Ένα έργο μιας ξεχασμένης Ελλάδας, ενός ξεχασμένου τόπου , κάποιων ξεχασμένων ανθρώπων.
Αυτή η αφήγηση αποτελείται από ένα αλλιώτικο ουράνιο τόξο όπου στις δέσμες του στριφογύριζαν σαν σε καλειδοσκόπιο εκείνες οι καταχθόνιες ,μισαλλόδοξες, κτηνώδεις, βρόμικες, άδικες, παρασιτικές, ηλίθιες, κοντόφθαλμες, υποκριτικές, ύπουλες, κουτοπόνηρες, διεστραμμένες, άπληστες, αδηφάγες, ξετσίπωτες, αιμοβορικές, λάγνες, ανελέητες, ανήθικες, δύστροπες, εκδικητικές, ποταπές, δολοφονικές, εθελοδουλικές, πρόστυχες, ταπεινωτικές, μωροφιλόδοξες, ζηλόφθονες, ωφελιμίστικες, ιδιοτελείς, θρασύδειλες, εμπαθείς, χυδαίες και δόλιες πράξεις των ανθρώπων.
Και ο Δάκος εκστατικός στεκόταν ακροατής αυτής της απαγγελίας των ανυπόφορων χρωμάτων και ντροπιασμένος ένιωθε επειδή δεν μπόρεσε να αφηγηθεί όλες τις αποχρώσεις της ζωής, μα, πάλι, πως να το κάνει αφού δεν τις χωρούσε τόσες πολλές ο νους του κι ούτε κανενός άλλου ο νους τις χωράει ,μα είχε παρηγοριά τη βεβαιότητα πως ό,τι παρέλειψε να αφηγηθεί θα ξεμπρόστιαζε η ζωή σε μια άλλη εκδοχή της και μ΄ έναν άλλο τρόπο κάπου αλλού, κάποτε…

Αχόρταγος μποέμ, άδολος εγωιστής, ερωτύλος τολμηρός ,υπηρέτης των ενστίκτων, που έζησε το τερπνό κακό, βούτηξε στον χείμαρρο των συνηθισμένων ανηθικοτήτων, που παρέσυρε τις ψευδαισθήσεις της καλαισθησίας και πιάστηκε με τον γρίφο τι είναι αληθινά όμορφο, το κάλλος ή η αιτία του ,το άνθος ή το μαύρο χώμα που το γεννά ,ένας λύκος της στέπας, ο Δάκος, πασχίζει να αποχτήσει πλούτο κι ηδονές καταφεύγοντας στην υπερβολή , στον κυνισμό, στην εκμετάλλευση και την ασέβεια, σοκάροντας τους ηθικολόγους ,αναγκάζεται να εγκαταλείψει το χωριό του το Λάδωμα ,με τους αποβλακωμένους συγχωριανούς ,επειδή… ήταν λίγο περισσότερο ανήσυχος και εκδικητικός.
Η περιπλάνησή του και η προσπάθειά του να τα βγάλει πέρα, τον φέρνουν αντιμέτωπο με την οικογένεια των Παράδων, ένα πανίσχυρο ”τζάκι” της πόλης Αψόφου και του χωριού Λάδωμα, παλιάνθρωποι και διεστραμμένοι πολιτικάντες, θεομπαίχτες του μοναστηριού του Αγίου Θεράποντος, αρχαιοκάπηλοι, καταπατητές γαιών και των ανθρωπίνων παθών, καταστροφείς των ενστίκτων, νοσηροί και ψευδεπίγραφοι. Στον αγώνα αυτό ο Δάκος συνεπικουρείται από απρόσμενους συντρόφους : την ερωτικά κολασμένη ,πρόστυχη, λάγνα και διεστραμμένη Πούσι ,που ξελόγιαζε κι εκπόρνευε ενηλίκους και ανηλίκους, τον κερατωμένο σύζυγό της Λάπενα, μεγάλο χασισέμπορα, λαθραλιέα, λαμόγιο, μέθυσο, γλείφτη ,υποκριτή, στερημένο πουτανιάρη, τοπικό παράγοντα και τρεις ερωτύλους καλόγηρους, ενώ οι Παράδες ,μια μεγάλη αδίστακτη πολιτική «οικογένεια», «παλιές πουτάνες», που έχουν την υποστήριξη του ηγούμενου του τοπικού μοναστηρίου ,των ρουφιάνων , των δήθεν ηθικολόγων ,των σφογγοκωλάριων και των μεγαλοπαραγόντων.


