Τα 25 Διηγήματα της συλλογής «απόψε θα έχουμε ρεστία» διασυνδέονται ποικιλοτρόπως, λόγω χάριν με επαναφορές ονομάτων ή και χαρακτήρων, τοπωνυμίων, συμβάντων, τα υφολογικά γνωρίσματα, ωστόσο, διαφοροποιούνται, μαρτυρώντας για τη δεξιότητα της συγγραφέως.
Η αναμέτρηση με το παρελθόν, τους άλλους και τον εαυτό, κύματα μνήμης και βιώματα των παιδικών και νεανικών χρόνων, ανατρέχει η κεντρική ηρωΐδα σε παλαιά οικογενειακά βιώματα είτε με την τρέχουσα ενήλικη φωνή και οπτική γωνία του κόσμου είτε με μια κοριτσίστική λοξή ματιά, στιγμιότυπα από την καθημερινότητα της πόλης της, της Καλαμάτας, όψεις της ζωής στην ύπαιθρο, ποιητική του τόπου της, αστική περιπλάνηση, υπαρξιακή καταβύθιση, αφηγήσεις με στοχαστικό πρόσημο, η γυναικεία ομορφιά, η αγωνία για την παροδικότητα της ύπαρξης και η ελπίδα για την αναγέννηση και την αιωνιότητα των όντων, αποτιμήσεις, αποχωρισμοί, παραδοχή σφαλμάτων, διαπληκτισμών, αποκαλύψεις, ζητήματα μεταξύ καλού και κακού, αθωότητας και ενοχής, ταξίδια εσωτερικά και εξωτερικά, η λύτρωση από την ατομική ενοχή, συνειδητοποίηση της φθαρτής ανθρώπινης φύσης, είναι ο θεματικός πυρήνας και το αφηγηματικό πλαίσιο της συλλογής διηγημάτων της Δοξούλα Παλαμάρα.
Είναι ένα απολύτως σκόπιμο ταξίδι αφήγησης, με το οποίο προσπαθεί η συγγραφέας να καταλάβει ποια είναι, ποιος είναι ο Άλλος και στο μέτρο των ατομικών και συλλογικών δράσεων, εάν μπορεί να κάνει κάτι, κάτι να γίνει, κάτι ν΄ αλλάξει.


Το βιβλίο είναι μια μικρή πολύτιμη κιβωτός. Σωστός θησαυρός προσωπικών χώρων, «άχρηστων» εξομολογήσεων, ροή για μια ζωή γεμάτη ερωτηματικά και θαυμαστικά ,γραμμένο από έναν άνθρωπο της εποχής της που σίγουρα έχει διαλέξει μετερίζι. Είναι μια, κοινωνιολογικού τύπου, υποδειγματική σπουδή διαδρομής του βίου της, με πολλά στοιχεία αυτοβιογραφικά.
Η συγγραφέας προστρέχει στο τραύμα, αντλεί από την πηγή της πληγής και ανασύρει θραύσματα ιστοριών, κάποτε μάλιστα αιχμηρά ή ματωμένα, που λάμπουν καθώς τα φωτίζει ένα πλάγιο φως.
Συναντήσεις που προκαλούν την προσδοκία μιας αναπλήρωσης ,μιας συγχώρησης και μιας συμφιλίωσης, εξομολογήσεις που ελπίζουν σε μια κάθαρση, που περιμένουν απαντήσεις, το τέλος των εκκρεμοτήτων, τη λύτρωση. Στην πορεία, ο χαρακτήρας της ίδιας της συγγραφέως συνειδητοποιεί ότι είναι πολλά αυτά που κρύβουμε από τον εαυτό μας για να διατηρούμε τον έλεγχο της ζωής μας ,ότι δεν έχουμε ικανοποιητικές ερμηνείες για μας και απαντήσεις για τους άλλους.


