Ονομάζομαι Έλλη Αθανασοπούλου, έχω σπουδάσει Ελληνική Φιλολογία και αυτήν την περίοδο ασχολούμαι με το μεταπτυχιακό μου πάνω στη Νεοελληνική Φιλολογία και Λογοτεχνία. Λόγω αυτού έχω καταπιαστεί ουκ ολίγες φορές με κριτικά και λογοτεχνικά θέματα καλούμενη να κρίνω και να πω τη γνώμη μου πάνω τόσο σε παλαιούς όσο και σε νεότερους λογοτέχνες δίνοντας το δικό μου στίγμα, τη δική μου ανάλυση σε λογοτεχνικά ζητήματα. Πάντα η λογοτεχνία και δη η πεζογραφία με γοήτευε από μικρό παιδί. Πάντα κι εγώ εξέφραζα τις σκέψεις μου πάνω σε χαρτί. Σπουδάζοντας, όμως την ίδια τη Λογοτεχνία αγάπησα ακόμα περισσότερο την κριτική και την επιμέλεια ενός κειμένου.

Έτσι, όταν έπεσε -διόλου τυχαία- στα χέρια μου το πρώτο ακόμη βιβλίο της Ιουλίας Ιωάννου, το διάβασα όλο απνευστί. Και λέω «διόλου τυχαία», καθώς με την Ιουλία Ιωάννου μας ενώνει ένας δεσμός. Ποιος είναι άραγε αυτός ο δεσμός; Είναι ένας δεσμός συγγενικός, ένας δεσμός που δεν προκαλεί μια σχέση υποκατάστατη και καταναγκαστική, αλλά μια σχέση ζωής, μεστή από αγάπη, τρυφερότητα, χαμόγελα και όνειρα. Η Ιουλία Ιωάννου είναι η θεία μου, η θεία Ιουλία, όπως την αποκαλώ εγώ. Είναι η γυναίκα του αδερφού της μητέρας μου, είναι αυτή η γυναίκα που μας έλεγε τα βιώματά της όντας μικρές με την ξαδέρφη μου τη Δήμητρα, τη μεγάλη κόρη της κάνοντάς μας ταυτόχρονα και τις δύο μπάνιο στο σπίτι της. Είναι αυτή η δυναμική γυναίκα που μας πήγαινε βόλτα με το αυτοκίνητο ως νέα οδηγός βάζοντας τέρμα τη μουσική για να μας κάνει το χατίρι, αυτή που μας διάβαζε παραμύθια και μας έλεγε ιστορίες φανταστικές και μη. Αυτή που είχε πάντα μέσα της καλά κρυμμένο το χάρισμα της γραφής και βλέπει τώρα εμένα και την κόρη της, δυο φιλολόγους να διαλέγονται και να συνδιαλέγονται με τα βιβλία της.

Και τώρα, από απόσταση χρόνου μου δίνεται η ευκαιρία να σκεφτώ μήπως μαζί με την μητέρα μου, η οποία με μύησε στη λογοτεχνία, στη γνώση και στα γράμματα ήδη από την παιδική μου ηλικία και αργότερα η θεία μου που μου έλεγε για τα κατά χρόνους επαγγέλματά της που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ερχόταν σε επαφή με τη γλώσσα και το γραπτό κείμενο, με ώθησαν υποσυνείδητα στο να αγαπήσω τη Λογοτεχνία και να τη σπουδάσω. Και στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τη θεία μου για όλες τις ωραίες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων και πολύ περισσότερο να της πω πως είναι μεγάλη μου τιμή και συγκινητική στιγμή ταυτόχρονα να βρίσκομαι εδώ και να μιλάω για το τελευταίο της βιβλίο τα Ασημένια Μάτια.

