Η πολυγραφότατη Ειρένα Ιωαννίδου – Αδαμίδου, με ένα ρομαντικό εξώφυλλο, σε μια προσεγμένη έκδοση από τις εκδόσεις Διόπτρα, επιστρέφει δυστυχώς για τελευταία φορά στα συγγραφικά δρώμενα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Κύπρο, στα δύσκολα χρόνια, από το 1924 μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, έως και το 1974 με την τούρκικη «εισβολή» .

«Ο Θόδωρος είναι ένας γοητευτικός νέος, εργατικός, πάντα γελαστός, με χρυσή καρδιά και πολλές επιτυχίες στο κόρτε με τα κορίτσια. Ωστόσο, εξαιτίας της περιορισμένης του μόρφωσης και του επιπόλαιου χαρακτήρα του, εξαρτάται απόλυτα από τον πατέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό του, που αρνούνται να τον κάνουν ισότιμο συνέταιρο στο οικογενειακό κατάστημα υφασμάτων. Ο Θόδωρος εργάζεται λίγο πολύ ως απλός υπάλληλος, παρότι, με τους γλυκούς του τρόπους, εκείνος φέρνει την περισσότερη πελατεία.
H Κατερίνα είναι μια όμορφη Ναπολιτάνα προσφυγοπούλα που έφτασε ορφανή στον τόπο τους, αλλά σύντομα ξεχωρίζει λόγω της μαεστρίας της στο βελόνι. Οι δύο νέοι δεν αργούν να ερωτευτούν και, σαν να το είχε υφάνει μια κακιασμένη μοίρα, η Κατερίνα μένει έγκυος
– γεγονός καταδικαστικό για το μέλλον της. Ο σκληρός πατέρας του Θόδωρου του απαγορεύει να την παντρευτεί, επειδή πιστεύει ότι η ξενομερίτισσα είναι «λίγη» για τον γιο του και αμφιβόλων ηθών.
Κάπως έτσι την εποχή του Μεσοπολέμου ξεκινάει να ξετυλίγεται ένα τόπι βελούδινου υφάσματος, όμορφο σαν τη ζωή, μα εύθραυστο και πολλές φορές απατηλό.»

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Καλογραμμένο, ευκολοδιάβαστο κοινωνικο-ιστορικό μυθιστόρημα, γεμάτο εικόνες από τις παραστατικές περιγραφές που δίνει η συγγραφέας, για τις ομορφιές της Κύπρου, για τις συνθήκες της ζωής τους, για τις θέσεις και στάσεις ζωής εκείνης της εποχής.
Συγκινεί η αναφορά στις χαμένες πατρίδες, στις πόλεις που τελούν υπό κατοχή, για την πανέμορφη Αμμόχωστο και τη ζωή που έσβησε στα παράλιά της. Η εσωτερική προσφυγιά και ο τρόπος με τον οποίο βίωσαν οι κάτοικοι την εγκατάλειψη της ζωής τους, της περιουσίας τους, των συνηθειών τους, των σπιτιών τους, το συναίσθημα να γνωρίζεις πως κατοικήθηκαν μεταγενέστερα από τους κατακτητές, αλλά και το πώς οι ελεύθερες πόλεις και οι κάτοικοι τους υποδέχτηκαν. Ο κατατρεγμός μιας παράλογης εισβολής και ένας ύμνος στους ήρωες και στις θυσίες που έκαναν για την ελευθερία τους.
Το έργο, εκτός από το αφηγηματικό κομμάτι, έχει πολλούς αληθοφανείς και καλογραμμένους διαλόγους, στοιχείο που προσδίδει ζωντάνια στο κείμενο. Και τα δύο, με την γραφή της Αδαμίδου, δημιουργούν έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη, ο οποίος συμπάσχει με τους ήρωες. Η συγγραφέας καταπιάνεται με την ανάδειξη αξιών όπως της φιλίας, της φιλοπατρίας, της ελευθερίας, της ειρήνης. Πρόκειται για ένα καλοδουλεμένο βιβλίο που συγκινεί τον αναγνώστη και του γνωστοποιεί τις μνήμες μιας ακόμη χαμένης πατρίδας.

«…Εγώ στα βραβεία δεν δίνω και τόσο μεγάλη σημασία. Είναι βέβαια μια ικανοποίηση, μα στην κονίστρα του σχολείου η νίκη δεν λογαριάζεται. Ο δύσκολος αγώνας γίνεται αργότερα, στη ζωή. Εκεί φαίνεται η πραγματική αξία των ανθρώπων. Αν παλέψουν με τα προβλήματα και τις δυσκολίες που θα συναντήσουν και καταφέρουν να βγουν νικητές, τότε κερδίζουν το μεγαλύτερο βραβείο…»

ufainontas oneira