Ο Δάκος πρωτοστάτησε σε κείνη την κακομαθημένη κι αδέξια ομάδα ,μια «συμμορία» φτωχοδιαβόλων, κείνο το αληταριό των γελοίων ,κείνη την λίγκα των ευγενών αγροίκων ,που φτιάξανε στο Λάδωμα, αυτοί, οι πολιτισμένοι αγροίκοι ,που καλά κάνανε κι αφήσανε τα ένστικτα να σκηνογραφήσουν την όπερα της ζωής τους, μα το κάνανε με λάθος τρόπο , μοιράσανε ρόλους αρπαχτικούς ,φορτώσανε τα ένστικτά τους με παραπανίσιο βάρος , τα εκπολιτίσανε ! Αφήσανε τις ανάγκες να οδηγούν τις παρορμήσεις τους , ξεχνώντας ότι αυτές δεν είναι ανθρώπινες ανάγκες μα κάτι αλλιώτικες, μασκαρεμένες και δόλιες , που τις δουλεύουν άλλοι για λογαριασμό τους , γιατί έχουν δικούς τους σκοπούς , δικές τους αξίες να συντηρήσου. Κι έτσι γινήκανε ένα με αυτούς, κι αυτοί κοράκια που κατασπαράξανε την καθαρότητα των ενστίκτων. Τι μέγα κι αδιόρθωτο λάθος αυτό!
Οι κεντρικοί ήρωες της Λίγκας των ευγενών αγροίκων κυνηγηθήκανε και σκορπίσανε, για τα καταστροφικά γεγονότα που τους προκάλεσε μια παρεξηγημένη πραγματικότητα και άλλοι χαθήκαν , άλλοι φυλακίστηκαν και άλλοι περιπλανήθηκαν με σάπια εμπορικά καράβια , κοινώς σκυλοπνίχτες, άλλοτε ναυαγοί στον Ινδικό Ωκεανό, άλλοτε στον αχανή Ατλαντικό Ωκεανό, άλλοτε στα πέρατα του κόσμου, και άλλοτε στους φορολογικούς παράδεισους στα εξωτικά νησιά Κεϊμάν και στις νήσους Καμόρες!!
Αγροίκοι και χαμένα κορμιά εξ ορισμού ήτανε η Λίγκα των ευγενών , άρα ξανά στο τέλος θα χάνονταν .Κι έτσι έγινε. Χάθηκαν. Όλοι τους. Η Πούσι είχε μετατρέψει το συνουσιάζεσθαι σε τεχνολογία αιχμής, διαθέσιμη μα αζήτητη, κι έψαχνε που θα την εφαρμόσει. Η Πούσι άνοιξε τα μπούτια κι ανασήκωσε τη λεκάνη στην καθιστή θέση της, τάχα να ταχτοποιηθεί στο καθισιό της καλύτερα, μα για να δείξει αχνά στο βάθος των μηρών, καλοξυρισμένο περιποιημένο και δεν εφόραγε τίποτα ότι σ’ επιφυλακή βρισκόταν πάντα, ήξερε πώς να φερθεί στον Πιόνη. Η Πούσι είχε διαπράξει ύβρη, αξιολόγησε το μουνί της περισσότερο απ΄ όσο του άξιζε, βάζοντάς το πάνω και υψηλότερα απ΄ την ανθρώπινη μικροψυχία, την οποία υποτίμησε περιφρονητικά. Μα η μικροψυχία του στενόκαρδου λογιστή Πιόνη αποδείχτηκε τρανότερη απ΄ τα ερωτικά χαϊδέματα και τους πρόδωσε όλους στους Παράδες. Κι έτσι παραδοθήκανε , αντί στα σαλόνια, στα σαγόνια των Παράδων, προσφάι ευκολοχώνευτο, αφού οι κοζανόστρηδες αυτοί είχαν φάει πολλούς σαν κι αυτούς κι ακόμα σκληρότερους…


Ο έμπειρος δημοσιογράφος και συγγραφέας Αχιλλέας Φακατσέλης, με το μυθιστόρημά του ”Η Λίγκα των Ευγενών Αγροίκων”, περιγράφει παραστατικά και γλαφυρά τις μικρότητες, τους συμβιβασμούς ,τα δίκτυα των πελατειακών σχέσεων, που στήθηκαν από το κράτος των νικητών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις περιπέτειες που καλούνταν να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες νέοι σε περασμένες δεκαετίες. Περιγράφει την επαρχιακή ελληνική μεταπολεμική κοινωνική κινητικότητα και την αστυφιλία ,σκιαγραφεί με τα μελανά χρώματα μιας