Πόσο αντικειμενικός μπορεί όμως να είναι κανείς υπό αυτές τις συνθήκες; Αυτός, λοιπόν ήταν και ο στόχος μου εξ’ αρχής, όταν μου προτάθηκε από τη θεία Ιουλία να μιλήσω για το νέο της βιβλίο. Θα μιλήσω, επομένως αντικειμενικά, τόσο ως φιλόλογος όσο κι ως απλή αναγνώστρια και όχι υποκειμενικά λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη αδυναμία και τη συγγενική σχέση. Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί ότι όποιος έχει διαβάσει τα δύο προηγούμενα βιβλία της το Έτσι ξαφνικά έγιναν όλα και τις Απώλειες και όποιος δεν το ‘χει κάνει τον προτρέπω να το κάνει, γίνεται φανερό ότι καμία απολύτως σχέση δεν έχει η γραφή της και το περιεχόμενο από τότε έως τώρα. Χωρίς να θέλω να υπονομεύσω τα δύο προηγούμενα βιβλία, τα οποία είναι εξαιρετικά, τα Ασημένια Μάτια ξεδιπλώνουν το συγγραφικό ταλέντο της Ιουλίας Ιωάννου και το οδηγούν σε ένα υψηλότερο επίπεδο. Θέτει η ίδια τον πήχη ακόμη πιο ψηλά και δείχνει στον αναγνώστη της την εξέλιξή της.

Η συγγραφική της πορεία οδηγείται σε άλλο επίπεδο και αρχίζει να διανύει άλλα μονοπάτια, μονοπάτια, ίσως πιο δύσβατα και απαιτητικά, αλλά ταυτόχρονα πιο δημιουργικά, πράγμα λυτρωτικό για τον αναγνώστη της. Έχοντας οδηγηθεί, λοιπόν προς αυτόν τον δρόμο εξαίρει τη φαντασία του αναγνώστη της μέχρι το σωστό σημείο, τη σωστή χρονική στιγμή και δίνει κομμάτια του συγγραφικού της παζλ ώστε να πλεύσει σιγά, αλλά σταθερά προς τη λύση. Τη στιγμή που η αγωνία κορυφώνεται, τότε ακριβώς μεταθέτει τον αφηγηματικό χρόνο με μαεστρία και με τη βοήθεια της εγκιβωτισμένης, αλλά και της αναδρομικής αφήγησης σε ένα καθησυχαστικό επίπεδο. Και αυτή ακριβώς η καινοτομία της είναι που κρατάει το ενδιαφέρον και την προσήλωση του αναγνώστη στο μυθιστόρημα και που τον κάνει να θέλει να το διαβάσει μονομιάς για να φτάσει στην κάθαρση και τη λύτρωση.
Τα Ασημένια Μάτια δεν είναι απλά ένα μυθιστόρημα με συχνή πλοκή, αρχή, μέση και τέλος. Είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο διαπλέκονται καλά ενωμένες η αλήθεια και η μυθοπλασία. Και είναι τόσο καλά προσεγμένο που ο αναγνώστης δε μπορεί εύκολα να διακρίνει τη μυθοπλασία και τη φαντασία από την πραγματικότητα. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η βάση γύρω από την οποία πλέκεται όλος ο μύθος έχει καλά βαλμένες τις ρίζες της σε πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις παρμένα από τη γύρω περιοχή και συγκεκριμένα από την περιοχή του Βλοχού.

