ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 1η

   Γενάρης του 1995, Χειμώνας βαρύς και δύσκολο. Μόλις μπήκα σπίτι, αργά το μεσημέρι από τη δουλειά, λίγο πριν έρθουν τα κορίτσια μου από το σχολείο. Η Δανάη μου στο Γυμνάσιο και η Ζωή μου στο Δημοτικό! Πότε μεγάλωσαν, πότε έγιναν δεσποινίδες! Προσέχω το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων, καθημερινά γίνεται αυτό, για να ξέρω τα τελευταία γεγονότα. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία συνεχίζεται. Οι  ξένοι, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, ανέλαβαν να επιβάλουν την τάξη, για το καλό των λαών, λένε! Πόλεις βομβαρδίζονται, ολόκληρα χωριά αφανίζονται, οικογένειες αποδεκατίζονται, επικρατεί τρόμος. Θυμάμαι τη χώρα μια δεκαετία πριν, που είχαμε πάει εκδρομή. Πόση ομορφιά και ευημερία! Και πώς όλα έχουν ανατραπεί και βασιλεύει ο πόλεμος! Δίνω ιδιαίτερη προσοχή σε ανακοίνωση – έκκληση του Ερυθρού Σταυρού “παρακαλούνται οι ελληνικές οικογένειες που έχουν τη δυνατότητα, να δεχτούν παιδιά από την εμπόλεμη γειτονική χώρα, μέχρι τη λήξη του πολέμου”. Ξεχνάω τις δουλειές, το φαγητό, γυρίζουν στην καρδιά μου σαν κοφτερά μαχαίρια οι λέξεις και τα νοήματά τους. 

 Τα παιδιά μου έρχονται χαρούμενα από το σχολείο με τον μπαμπά τους. Με αγκαλιάζουν, μου λένε τα του σχολείου, δεν ακούω είμαι αφηρημένη, στον κόσμο μου. Ο Νίκος, ο άνδρας της οικογένειας,  με κοιτάζει αμίλητος, καθόμαστε για φαγητό, εγώ δεν μπορώ να φάω, αρχίζω όμως το παραλήρημα “τι θα λέγατε αγάπες μου να αποκτήσουμε ακόμη ένα παιδάκι, να το φροντίζουμε και να το αγαπάμε;” Οι κόρες μου παρατάνε το φαγητό κι αρχίζουν να χοροπηδούν, νομίζοντας για αδερφάκι όπως άλλωστε μας πίεζαν όλοι από την οικογένεια, να κάνουμε το τρίτο παιδί που ίσως είναι αγόρι! Ο Νίκος όμως με καρφώνει με το βλέμμα του, λέγοντας πως είχε πληροφορηθεί δυο μέρες πριν, του πέρασε η σκέψη, αλλά δεν ήξερε πώς να μου το πει, γιατί δεν έχουμε βοήθεια και οι υποχρεώσεις στην εργασία και των δύο είναι πάρα πολλές. Τον αγκαλιάζω και συμφωνούμε με τα μάτια. Εξηγούμε στα παιδιά τι συμβαίνει, πόσο τυχεροί είμαστε που έχουμε ειρήνη, πρέπει να βοηθήσουμε ένα από αυτά τα άτυχα παιδιά που στη χώρα τους γνωρίζουν τη δυστυχία και την καταστροφή. Η Δανάη μου καταλαβαίνει περισσότερα και συγκινημένη ομολογεί πως η φιλόλογός τους δύο μέρες πριν τους δίδαξε την “Ειρήνη” του Γιάννη Ρίτσου και συζήτησαν τα σχετικά. Η Ζωή ακούει με προσοχή και με μια φωνή αναφωνούν “αν μας δώσουν παιδί, θα το αγαπάμε, το υποσχόμαστε”. 