καθυστέρησης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής, αναδεικνύει την οικογενειοκρατία, τις παθογένειες μιας μικρής και κλειστής κοινωνίας που δεν θέλει να δει τις συναλλαγές κάτω από το τραπέζι, τους εκβιασμούς, το ξέπλημα του χρήματος και των πόθων των ανθρώπων, τα σκάνδαλα που κρύβονται επιμελώς, τα αδιαφανή συμφέροντα της φαμίλιας, τις βρόμικες τράπεζες, την λάμψη του πλούτου που αποκρύπτει τη λαμογιά, τον γήινο πλούτο του θεϊκού βασιλείου, το σύνδρομο της εξ επαγωγής αίγλης των κατώτερων ανθρώπων που νιώθουν σπουδαίοι όταν υπηρετούν σπουδαίους, την εθελοδουλία, τους ντόπιους γλείφτες, αυτοί που κουβάλαγαν στους ώμους τους δυνάστες, τα δίποδα πλάσματα που ΄χαν τη φτώχεια για αδυναμία αντί για δύναμη εξεγερτική και φορτώνονται αυτοί τις συνέπειες απ΄ τις απάτες σε βάρος τους κι όχι εκείνοι που τις διέπρατταν, το δικαίωμα στην πληροφόρηση που ήταν σαν και τις εκλογές , ένα άλλοθι για να ΄κονομάνε οι κλεφταραίοι, οι Παράδες που ήταν διαβασμένοι , ξέρανε ότι έτσι διαιωνίζονται οι εξουσίες, με αίμα δικαίων και αδίκων, την εκδούλευση στο διεφθαρμένο παπαδαριό, την αρχαιοκαπηλία και την θήρευση ενάλιων αρχαίων μπροστά στα μάτια των λιμενικών, τους χωριαταραίους που΄ ζεχναν βαρβατίλα κι είχαν ποθήσει το κορμί της Πούσι μα’ κείνη τους περιφρόνησε , κρατώντας τη λυτρωτική μοιχεία και τον ένοχο πόθο στο ύψος που τους αρμόζει, τις μεσιτείες, τους κολασμένους παράδεισους της μαστούρας ,τα χασίσια, τα σταφ, την κοκαΐνη, τις πουτάνες, τις στριπτιζούδες, τις σέξι συνοδούς, την μοιχεία, την ανδρική πορνεία, την ομοφυλοφιλία, την ετεροφυλοφιλία, τις ανταλλαγές συντρόφων ,τους σαδιστές, τους παιδεραστές, τους γυμνιστές και ομοφυλόφιλους καλόγερους , τις λυκοφιλίες, την κομματική υποταγή, τους παλιανθρώπους ,τους θεομπαίχτες, τους διεστραμμένους των πολιτικών κύκλων, τους πρωταγωνιστές των παγκόσμιων εγκλημάτων και των γενοκτονιών , τους λευκούς με τη μαύρη τους ψυχή, τους καταστροφείς των ενστίκτων, τους καταπατητές των ανθρώπινων παθών, τις ξεπλένικες φιλανθρωπίες των δισεκατομμυριούχων, την ασυλία των αποπάνω που εφευρίσκουν νόμους όχι για να τιμωρούν το άδικο αλλά για να το θεμελιώνουν υπέρ τους, την Ιεραρχία και τις διαπλοκές με την πολιτική αφρόκρεμα, το αλισβερίσι κι οι δοσοληψίες της πλουτοκρατίας γης κι ουρανού κι άσε τη φτωχολογιά να ελπίζει και στα δυο, τον τυχοδιωκτισμό των μεγάλων και δυνατών του συστήματος και τέλος πολιτική και πολιτικοί , που τα χωράφια τους θύμιζαν λασπότοπο όπου απλώνουν ρίζες κι ευδοκιμούν λοβιτούρες, διγλωσσία, ασωτίες και ξεγελάσματα, ζιζάνια όλα της χλωρίδας των τελμάτων…


Ένα βιβλίο γεμάτο ζωντάνια, ζωή ,όμορφη μα άδεια, μια κοινωνία ηλιθίων, κάτι πουθενάδες του κοινωνικού περιθωρίου, ανθρώπινα σκουπίδια που με βλέμματα αντί για φωνή κουτσομπόλευαν την πλήξη τους, λαοκόντεια ερωτικά συμπλέγματα, ατελείωτες κομπίνες και σκάνδαλα της πολιτικής Φαμίλιας Α.Ε. , που θα σας συναρπάσει !!
