μας. Θα μπορούσε να επιλέξει ένα άλλο θέμα, ελεύθερο, χωρίς να αισθάνεται, ότι η οικογένεια του πρωταγωνιστή θα μπορούσε να κάνει τις σημαντικές ή ασήμαντες παρατηρήσεις της. Δεν θα ήταν υπερβολή, αν θα χαρακτήριζα αυτό το βιβλίο “πόνημα”, γιατί έζησα την αγωνία της για να αποδώσει, όσο πιο πιστά γινόντανε, το νόημα της ιστορίας.
Σήμερα, Ιούνιος 2016, είναι πολύ συγκινητική η εικόνα, να βλέπω εδώ στη Σάμο, την εννενήντα χρονών μητέρα μας, να διαβάζει καθημερινά το βιβλίο και κάθε τόσο να λέει: “Μα πώς τα ήξερε και τα έγραψε τόσο καλά”. Να σημειώσω ότι η μητέρα μας 16-18 χρονών τότε, έζησε όλα τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο. Επίσης θα ήθελα να εκφράσω από την μεριά μας θερμές ευχαριστίες στον εκδοτικό οίκο “Ψυχογιός”. Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε φαντάζει σαν πολυτέλεια, το να επενδύει ένας εκδότης σε ένα θέμα, που σε πρώτη εντύπωση δείχνει ότι δεν είναι καθαρά εμπορικό.
Αν εκείνος ζούσε σήμερα και έβλεπε τις ίδιες εικόνες των προσφύγων που καταφτάνουν στη δική μας χώρα ζητώντας βοήθεια, σπίτι, τροφή, μια νέα πατρίδα, νομίζετε ότι θα ένιωθε πως ο αγώνας που έκανε τότε και ο ίδιος και όλοι όσοι έζησαν τα τραγικά γεγονότα του ξεριζωμού τους από την πατρίδα ήταν δίχως αντίκρισμα;
Απάντηση: Πιστεύω ότι οι αποστολές των προσφύγων, από τα παράλια της Τουρκίας προς την Χώρα μας που γίνονται στις μέρες μας, είναι κάτι το τελείως διαφορετικό, από τις αποστολές Διαφυγής που έκαναν τα καΐκια το 1941-44. Σας θυμίζω, ότι οι Τούρκοι καπετάνιοι που κάνουν αυτά τα ταξίδια σήμερα, ονομάζονται δουλέμποροι. Σκοπός τους είναι μόνο τα χρήματα. Τον Μάϊο του 1943 οργανώθηκε μία ολόκληρη αποστολή από την Σμύρνη στην Κεφαλονιά, για να παραλάβει το “Ευαγγελίστρια” έναν και μόνο άνθρωπο, που είχε διασωθεί από την βύθιση του Αγγλικού υποβρυχίου “Περσεύς”. Τότε τα πληρώματα των καϊκιών και οι άνδρες που μετέφεραν είχαν έναν κοινό στόχο. Την Ελευθερία. Ο πατέρας μου και τα άλλα πληρώματα των καϊκιών της Διαφυγής δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν σήμερα, γιατί ένας πρόσφυγας πληρώνει 2.000 δολάρια για να περάσει σε ξένο έδαφος, ούτε γιατί πνίγονται κατά ομάδες οι πρόσφυγες στο Αιγαίο , αφού υπερφορτώνονται αυτά τα πλωτά μέσα, για να βγάλουν οι δουλέμποροι περισσότερα χρήματα. Σαν κατάληξη θα ήθελα να πώ, ότι το πιθανότερο θα ήταν, να μην έκανε ο πατέρας μου την σύγκριση των τότε αποστολών και των σημερινών και να μην κατέληγε στο συμπέρασμα, ότι οι αποστολές Διαφυγής του 1941-44 ήταν χωρίς αντίκρισμα.
Πάρις και Μιλτιάδης Χούμας κατά τη διάρκεια αποστολής το 1942
Κύριε Χούμα σας ευχαριστώ πολύ!
Εγώ σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας σε αυτό το θέμα και την προβολή του. Πιστεύω, ότι το κεφάλαιο “Διαφυγή 1941-44” είναι ένα κεφάλαιο της νεότερης ναυτικής ιστορίας της Πατρίδας μας, που δεν έχει εξαντληθεί. Βέβαια τα χρόνια πέρασαν και οι πρωτογενείς πηγές έχουν φύγει. Όμως υπάρχει ακόμη αναξιοποίητο υλικό, από πολλές περιοχές της Ελλάδας, που θα πρέπει να εντοπιστεί, να καταγραφεί και να έρθει στο φως της ιστορίας. Το βιβλίο της Τέσυς Μπάιλα “Αγριες Θάλασσες” έβαλε ένα λιθαράκι προς αυτή την κατεύθυνση. Εύχομαι το βιβλίο να έχει καλή πορεία στον χρόνο και στο αναγνωστικό κοινό και στην Τέσυ να είναι πάντα καλά και σύντομα να δούμε ένα καινούριο βιβλίο της. Γιάννης Μιλτ. Χούμας Χώρα Σάμος
Χρησιμοποιούμε cookies για την παροχή των υπηρεσιών και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, αποδέχεστε τη χρήση των cookies.ΕντάξειΌροι Χρήσης
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.