 Οι μέρες περνούν, κάνουμε αίτηση, στέλνουν Ερυθροσταυρίτες να ελέγξουν την οικογενειακή μας κατάσταση, το περιβάλλον. Συζητούν μαζί μας και μας ανακοινώνουν πως σε μια βδομάδα θα φιλοξενήσουμε ένα κοριτσάκι δέκα χρονών. Ανυπομονούμε να το δούμε, έχω όμως και μεγάλη αγωνία, αν θα μπορέσει να προσαρμοστεί εύκολα. Μας συγκεντρώνουν και μας δίνουν οδηγίες. Ο καθένας παίρνει έναν φάκελο με τα στοιχεία του παιδιού που θα φιλοξενήσει, απαραίτητη η επικοινωνία με κοινωνική λειτουργό, με παιδοψυχολόγο, με τους υπεύθυνους του Δήμου και του Ερυθρού Σταυρού. Μια μέρα πριν, μπαίνω στη Μητρόπολη της πόλης, στον ιερό ναό της Παναγίας και προσεύχομαι να μου δώσει δύναμη να φανώ άξια του ρόλου μου, τα κορίτσια και ο Νίκος περιμένουν και ανυπομονούν!
     Ποτέ δε θα ξεχάσω τη μέρα που συνάντησα τη Μάγια, το δεκάχρονο κατάξανθο κορίτσι από την εμπόλεμη περιοχή της  Ποντγκόριτσα. Ένα παιδί με λίγα προσωπικά πράγματα, που μου κάρφωσε την ψυχή με τα μελαγχολικά του μάτια! Την αγκαλιάζω,  τη φιλώ, τρίτο παιδί μιας οικογένειας χαμένης στη δίνη του πολέμου! Είναι  λιγομίλητη και θλιμμένη, δεν μπορώ να ξέρω τι σκέφτεται για μένα, όμως σίγουρα αισθάνεται φόβο για το τι θα αντιμετωπίσει και νοσταλγία για τη δική της οικογένεια. Μπαίνουμε  σπίτι, κάθεται στον καναπέ του καθιστικού, δεν τρώει και δε μιλάει Ελληνικά, με πιάνει φόβος. Τι θα κάνει με τα παιδιά μου, πώς θα συνεννοηθούμε, πώς θα προσαρμοστεί; Της χαρίζω ένα αρκουδάκι, κάτι σαν υποδοχή, της δίνω καινούρια ρούχα, την παροτρύνω να κάνει ένα μπάνιο και να δει το δωμάτιό της. Υπακούει με αδιαφορία. Σε λίγο ήρθαν τα κορίτσια μου και ο Νίκος. Αρχίζει να χαμογελά, δόξα σοι ο Θεός, είπα και έστρωσα τραπέζι, το πρώτο μας γεύμα, μέσα Γενάρη περίπου. Άρχιζε μια νέα δοκιμασία, όχι τόσο εύκολη, αλλά αισθανόμουν ικανοποίηση που ένα παιδί είχε ξεφύγει από τον μοχθηρό πόλεμο και ήταν ασφαλές στο περιβάλλον μιας οικογένειας, που ζούσε ειρηνικά...

 Οι επόμενες μέρες είναι διάστημα προσαρμογής, αλλά ευτυχώς η Ζωή και η Δανάη μου την προσέχουν, της κάνουν τα χατήρια, προσπαθούν να επικοινωνήσουν, της αγοράζουν πράγματα και αρχίζουν να της ετοιμάζουν τα γενέθλιά της. Ναι, στις 10 Φλεβάρη στα γενέθλιά της οργανώνουν μια γιορτή, με πολλά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, με δώρα και ξεφάντωμα. Η Μάγια ξεχνιέται και χοροπηδά, ώσπου ένα τηλεφώνημα, αυτό της μητέρας της για ευχές, της θυμίζει μνήμες και τη μεταφέρει στην πραγματικότητα. Απομονώνεται και αρχίζει να κλαίει, το πάρτυ συνεχίζεται, προσπαθούν να την επαναφέρουν, αλλά μάταια. Και σαν φεύγουν οι καλεσμένοι, τα τρία κορίτσια κι εγώ με το Νίκο ανοίγουμε τα δώρα που της φτιάχνουν ξανά το κέφι. Τα δέκατα γενέθλια της Μάγιας έχουν τελειώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο!

