Ένα πολύ όμορφο βιβλίο που βοηθά τον αναγνώστη να μάθει μαζί με την ηρωίδα του, την Ηλέκτρα, τι αξίζει πραγματικά στη ζωή.
Η ιστορία ξεκινά, όταν η Ηλέκτρα, η πρωταγωνίστρια, μαθαίνει, ότι ο καλύτερός της φίλος ο Γιώργος, πεθαίνει. Γνωρίζοντας ότι ο φίλος της αγαπούσε υπερβολικά τις μαύρες τουλίπες, χωρίς δεύτερη σκέψη πετά για Ολλανδία, για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Γράφει στην σελίδα 18: «Το μοιραίο είναι πάντα μοιραίο, δεν μπορείς να το αποφύγεις μα ούτε να το ελέγξεις. Απλώς συμβαίνει. Και κάθε φορά που συμβαίνει στους άλλους, μας υπενθυμίζει το πόσο ανήμποροι είμαστε μπροστά του».
Ταυτόχρονα με το αεροπορικό ταξίδι ξεκινά και ένα ταξίδι της ζωής της, του χαμένου χρόνου, της πρώτης αγάπης. Στην Ολλανδία, σ’ αυτό το διήμερο της δίνεται η ευκαιρία να σκεφτεί αν αξίζει μία δεύτερη ευκαιρία, αφού στο ενεργητικό της έχει έναν αποτυχημένο γάμο.
Διαβάζουμε στην σελίδα 149: «Η ίδια ήταν μια ζωντανή νεκρή. Άξιζε μια δεύτερη ευκαιρία; Αναρωτιόταν αν έφταιγε η ευαισθησία της ή οι ανεξίτηλοι μώλωπες από όλους εκείνους που αγάπησε, τους δόθηκε και προδόθηκε. Το ψυχικό της φευγιό από τη ζωή είχε αίτιο, μα και πολλές αφορμές. Ένα παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ, μια ενήλικη που προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρατήσει τον ρομαντισμό της κόντρα σε μια κυνική κοινωνία που διάβαζε ποίηση, αλλά δεν την ενστερνιζόταν. Μια κοινωνία στρεβλή, γιομάτη λογιστές και λογίστριες, που επένδυε στη σαθρή ασφάλεια του χρήματος, εκβίαζε, τρομοκρατούσε με κάθε τρόπο θεμιτό και αθέμιτο, έβαζε περιθώριο τις ανάγκες ψυχής, αποστέωνε κάθε έννοια ελευθερίας εσωτερικών αναγκών».
Και συνεχίζουμε στην σελίδα 151: «Ο Κώστας είχε αποδειχθεί ένα τίποτα, ένα ψέμα ολόκληρος. Η ευγένεια, η φροντίδα, ο έρωτας υποχώρησαν γρήγορα, δίνοντας θέση στην απαξία, την ασέβεια, την αδιαφορία, τη σκληρότητα. Απολάμβανε όσα απλόχερα του έδινε, μα δεν της επέστρεφε παρά μια βιαιότητα που ξερίζωνε την ψυχή της. Της κατέστρεψε τη ζήση. Η καθημερινότητα μαζί του ήταν ένας διαρκής ψυχικός βιασμός.
Για ένα διάστημα κατάφερε να την κάνει καθρέφτη του. Τσακώνονταν άγρια, τον έβριζε, φώναζε και στο τέλος ξεσπούσε σε κλάματα – μοναδική άμυνα, κραυγή αγωνίας, ίσως ένδειξη αξιοπρέπειας απέναντι στη συμπεριφορά του. Με επιμέλεια της εξόρυξε συναισθήματα, όμορφα στην αρχή, που όμως ήταν ανίκανος να ανταποδώσει. Με τη σειρά της τον πίστεψε. Υπήρξε ανόητη, μια μειωμένης αντίληψης γυναίκα που θεώρησε πως ο κόσμος ήταν όπως εκείνη.