Οι αποχαιρετισμοί καταλήγουν εσωτερικοί αποχαιρετισμοί μιας αθωότητας, των βεβαιοτήτων και προσδοκιών, της επιθυμίας για γνώση και κατάκτηση του άλλου, της ελπίδας ότι θα φωτιστούν δια παντός οι σκοτεινές περιοχές και θα δοθούν οριστικές ερμηνείες στα ανεξήγητα του παρελθόντος που γίνονται εκκρεμότητες ζωής.
Στοχασμοί για τα παλιά γλέντια, τους χορούς, τις διασκεδάσεις, την αρρώστια, το γήρας, παραβολή για τον ύστατο φόβο του ανθρώπου, το ποτάμι-χρόνος, η αλληγορία του κύκλου της ζωής ,αλλά και της δύναμης της αγάπης και του έρωτα, η λειτουργία της μνήμης, το «απόψε θα έχουμε ρεστία» γραμμένο με την χαμηλόφωνη, λιτή, συχνά λυγωτική, γραφή της συγγραφέως είναι μια συλλογή διηγημάτων γεμάτο συμβολικές αναλογίες και εικόνες, υποβλητικές περιγραφές εξωτερικών χώρων και δωμάτια που κρύβουν ίσκιους και μυστικά.
Εμφανώς κρυπτικά αυτοβιογραφική και καλυμμένα αυτοαναφορική η συλλογή διηγημάτων συνομιλεί με τις απαρχές της πεζογραφίας της συγγραφέως και με πλήθος κείμενα του προσωπικού της λογοτεχνικού κανόνα. «Όταν το τέλος πλησιάζει» λέει ο Μπόρχες «μένουν μόνο οι λέξεις, λέξεις δάνειες, λέξεις άλλων…»
Η συγγραφέας επιστρατεύει το χιούμορ, τη φαντασία, πλευρές του εαυτού της, περιστατικά που γεννιούνται από την καθημερινότητα.
Ο Χρίστος και η Δοξούλα το ζευγάρι που ήταν και οι δύο εριστικοί και ισχυρογνώμονες αλλά εξαιρετικά ανθεκτικοί, η αγάπη είναι μια ζώνη που δένει τον Χρίστο και την Δοξουλιώ και τους σφίγγει την καρδιά και το σώμα, τι υπέροχος που είναι ο έρωτας ,ιδίως όταν υπάρχει και η αγάπη, σαράντα χρόνια μαζί ο Χρίστος και η Δοξουλιάνα δεν μείνανε ποτέ σε ξενοδοχείο, πάντα περνούσανε τις καλοκαιρινές διακοπές σε σκηνή, η Δοξουλιώ ήταν σεξουαλικά απελευθερωμένη, απελευθερωμένη γυναίκα που είχε προσθέσει στη ζωή της τα ταξίδια και την ειλικρίνεια, η Βδόξω που όσο πιο πολύ ταξίδευε τόσο γυμναζόταν το μάτι της και η ψυχή της και έβλεπε καλύτερα, βαθύτερα στον χώρο και στον χρόνο, ο Χρίστος που προτρέπει την Αγγλοονειρού του να μην τρέχει απρόσεκτα στα κατσάβραχα, γιατί ο τόπος θέλει σταθερότητα, βαρύτητα και πρέπει να τον ακούει τον τόπο, να τον σέβεται, αλλιώς θα την πετάξει έξω, ένα παιχνίδι που απαιτεί διεισδυτική παρατηρητικότητα και γλωσσική ευαισθησία, η γλώσσα που μαγεύει, η έωλη ευτυχία, η μάνα κυρά-Σουζάνα που ήταν μια πηγή θερμότητας ,μια παρηγορήτρα για όλους τους πόνους κι όλους τους καημούς, η Πόντια γιαγιά Ευδοξία με τρία τετράδια καλλιγραφίας, ο μαστρο-Τέλης, ο άρχοντας των μαστόρων, ο άρχοντας του Μεταξουργείου, που η ζωή του όλη ήταν ένα κλειστό, μακρύ ζεϊμπέκικο, όταν χόρευε ο Θοδωρέλος ζεϊμπέκικο ο γιός του ο Τέλης αναποδογύριζε τα τραπέζια αστραπιαία, αποτελεσματικά και αριστοκρατικά, οι εκδρομές του Χρίστου με την κόρη του στον Ταΰγετο, κάποιοι που κουβαλούν τον καημό έτσι όπως ο Ταΰγετος κουβαλά βαλσαμόχορτα και άλλα βότανα, οι δυο αδελφές που ζουν μόνες στη Νέα Σμύρνη, με εκατόν τριάντα τέσσερις χελώνες, η Σουζάνα και ο Θεόδωρος αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, η Σουσανίτσα και Θοδωρέλος αιχμάλωτοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, τα παλιά παπούτσια του Χρίστου και το μαρτύριο της φάλαγγας, τα πέντε πέτρινα σκαλοπάτια,… όλα αυτά αποτελούν κεντρικό θέμα αρκετών διηγημάτων της Συλλογής «απόψε θα έχουμε ρεστία».


Μπορεί ο έρωτας και η αγάπη να ευδοκιμούν μέσα στον ασφυκτικό κλοιό της καθημερινότητας; Της σκληρής καθημερινότητας του βερεσέ τη δεκαετία του ’60; Aλλά και στις σημερινές ανάγκες της σύγχρονης Ελλάδας των social media; Eίναι θέμα χρόνου, ούριων ανέμων, προσπάθειας, ή απλώς συμπτώσεων;
Απλή στην έκφραση αλλά ποικίλων συναισθηματικών και στοχαστικών αποχρώσεων σκέψη της Δοξούλα Παλαμάρα. Η συγγραφέας είναι μαστόρισσα της μικρής φόρμας. Στη συλλογή της συναντάμε καυστικές και άκρως ανατρεπτικές και αυτοσαρκαστικές ιστορίες ,που δείχνουν το εύρος των δυνατοτήτων της. Ιστορίες που συγκινούν με την ανθρωπιά τους.
Η Δοξούλα Παλαμάρα επιστρατεύει τη θητεία της στην πυκνότητα και τη μεταφορά ,καθώς και στη συμβολική διάσταση των τεκταινόμενων και μεταγγίζει τα ανωτέρω στην πεζογραφία με θαυμαστό και διόλου εξεζητημένο αποτέλεσμα.
Η γλώσσα της Δοξούλα Παλαμάρα χυμώδης, φρέσκια, πυκνή, ζωντανή, εύηχη, ευθύβολη, επιδέξια και εκφραστική.
Μια λογοτεχνική φωνή με ένταση και ρυθμό. Μια προσωπική κατάθεση.
Ένα βιβλίο για τη δυναμική της μνήμης ,για τα όνειρα και την κοπιαστική πορεία στην κατάκτηση της αυτογνωσίας και της εσωτερικής ελευθερίας.


H Δοξούλα Παλαμάρα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946, από πατέρα Αθηναίο και μητέρα Πόντια. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Λονδίνο. Εργάστηκε στον ΟΤΕ, παραιτήθηκε και μετακόμισε στην Καλαμάτα με την οικογένειά της. Διδάσκει αγγλικά και ταξιδεύει μόνη, αλλά και με μαθητές της.