Ο πόλεμος συνεχίζεται , η επικοινωνία με την οικογένεια που ευτυχώς είναι όλοι καλά επίσης, οι έλεγχοι από τους αρμόδιους συχνοί , η Μάγια τώρα χαμογελάει, ταξιδεύει μαζί μας, την παίρνουμε στις διακοπές και τα ταξίδια μας. Συχνά λέει στα κορίτσια μου (έχει μάθει σχεδόν Ελληνικά) και σε μας πόσο μας αγαπάει, μας είναι ευγνώμων, ώσπου φτάνει το τέλος του Καλοκαιριού και του πολέμου στην πατρίδα της! Επτά μήνες μετά μαθαίνουμε πως αυτά τα παιδιά πρέπει να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και μας πιάνει κατάθλιψη. Πάνω που τη συνηθίσαμε, να μας φύγει! Αλλά έτσι έπρεπε. Κάνουμε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτυ, με πολλές εκπλήξεις και δώρα. Στον αποχαιρετισμό όλα τα παιδάκια είναι χαρούμενα, εκτός από τη Μάγια που κλαίει, γιατί φεύγει! Δίνουμε όμως υπόσχεση να μη χαθούμε ποτέ. Περνούν πολλές μέρες, για να συνειδητοποιήσουμε το χωρισμό μας με τη Μάγια, όμως το καλό είναι πως ένας ακόμη καταστροφικός πόλεμος αποτελεί παρελθόν για την ανθρωπότητα, μέχρι τον επόμενο φυσικά.
Τα χρόνια περνούν, η Μάγια είναι ευτυχισμένη, η οικογένεια κάθε τόσο μας τηλεφωνεί, εκφράζει την ευγνωμοσύνη της και την υπόσχεση πως δε θα χαθούμε. Στην εποχή όμως της πανδημίας κάτι αλλάζει, αραιώνουν τα τηλεφωνήματα, τώρα η Μάγια εργάζεται ως νηπιαγωγός και έχει μια σταθερή σχέση με τον Γιόβαν, μένουν μάλιστα μαζί στην πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, την πανέμορφη Ποντγκόριτσα. Η Δανάη και η Ζωή θαυματουργούν στην Αθήνα κι εγώ με το Νίκο… συνταξιούχοι! Μετά το Πάσχα του 2022 έρχεται στο σπίτι ένας φάκελος, τον ανοίγω και διαβάζω. Είναι το προσκλητήριο γάμου, που μου στέλνει η Μάγια και παρακαλάει την οικογένεια να την τιμήσουμε. Η Μάγια νύφη! Συγκινούμαι, τηλεφωνώ στα κορίτσια, το λέω στο Νίκο. Πόσο εύκολα περνούν τα χρόνια! Αυτό το φοβισμένο δεκάχρονο πλασματάκι παντρεύεται! Θα πάω, έστω και με πανδημία, ετοιμάζω το ταξίδι, κυρίως όμως ετοιμάζω ένα λεύκωμα με όλες τις φωτογραφίες που βγάλαμε στο διάστημα που την είχα! Πώς το σκέφτηκες, το καλύτερο δώρο, μου λένε οι φίλες μου. Κλείνω εισιτήριο με αεροπορική εταιρία, μαζί μου θα έρθει και η Ζωή, η Δανάη έχει δυστυχώς υποχρεώσεις, ο Νίκος δε συμμετέχει σε αεροπορικές… διαδρομές. Ανυπομονώ να περάσουν οι μέρες, το λέω σε όλους, είμαι χαρούμενη, ανανεώνομαι ενδυματολογικά και αρχές Μάη να ‘μαστε με τη Ζωή στο αεροδρόμιο! Η μάσκα έχει σχεδόν καταργηθεί, με πιάνει φόβος μια και δεν έχω αρρωστήσει, φτάνουμε Κωνσταντινούπολη, εδώ με πιάνει μεγαλύτερος φόβος , όταν όμως προσγειωνόμαστε Ποντγκόριτσα έχω αγωνία να δω τη Μάγια μου!