Δεν ήθελε να ξαναβιώσει την απληστία, τους νόμους της ζούγκλας. Ήταν ένα μοναχικό ελάφι ανάμεσα σε αιμοδιψή λιοντάρια. Την έπνιγαν στον γάμο της τα αμέτρητα «γιατί». Στις άπειρες αναπάντητες ερωτήσεις, μοναδική του συμβολή ήταν λέξεις όπως: «ξεπέρασέ το, σκάσε, δεν θα βρεις άλλον σαν εμένα», κι όταν έφτασαν τα πράγματα στο χείλος του γκρεμού της «εξομολογήθηκε» πως τόσα χρόνια μαζί της σκεφτόταν μια άλλη που τη θεωρούσε πιο όμορφη από κείνη. Μία που είχε τις ιδανικές γι’ αυτόν αναλογίες, μία που ήταν λογικό να έχει παράλληλες σχέσεις, αφού ήταν ευειδής. Σάμπως η πίστη στηρίζεται πάνω στην ασχήμια, ενώ η ομορφιά συμπορεύεται με την απιστία. Κόντεψε να την τρελάνει, την άδειασε, αφαίρεσε την τελευταία ικμάδα δύναμης και θέλησης να σώσει το γάμο τους. Δεν είχε άλλο κουράγιο να παλέψει πια για τίποτα. Ο κόσμος του δεν ήταν ο κόσμος της. Η διαβολική του όψη κρυβόταν κάτω από μια μάσκα όμορφων λόγων, θεατρικών συμπεριφορών, με αντάλλαγμα τα χειροκροτήματα του κοινού, με μοναδικό στόχο να κοπούν περισσότερα εισιτήρια στην επόμενη παράσταση. Ήταν αδύνατο πλέον να ζήσει μ’ αυτό το είδος και δεν είχε την παραμικρή διάθεση εκδίκησης. Το μόνο που λαχταρούσε, ήταν να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν. Αποχώρησε από την ολέθρια σχέση τους γεμάτη μελανιές, γρατζουνιές, πληγές, με δάχτυλα σπασμένα, τα οποία δεν θα μπορούσε ποτέ πια να ξαναβυζάξει όπως έκανε παιδί, σε μια προσπάθεια να αποξενωθεί από την άγρια πραγματικότητα που την κύκλωνε.
Πολέμησε όσο, ίσως, κανένας άλλος, να ξεπεράσει τη μοναξιά, την απελπισία ,τη λύπη μέσα από την αγάπη. Πίστεψε πως η αγάπη είναι το φάρμακο, μα δεν κατανόησε πως πολλές φορές γίνεται φαρμάκι για τον ίδιο που τη σκορπίζει απλόχερα. Υπήρχε μέσα της συνεχώς ένα φάντασμα, ένα ξωτικό που την έσπρωχνε να δίνεται μέχρις εσχάτων, ώσπου έφτασε να ’ναι η ίδια φάντασμα του εαυτού της».
Πολλές σκέψεις και πολλά διλήμματα.
Άραγε θα καταφέρει να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος και να δώσει στον εαυτό της μια ακόμη ευκαιρία;
Ομολογώ ότι με επηρέασαν πολύ μεγάλες αλήθειες που έχει μέσα στο βιβλίο. Επίσης με ξάφνιασε πραγματικά το μυστικό της μαύρης τουλίπας
Γράφει στο οπισθόφυλλο: «Η μαύρη τουλίπα κρύβει ένα μυστικό, αλλά μόνο εκείνη μπορεί να το ανακαλύψει. Ένα βιβλίο που ξαφνιάζει, ιδιαίτερο και σπάνιο όπως οι μαύρες τουλίπες».
Η γραφή της συγγραφέως απλή κατανοητή γεμάτη εικόνες και μεγάλες αλήθειες. Το ταξίδι που προσφέρει το βιβλίο είναι μαγικό. Η φιλία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Το συστήνω ανεπιφύλαχτα να διαβαστεί απ όλους.
Συγχαρητήρια στην Κάτια Στρατηγίου για το υπέροχο βιβλίο που έγραψε. Περιμένω με αγωνία το επόμενο δημιούργημά της.
Πάντα επιτυχίες!