Ακολουθώντας την αφήγηση της συγγραφέως μας, οι ήρωές της εντάσσονται χρονικά στη μέση σχεδόν μίας προφητείας, η οποία μπορεί αρχικά να φαίνεται λυτρωτική για όποιον την εκπληρώσει, δεν παύει, όμως να κρύβει κινδύνους ενέχοντας την αποκάλυψη μίας κατάρας. Εκεί, λοιπόν που η μοίρα μας υπολογίζει για εμάς πριν από εμάς, εκεί που ο χρόνος τρέχει, εκεί που όλα μπορούν να συμβούν, εκεί ακριβώς έρχεται και η λύση και αποκαθίσταται η γαλήνη και η ηρεμία. Όπως, η ίδια η ηρωίδα, η Νίκη πολύ σωστά λέει:
“Είναι στιγμές που θέλω τόσο πολύ να εξαφανιστώ, να γίνω σκόνη και αέρας, να περιπλανηθώ πάνω από τη Γη, πάνω από την ψευτιά των ανθρώπων, τις υποσχέσεις που δίνουν με τόση ευκολία και τις δήθεν αγάπες. Πόσο εύκολα αγαπούν και ξεαγαπούν ορισμένοι άνθρωποι… Πόσο εύκολα ξεχνούν κρυμμένοι πίσω από την απόσταση και τη σιωπή… Το εύκολο στη ζωή είναι να παραιτηθείς, να μην παλέψεις για να κατακτήσεις ό,τι αγαπάς, ό,τι περισσότερο ποθείς. Το δύσκολο είναι να διεκδικήσεις, να κερδίσεις με την αξία σου αυτό που λαχταρά η ψυχή σου. Η λογική και το συναίσθημα δεν είχαν ποτέ καλές σχέσεις. Πάντα η μία αντιπάλευε το άλλο, πάντα τα επιχειρήματά της ήταν σαφώς πιο τεκμηριωμένα έναντι του ευαίσθητου αντιπάλου της. Κι όμως τώρα πια ξέρω πως καμία λογική δε μπορεί να με κάνει να νιώσω καλύτερα ή να βιώσω διαφορετικά την απόρριψη, την παραίτηση, την εγκατάλειψη. Δεν γίνεται ένας άνθρωπος που σου έδειξε από την πρώτη στιγμή τόση αγάπη και τόσο πάθος να θέλει να σε σκοτώσει τόσο εύκολα αφήνοντάς σε χωρίς ούτε μία εξήγηση“.

Μέσω της Νίκης η Ιουλία Ιωάννου δείχνει το ρόλο του ανθρώπου σε σχέση με τη μοίρα. Η μοίρα είναι προκαθορισμένη για τον καθένα, είναι αυτή που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα καταφέρει να οδηγήσει τον άνθρωπο σε προδιαγεγραμμένες συνθήκες, είναι αυτή που δείχνει το πόσο εφήμερος είναι κάποιος πάνω στη γη και όσο κι αν παλέψει στο τέλος τίποτα δεν αλλάξει. Ή μήπως όχι; Ή μήπως όλα μπορούν να αλλάξουν και να συμβούν; «Συν Αθηνά και χείρα κίνει», όπως πολύ σωστά έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και οι αρχαίοι θεοί που διαπλέκονται μαζί με τον καλόγερο στην προφητεία μην ξεχνώντας πως στην αρχαία Ελλάδα δεσπόζοντα ρόλο κατείχε το μαντείο των Δελφών του Απόλλωνα και οι χρησμοί του. Τι σχέση έχει, όμως μία προφητεία, η οποία πλανιέται στο σύμπαν αιώνες μη μπορώντας να βρει καταφύγιο εκπλήρωσης; Πώς το Μοναστήρι του Βλοχού και η γύρω του περιοχή εμπλέκονται σ’ αυτήν την ιστορία; Διαβάζοντας τα Ασημένια Μάτια δεν ευχαριστιόμαστε μόνο φαντασιακά, αισθητικά και λογοτεχνικά, αλλά οδηγούμαστε στην αναζήτηση της αλήθειας, στην πρώτη της πηγή και ακατέργαστη. Το μυστήριο που προκαλεί το μυθιστόρημα μας οδηγεί να αναζητήσουμε τις ρίζες της συγκεκριμένης προφητείας. Ακούγοντας ιστορίες από τις γιαγιάδες μας και τους παππούδες μας θυμόμαστε όλοι, άλλοι λίγο και άλλοι πολύ, ότι όντως η φήμη περί προφητείας και κατάρας τριγυρνούσε πάντα στο μυστηριώδες βουνό του Βλοχού. Η προφητεία αφορά έναν αθέμιτο θησαυρό.