Μας περιμένει με τη μητέρα της και τον Γιόβαν, μας αναγνωρίζει στις σκάλες του αεροπλάνου και τρέχοντας ρίχνεται στην αγκαλιά μου. Συγκινούμαστε, όλοι κλαίμε, ο χρόνος έχει σταματήσει, η Ζωή μάς επαναφέρει. Παίρνουμε τις βαλίτσες και τις βάζουν η Μάγια με τον Γιόβαν στο αμάξι τους. Η μητέρα της μας λέει σε όλη τη διαδρομή ευχαριστώ, οδηγεί η Μάγια, ζητώντας μου να πω αν είναι καλή οδηγός όπως εγώ. Πάλι συγκινούμαι, η διαδρομή είναι πανέμορφη, φτάνουμε στο πατρικό της σπίτι , όπου μας γίνεται θερμή υποδοχή! Είχα χρόνια να νιώσω τόση ζεστασιά. Στο τραπέζι πολλά φαγητά, στα μουσικά ακούσματα τα τραγούδια που αγαπώ! Είναι δυνατόν σε λίγους μήνες να έδωσα τόση αγάπη, σκέφτομαι, όμως τελικά τίποτα δεν πάει χαμένο σε αυτή τη ζωή, ό,τι δίνεις, παίρνεις! Είναι η παραμονή του γάμου κι όμως κάνουν τα πάντα, για να μας ευχαριστήσουν. Μας ξεναγούν στην πανέμορφη πόλη, με τα παραδοσιακά και τα μοντέρνα κτίρια, τα μνημεία, την παραμυθένια φύση, τους υπέροχους ανθρώπους! Τα θαύματα των ανθρώπων σε καιρό ειρήνης, με τον καταστροφέα πόλεμο παρελθόν και η ευτυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους!


Κι έφτασε η μεγάλη μέρα, αυτή που δύο νέα παιδιά επισημοποίησαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων την αγάπη και την απόφασή τους να περάσουν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους. Από το πρωί στο πόδι, για να είναι όλα τέλεια. Η Μάγια λάμπει στο κατάλευκο νυφικό της, έθιμα, κεράσματα, χοροί στο πατρικό κι έπειτα ο πολιτικός γάμος, αυτός πρώτος σε ένα υπέρλαμπρο κτίριο. Ακολουθεί ο θρησκευτικός και μετά οι ευχές και η δεξίωση. Είμαστε στο τραπέζι της οικογένειας, με την είσοδό μας ακούγεται το αγαπημένο μου τραγούδι “μη μου θυμώνεις μάτια μου”. Μου κόβονται τα πόδια, δακρύζω, αγκαλιάζω την κούκλα Μάγια, καλώ κοντά μου το σύζυγο πλέον Γιόβαν και τους δίνω τις ευχές και τις συμβουλές μου. Η μέρα προχωρά, είμαστε τα κεντρικά πρόσωπα της δεξίωσης, κάνουν τα πάντα, για να μας ευχαριστήσουν, μαζί μου τώρα δακρύζει και η Ζωή! Ο γάμος και οι τιμές τελειώνουν, ο χωρισμός δύσκολος, εκείνη είναι ευτυχισμένη, τρελαίνεται με τα δώρα κυρίως όμως με το άλμπουμ φωτογραφιών. Με βάζει να ορκιστώ πως θα ξανάρθω να βαφτίσω το παιδί της και με ευχαριστεί για όλα, κυρίως για την άνεση που αισθάνθηκε σπίτι μας ως φιλοξενούμενη στους μήνες του πολέμου. Παίρνουμε την πρώτη πτήση για Ελλάδα, στη διαδρομή περνούν τα πρόσωπα, τα γεγονότα, τα μέρη και όλα όσα έζησα και είδα σε δύο περίπου εικοσιτετράωρα. Η Ζωή μού λέει κι αυτή πως δε φανταζόταν τέτοια υποδοχή και φιλοξενία.
