Όταν διαβάζω ένα βιβλίο, μου αρέσει να διαβάζω πέρα και πάνω από το προφανές, να ψάχνω να βρω και να δω τι βρίσκεται πίσω από τις λέξεις, να ανακαλύπτω το βαθύτερο νόημα του βιβλίου, τα μηνύματα που ίσως θέλει να φέρει στην επιφάνεια ο συγγραφέας. Βυθίζομαι στα νοήματά του βιβλίου και έτσι απολαμβάνω σιγά σιγά το εκάστοτε ταξίδι που μου αποκαλύπτεται σελίδα τη σελίδα και πυροδοτεί τη φαντασία μου για το πώς θα εξελιχθεί η πλοκή.


Στο μυθιστόρημα «Στην αγκαλιά του Φθινοπώρου» της πρωτοεμφανιζόμενης Αναστασίας Δημητροπούλου συνάντησα μια ωριμότητα στη γραφή που με εξέπληξε, μια τεράστια δύναμη και δυναμική των λέξεων. Η συγγραφέας είναι μόλις είκοσι έξι χρονών και δείχνει τόσο ώριμη που σε εκπλήσσει. Σε πολλά κεφάλαια γράφει σε πρώτο πρόσωπο ως άντρας και καταφέρνει να αποτυπώσει τόσο ολοκληρωμένα και μεστά την αντρική ψυχολογία, τα συναισθήματα του άντρα, το πώς βιώνει ο άντρας τον έρωτα. Τον αληθινό έρωτα με τη σφοδρότητα των συναισθημάτων που τον ακολουθούν. Το ίδιο συμβαίνει και στα κεφάλαια που αναλύει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση την οπτική και τα συναισθήματα της γυναίκας.


Και αναρωτιέσαι πώς μπορεί να περιγράψει τόσο ολοκληρωμένα τον έρωτα, την αγάπη, το πάθος, τα συναισθήματα δύο ανθρώπων που ερωτεύονται βαθιά και αληθινά και κάνουν ό,τι περνά απ’ το χέρι τους για να υπερνικήσουν τα εμπόδια και να είναι μαζί. Ένα. Γιατί τι είναι ο έρωτας αν δεν είναι απόλυτο δόσιμο σώματος και ψυχής;


H γραφή της Δημητροπούλου αποτελείται ως επί το πλείστον από σύντομες και κοφτές φράσεις. Αυτό δίνει δυναμισμό στη γραφή της και γρήγορο ρυθμό στο μυθιστόρημα, γρήγορη ροή. Γυρνάς με βουλιμία τις σελίδες και πυροδοτείται το ενδιαφέρον σου για την εξέλιξη. Το κείμενο δεν μπάζει από πουθενά, δεν δημιουργούνται κενά στην ανάγνωση. Μέχρι και η δομή του είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε να απολαύσουμε την πλοκή και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.


Σε μια ενδεχομένως μη προσεκτική ανάγνωση ίσως κάποιος απλά σταθεί στο ότι το βιβλίο περιγράφει μια ερωτική ιστορία. Δύο ανθρώπων που ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Είναι τα ερωτήματα που σου δημιουργούνται διαβάζοντας, που σε κάνουν να αναρωτηθείς «Γίνεται να ερωτευτείς με μια ματιά; Και αν αυτό συμβεί, θα είναι πρόσκαιρο και θα ξεφουσκώσει γρήγορα ή θα έχει διάρκεια και θα αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του στις ψυχές του ζευγαριού;» Και όμως μπορεί να συμβεί, σύμφωνα με τους ήρωες της ιστορίας, την Ηρώ και τον Ιάσονα. Και οι δυο κουβαλούν πολλά τραύματα στην ψυχή τους. Δεν πολυπιστεύουν στον πραγματικό απόλυτα έρωτα αυτόν που συνθλίβει σώμα και ψυχή και τα κάνει ένα. Έχουν τους λόγους τους, που θα τους ανακαλύψετε διαβάζοντας. Μέχρι που συναντούν ο ένας τον άλλον και αρχίζουν να αναθεωρούν όσα πίστευαν ή όσα ζούσαν μέχρι τότε.


Εδώ οφείλω να σταθώ στα πολύ σημαντικά θέματα που θίγει η συγγραφέας για τα δύσκολα παιδικά χρόνια της Ηρώς και πώς αυτά σημάδεψαν την πορεία της και το πώς η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να κάνει έναν ευαίσθητο κατά βάθος και επιφανειακά σκληρό άντρα να λυγίσει και να τον στιγματίσει. Το μυθιστόρημα διέπεται από έναν αισθησιασμό και έναν ρομαντισμό και από δυνατές ερωτικές στιγμές χωρίς να γίνονται φθηνές ή χυδαίες. Αποδίδουν ερωτισμό, πάθος και σφοδρότητα συναισθημάτων. Δεν χρησιμοποιεί κλισέ η συγγραφέας για να εντυπωσιάσει ή να εκβιάσει το συναίσθημα και διαφοροποιείται έτσι το ανάγνωσμα από τη λεγόμενη «Ροζ αποχρώσεων λογοτεχνία».


Κάποιες φορές η γραφή μοιάζει ποιητική και διαφαίνονται οι προσωπικές σκέψεις της συγγραφέα. Οι χαρακτήρες είναι σύγχρονοι και εκτός από την εξωτερική τους εμφάνιση σκιαγραφείται όλος τους ο εσωτερικός κόσμος. Και αυτή είναι η μαγεία του βιβλίου. Έρωτας δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται αλλά κυρίως αυτό που υπάρχει μέσα στην ψυχή του ερωτευμένου. Βλέπουμε τα στάδια από τα οποία περνά ο έρωτας του Ιάσονα και της Ηρώς. Διά πυρρός και σιδήρου πολλές φορές και με πολλά εμπόδια και αναποδιές. Αλλά ποιος είπε πως σε μια σχέση όλα είναι πάντα ρόδινα; To παν είναι να καταφέρνεις πάντα να τα ξεπερνάς και ο έρωτας αντί να φθίνει να μεγαλώνει και να ισχυροποιείται.


Θα καταφέρουν αυτοί οι δύο άνθρωποι να διατηρήσουν ατόφιο το συναίσθημα του απόλυτου έρωτα καθώς περνά ο χρόνος, με πολλά εμπόδια, ίντριγκες που έρχονται στο δρόμο τους, λανθασμένες επιλογές πολλές φορές; Ο γάμος και η έλευση των παιδιών επηρεάζουν την καθημερινότητα του ζευγαριού, παραμερίζουν τον έρωτα; Kαι πώς μπορείς να τα διατηρήσεις όλα σε μια ισορροπία για να μη χαθεί το δυνατό αυτό συναίσθημα; Θα μπορέσουν η Ηρώ και ο Ιάσονας να συγχωρήσουν, να παραβλέψουν καταστάσεις; Kαρδιά ή λογική θα επικρατήσει στο τέλος;
Kαι γύρω από όλα αυτά, σαν ζωγραφικό φόντο το ερωτικό Παρίσι αλλά και μελαγχολικό ταυτόχρονα, και η βροχή και το Φθινόπωρο που έχουν τον συμβολισμό τους. Το κοσμοπολίτικο Ντουμπάι και η Σικελία με το πέτρινο αρχοντικό δίπλα στη θάλασσα δίνουν ένα ειδυλλιακό σκηνικό για να γεννηθούν δυνατά συναισθήματα και στον αναγνώστη αλλά και στους δύο κεντρικούς ήρωες.