Ανεβαίνοντας κανείς στο παρατηρητήριο που υπάρχει στο Μοναστήρι, εκεί όπου ανέβαινε ο Ντεμίρ μπορεί εύκολα να παρατηρήσει υπολείμματα κοχυλιών. Σύμφωνα με διάφορους μύθους, αιώνες πριν στην περιοχή εκείνη βρισκόταν η στάθμη της θάλασσας, η οποία στη συνέχεια υποχώρησε και μετά αφανίστηκε εντελώς. Όμως, τι συμβαίνει με την υποτιθέμενη σπηλιά του βουνού και πού αυτή οδηγεί; Μήπως είναι κάποιο μονοπάτι με τους κρυμμένους θησαυρούς; Πού αυτή καταλήγει και τι ενώνει; Και ποιος είναι τόσο ήρωας και ανιδιοτελής με όλη τη σημασία της λέξεως ούτως ώστε αν χρειαστεί να θυσιαστεί να το κάνει; Ποιος είναι αυτός που θα περάσει μέσα από τη σπηλιά και πού θα καταλήξει; Τι παθαίνει κανείς όντας άπληστος, φιλοχρήματος και μη διστάζοντας να θυσιάσει ακόμη και τους δικούς του ανθρώπους; Και όλα αυτά για ποιο σκοπό γίνονται; Το μυστήριο έρχεται να εμπλουτίσει η γνώση ότι όποιος βρει αυτόν τον θησαυρό, τον «μελετημένο» με την κακή έννοια, με την έννοια της κατάρας, τότε νομίζοντας ότι έχει πλουτίσει ένα μεγάλο δυσβάσταχτο κακό θα τον βρει. Είναι, όμως αυτά μόνο θεωρίες ή έχουν γίνει στην πραγματικότητα; Κι εδώ ακριβώς, δίνεται ο αναπάντεχος επίλογος από τη συγγραφέα. Ερωτήματα που βασανίζουν καθημερινά τους ανθρώπους, πλούτος, λεφτά, αγάπη, υγεία και πώς ο καθένας θέτει τις προτεραιότητές του έρχονται να σμίξουν και να συγχωνευθούν με τους θρύλους και τη θρησκεία. Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν περιμένουν ότι η ζωή τους θα έχει κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο από τη ζωή των συνανθρώπων τους εμφανίζονται για να αποδείξουν το αντίθετο.

Οι ήρωες της Ιουλίας Ιωάννου είναι τόσο καλά διαμορφωμένοι, τόσο αριστοτεχνικά γεννημένοι που δε διαφέρουν σε τίποτα από τον καθημερινό απλό άνθρωπο. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι; Είναι όλα πραγματικότητα ή ένα όνειρο; Ποιος είναι τόσο γενναίος και ικανός να πάει κόντρα στη μοίρα και στο τι αυτή ορίζει; Και μήπως η μοίρα, αυτή που άλλες φορές μας απογοητεύει και άλλες μας κάνει χαρούμενους είναι αυτή που περιπλέκει το νήμα της ζωής; Μήπως αυτή είναι που στο τέλος δικαιώνει τον καθένα δίνοντάς του ό,τι αξίζει; Και τελικά μήπως αυτή θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα που ο άνθρωπος νομίζει ότι έχει διαλέξει μόνος του; Τέλος, διαβάζοντας τα Ασημένια Μάτια σίγουρα θα καταλάβετε το παιχνίδι της μοίρας και πώς αυτή περιπλέκεται με τη φαντασία και το πραγματικό. Και είμαι ακόμη πιο σίγουρη ότι όλοι λίγο πολύ θα ταυτιστείτε με κάποια μορφή της προσωπικότητας των ηρώων είτε συλλογικά είτε μεμονωμένα ανιχνεύοντας τις δικές σας ανησυχίες και εξωτερικεύοντας τα δικά σας συναισθήματα.