Οι μέρες περνούν, το Καλοκαίρι του 2022 μας χαρίζει όμορφες διαδρομές και εμπειρίες και στις αρχές του Φθινοπώρου έχω ένα τηλεφώνημα από εξωτερικό! Βλέπω πως είναι από Μαυροβούνιο, δεν ανήκει όμως στη Μάγια. Μιλάω και μου λένε πως είναι από την εκεί κρατική τηλεόραση και κάνουν ένα ρεπορτάζ για τα παιδιά που φιλοξενήθηκαν στην Ελλάδα το 1995. Δέχομαι με χαρά να μιλήσω, διευκρινίζω όμως πως ήμουν στη χώρα τους πριν τρεις περίπου μήνες στο γάμο του παιδιού. Μου απαντούν ότι κι αυτό το γνωρίζουν. Δύο μέρες μετά έρχονται στην πόλη μου. Κάποιοι τους συναντούν σε εξωτερικούς χώρους, εγώ τους καλώ σπίτι μου. Στήνουν το συνεργείο στο σαλόνι, τους διευκρινίζω πως η Μάγια δε φιλοξενήθηκε σε αυτό το σπίτι και κάποια στιγμή που μιλούσα γι’ αυτήν χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Ανοίγω και μπροστά μου η Μάγια με το λούτρινο αρκουδάκι, που της έδωσα τότε!
Έκπληξηηη! Ξεφωνίζει και επαναλαμβάνει μια φράση που έλεγα συχνά. Πέφτουμε η μια στην αγκαλιά της άλλης, το ρεπορτάζ συνεχίζεται, είναι η μεγαλύτερη έκπληξη που μου έχει συμβεί. Η Μάγια κρατάει το αρκουδάκι αγκαλιά, έρχεται και ο Νίκος, τα παιδιά μου είναι Αθήνα. Κάποια στιγμή τους κάνω βιντεοκλήση και όλοι μαζί ζούμε ξανά την ευτυχία! Παραγγέλνω φαγητό και καθόμαστε στο τραπέζι. Καθώς η μέρα προχωράει η συγκίνηση γίνεται όλο και πιο έντονη. Μου λένε πως όλα αυτά θα παιχτούν στην κρατική τηλεόραση του Μαυροβουνίου και μετά θα μου στείλουν το υλικό. Πετάω από τη χαρά μου, αλλά μια ακόμη ευτυχισμένη και αναπάντεχη για μένα συνάντηση φτάνει στο τέλος της! Και φυσικά ακολουθεί λεπτομερής αναφορά στα κορίτσια μου.
Καθώς περνάει ο καιρός, αισθάνομαι όλο και πιο περήφανη για την πράξη μου αυτή και γιατί η Μάγια είναι τόσο ευαίσθητη και καλλιεργημένη. Τη θεωρώ κόρη μου, την αγαπώ, είμαι ευγνώμων απέναντι στην οικογένειά μου που την αγκάλιασε και στην οικογένειά της που ξέχασε τον πόλεμο και τη μεγάλωσε με αγάπη και αρχές. Περιμένω με αγωνία να δω τι έχουν καταγράψει οι ρεπόρτερς, ποτέ δε θα ξεχάσω την έκπληξη που μου έκανε η Μάγια με το αρκουδάκι αγκαλιά στην πόρτα και φυσικά έχω υποσχεθεί να βαφτίσω το μωρό της, όταν αυτό με το καλό έρθει στον όμορφο αυτό ειρηνικό κόσμο μου!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το διήγημα βραβεύτηκε στο 13ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ για το 2023 και αφιερώνεται σε όλες τις οικογένειες Ελλήνων, που φιλοξένησαν παιδιά από τη Γιουγκοσλαβία το έτος 1995, ενώ η χώρα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση.