Σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι αποφεύγουν να ρίχνουν γέφυρες και να δίνουν ο ένας χείρα βοηθείας, μα κυρίως αγάπης και εμπιστοσύνης, στον άλλον, σε καιρούς όπου η ψυχρή λογική επισκιάζει τον καρδιακό παλμό και τείνουμε να σχηματίζουμε όλο και μικρότερα πακέτα έτσι όπως κλεινόμαστε στο καβούκι μας, και αρέσουμε στους άλλους μονάχα όταν είμαστε κάτι, και κατά προτίμηση ό,τι σκοτεινότερο είναι οι ίδιοι, πρέπει να εστιάζουμε στις απλές καθημερινές χαρές. Σε αυτές που για καλή μας τύχη δεν εξιστορούνται από ανθρώπινα στόματα.

Ο άνθρωπος θα μπορούσε να ήταν πλήρης, όπως μια ελιά φυτεμένη σε παραθαλάσσιο παράδεισο, όπως μια αμυγδαλιά, την οποία αγκαλιάζει ένα σύντομο φθινόπωρο, ένας ψυχρός μα καθόλου υπερβολικός χειμώνας και έπειτα κανακεύει μια ταπεινή άνοιξη. Θα μπορούσε να είναι γέρικος, περήφανος πλάτανος στη μέση του πουθενά, μια συκιά που με τον γαλακτώδη καρπό της γλυκαίνει το τέλος του θέρους. Θα μπορούσε να ήταν συμβιβασμένος με τον τρόπο που ζει, και συνεπώς κάτοχος της ευτυχίας και κομιστής της αγάπης, όπως ακριβώς, τα δέντρα, που δεν είναι παρά το αμήν της φύσης και τα πιο τίμια από τα δημιουργήματα του Θεού. Θα μπορούσε να είναι αντικείμενο συζήτησης όλων των δέντρων, τα οποία πολλές φορές πάντοτε θα αποτελούν τους αόρατους συμμάχους του.

Στο νέο βιβλίο του Χρήστου Αναστασόπουλου, «Το δέντρο», των εκδόσεων Φιλύρα, πρωταγωνιστούν δέντρα με στωικές ανθρώπινες εκφράσεις, ακόπαστη ψυχοθεραπευτική ικανότητα, και τάσεις για διαρκή επικοινωνία κατά την οποία το πιο σημαντικό πράγμα από όλα, είναι να ακούς αυτό που δεν λέγεται με λέξεις. Στο γύρισμα των σελίδων η φύση είναι η υπογραφή του Θεού στα πράγματα, η φύση δεν είναι παρά ένας πολιτισμός διαφορετικός από τον δικό μας, η φύση είναι ένα ανοιχτό βιβλίο, στο οποίο ο άνεμος είναι μελάνι, κάθε φύλλο είναι μια φράση, κάθε κλαδί ένα κεφάλαιο και ο κορμός το προϊόν της έμπνευσης ενός χαρισματικού συγγραφέα.
Ακροπατώντας με περιέργεια σε σύντομα, συγκινητικά και βαθιά ανθρώπινα διηγήματα, που κάλλιστα θα μπορούσαν να ήταν ποιήματα αφιερωμένα στα δέντρα που συντρόφευσαν την παιδική μας ηλικία, που έθρεψαν μωρά και αποχαιρέτισαν κάθε λογής ψυχές, η φαντασία του αναγνώστη στρέφεται σε δυο χέρια που κλείνουν μες στην αγκαλιά τους έναν κορμό, στην αποπλάνηση της όσφρησης από το νοτισμένο ξύλο, στο γεγονός ότι στα αυτοτελή κείμενα του Χρήστου Αναστασόπουλου δεν είναι η φωνή που κυριαρχεί, μα το αυτί. Ένα αυτί που αφουγκράζεται τα βήματα μιας ευτυχίας, μιας αγάπης, μιας νοσταλγικής διάθεσης, μιας προσφοράς, και ενός ανεπιτήδευτου ρομαντισμού, που καμιά φορά κρύβεται στο άγνωστο.

Ο πεζός λόγος που ντύνει αυτό το βιβλίο, μοιάζει περισσότερο με αρχιτεκτονική ζωηρών συναισθημάτων, λιγότερο με εσωτερική διακόσμηση κι απέχει έτη φωτός από την ενοχλητική λεξιθηρία. Στα τρυφερά αυτά διηγήματα, η ευτυχία δεν είναι παρά το κεφαλόσκαλο για έναν έξυπνο άνθρωπο, μια κολυμβήθρα για έναν υπομονετικό, ο θησαυρός για τον ευγνώμονα και μια άβυσσος για ‘κείνον που δε θα πάψει να την αναζητά. Λένε πως η αν δεν εμφανιστεί η πνευματική δύναμη του συγγραφέα στο έργο του, τότε δεν έχει πετύχει τον σκοπό του. Η ψυχή του Χρήστου Αναστασόπουλου όχι μόνο διαθέτει δύναμη πνευματική, αλλά μοιάζει να ανακαλύπτει αλήθειες χρησιμοποιώντας γλώσσα εναργή που υποχρεώνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί, κατά τον Vladimir Nabokov, όχι με τους ήρωες, αλλά με το μυαλό που σκέφτηκε και συνέθεσε τις ιστορίες.

Και κάτι τελευταίο. Λένε πως κάτω απο τις ανθισμένες κερασιές δεν υπάρχουν ξένοι, λένε πως δεν είμαστε αχανείς δεξαμενές για να συσσωρεύουμε, αλλά κανάλια για να μοιραζόμαστε την αγάπη, την ευτυχία και το χαμόγελο που λαμβάνουμε απο τους άλλους, λένε ότι η μεγαλύτερη ευτυχία είναι η διαπίστωση ότι μας αγαπούν για ό,τι είμαστε. Αυτό που αληθινά ισχύει όμως, είναι πως ο άνθρωπος οφείλει να φυτέψει ένα δέντρο στη ζωή του, να βιώσει στιγμές που θα πάρει μαζί του, όπου και αν κάποτε πετάξει, να γράψει ένα βιβλίο τουλάχιστον, στο οποίο δεν θα είναι ο εμπνευσμένος, αλλά αυτός που εμπνέει. Με το συγκεκριμένο βιβλίο, ο Χρήστος Αναστασόπουλος τα πέτυχε και τα τρία.