Η ομορφιά του μυθιστορήματος έγκειται ακριβώς στη μεγάλη ποικιλομορφία , στον καθαρό λόγο , πινελιές ντοπιολαλιάς στο βιτριολικό χιούμορ , την οξεία ειρωνεία, την καλοδουλεμένη γλώσσα ,το πλούσιο πορνογραφικό περιεχόμενο και στο γεγονός ότι αφήνει “χώρο” στον αναγνώστη προκειμένου να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα από τις, συχνά, αινιγματικές, διηγήσεις του συγγραφέα. Εν κατακλείδι λοιπόν, αμφίσημα και πολυσήμαντα είναι τα πρωτοποριακά και σεξουαλικά τολμηρά κεφάλαια του Αχιλλέα Φακατσέλη. Απευθύνονται σε όλους τους σκεπτόμενους αναγνώστες προκειμένου να τους βάλουν σε σκέψεις και να τους κάνουν να αναρωτηθούν για πλήθος θεμάτων που σχετίζονται με τον ίδιο τον «έσω» άνθρωπο, την διεφθαρμένη πολιτική , τον παράνομο πλούτο, τα μοναστήρια της ακολασίας, τον θάνατο, τη ζωή , το αίμα και το σπέρμα, την κυνικότητα των καιρών, το δόγμα του σοκ, όπου έρχονται οι δυστυχίες κατά κύματα ,να μην προλαβαίνουν οι δυστυχούντες ν΄ αντιδρούν, την ανθρώπινη κτηνωδία και απληστία, το κτήνος που πρέπει να πεθάνει, αλλά και το νόημα της λογοτεχνίας γενικότερα. Ο συγγραφέας με λογοτεχνική δεινότητα απορρίπτει τις συμβάσεις και τις προκαταλήψεις της κοινωνίας όπου ζει αλλά και των δικών του ανθρώπων. Δημιουργεί έναν ανελέητο μηχανισμό αμφισβήτησης.
Τέτοια βιβλία, εκτός από το να διαβάζει κανείς καλή λογοτεχνία , βοηθούν αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο μας, να εξελιχθεί.
Η όψη μιας άλλης Ελλάδας που ίσως σάς φανεί και γνώριμη….
Ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, μια εξαιρετικά δυνατή ιστορία..
Πρόκειται για Αριστούργημα.


Γόνος αστικής οικογένειας των Ιωαννίνων, ο συγγραφέας Αχιλλέας Φακατσέλης εργάσθηκε ως δημοσιογράφος στην ιστορική ”Ελευθεροτυπία” και σε άλλες εφημερίδες των Αθηνών. Στη διάρκεια μιας τετραετούς περιόδου ανεργίας, μετέφρασε βιβλία και συνεργάστηκε με περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας. Σε ηλικία 62 ετών διέκοψε τη δημοσιογραφία, φιλοδοξώντας να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Κοινωνικά χειραφετημένος -οπότε και πολιτικά ανένταχτος-, περιπλανήθηκε ως νεολαίος, κι ενήλιξ αργότερα, στις… εύφορες κοιλάδες της εξωκοινοβουλευτικής αμφισβήτησης, ώστε ουδέποτε έδρεψε καρπούς κομματικής υποταγής.