Συγγραφέας του βιβλίου «Ασκίμ θα πει αγάπη» – Εκδόσεις «Ωκεανίδα»

Ένας μεταφυσικός θρύλος για τη Ραλλού και τον Ζαμίρ, ένα αντικείμενο (το ασκίμ), που «επειδή αποτελεί κομμάτι μιας δυνατής αγάπης, εμποτίζεται από τη δύναμή της…», αλλά και η επιθυμία της Μαίρης Κωνσταντούρου να περάσει το μήνυμα της δύναμης που έχουν η αγάπη και το ειλικρινές ενδιαφέρον για τον άλλον, κρύβονται στις σελίδες του βιβλίου «Ασκίμ θα πει αγάπη», που μας κερδίζει από την πρώτη του σελίδα. Η συγγραφέας, στην όμορφη συνέντευξη που παραχώρησε στο Vivlio-life το χαρακτηρίζει ως ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με ιστορικές αναφορές και φιλοσοφικές αναζητήσεις και μας εξηγεί πώς το υπέροχο νησί της Λέσβου – το οποίο γνώρισε στην εφηβεία της – έγινε τόπος έμπνευσης και οι φιλόξενοι κάτοικοι της Βατούσας φίλοι της.

Το μεταφυσικό στοιχείο είναι πολύ έντονο στο μυθιστόρημά σας. Γνωρίζοντας πως η έμπνευση είναι περίεργη καμιά φορά και διαφορετική από συγγραφέα σε συγγραφέα, πείτε μας πότε και πώς συναντηθήκατε μαζί της για τη συγγραφή του βιβλίου σας;


Νομίζω πως κατά βάθος όλοι έχουμε κάποιας μορφής μεταφυσικές ανησυχίες που μπορούμε να εντοπίσουμε στην καθημερινότητά μας. Ας πούμε η αίσθηση πως η ψυχή του νεκρού γονιού μας μένει δίπλα μας, το όνειρο που θέλει κάτι να μας πει ή οι προκαταλήψεις που συνειδητά ή υποσυνείδητα έχουμε εντάξει στη ζωή μας.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο πρώτα σκέφτηκα το μήνυμα που ήθελα να περάσω ‒τη δύναμη της αγάπης και της φιλαλληλίας‒ κι έπειτα αναζήτησα την έμπνευση που θα με βοηθούσε να χτίσω την ιστορία μου. Την ιδέα για τον μεταφυσικό θρύλο που χρησιμοποίησα ως βάση τη βρήκα κατά τη διάρκεια των διακοπών μου σ’ ένα όμορφο χωριό της Λέσβου, τη Βατούσα. Είδα τα απόκρημνα βράχια, το εγκαταλειμμένο αρχοντικό, το ιδιότυπο νεκροταφείο, το εντυπωσιακό σχολείο, και σιγά σιγά όλα αυτά συνδέθηκαν, ζωντάνεψαν και έγιναν τα θεμέλια που χρειαζόμουν για να στηρίξω τη μυθοπλασία. Αποκεί και πέρα, οι ήρωες πήραν τα ηνία και χάραξαν ο καθένας τον δικό του δρόμο.

Πίσω από την ιστορία σας υπάρχει ένας θρύλος που θέλει τη Ραλλού, μια νεαρή Ελληνίδα, και τον Ζαμίρ, έναν αλλόθρησκο Τούρκο, να ερωτεύονται παράφορα. Ένας έρωτας απαγορευμένος, που τελειώνει με έναν θάνατο αλλά και μια παρακαταθήκη. Ας ξεκινήσουμε με τον θρύλο. Μιλήστε μας γι’ αυτόν.


Όπως είπα, ο θρύλος είναι δική μου επινόηση. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στη Βατούσα. Τον έφτιαξα επειδή ήθελα μια αφετηρία, κάτι συγκλονιστικό που να αναδεικνύει τη συγκλονιστική δύναμη της αγάπης. Κάτι που να δώσει ψυχή και νόημα στο «ασκίμ». Το ασκίμ δημιουργήθηκε μέσα από χαρές, όνειρα, μοίρασμα, αίμα και δάκρυα. Κι η αγάπη από τέτοια υλικά δεν είναι φτιαγμένη; Προϋποθέτει ανιδιοτέλεια, νοιάξιμο, ξόδεμα, μέθεξη, θυσίες. Και είναι το μόνο διαχρονικό αποτύπωμα που αφήνουν οι άνθρωποι πίσω τους.

Ποια είναι η παρακαταθήκη και ποιους αφορά;


Δεν θα το χαρακτήριζα ακριβώς ως παρακαταθήκη. Θα έλεγα πως είναι ένα είδος χρέους απέναντι στον θησαυρό που αντιπροσωπεύει η αγάπη στη ζωή μας. Οφείλουμε να τον ανακαλύψουμε και να τον αξιοποιήσουμε με τον καταλληλότερο τρόπο. Να τον τιμήσουμε.

Οι ήρωές σας θεωρούν πως το ασκίμ έχει μαγικές ιδιότητες που μπορούν να τους καλυτερεύσουν τη ζωή. Περιγράψτε μας αυτό το αντικείμενο, το ασκίμ…


Το ασκίμ ουσιαστικά είναι μια απλή πέτρα από εκείνες που μπορεί κανείς να βρει άφθονες παντού. Πολλές οι πέτρες στη γη μας, πολλοί και οι άνθρωποι στη ζωή μας. Η ανιδιοτελής αγάπη, όμως, είναι σπάνια και δυσεύρετη και αυτό την καθιστά πολύτιμη. Το ασκίμ λοιπόν, επειδή αποτελεί κομμάτι μιας δυνατής αγάπης, εμποτίζεται από τη δύναμή της και διατηρεί ανεξίτηλα τα αποτυπώματά της. Μέσα από αυτό, η Ραλλού διατηρεί αθάνατη την ανάμνηση του Ζαμίρ και αντλεί τη δύναμη να συνεχίσει τη ζωή της που φαντάζει κενή και ανούσια μετά τον χαμό του. Είναι η πρώτη που πάνω στην αβάσταχτη θλίψη της αποδίδει μεταφυσικές ιδιότητες στο ασκίμ.

Πολλοί θα αναζητήσουν το ασκίμ, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ας αφήσουμε να διαπιστώσουν οι αναγνώστες αν κάποιος θα το βρει πριν από τον επίλογο. Εκείνο που θα θέλαμε να μάθουμε είναι σε ποιον από όλους τους λόγους που παραθέτετε αξίζει να εστιάσουμε την προσοχή μας.


Πιστεύω πως αξίζει να τους παρατηρήσουμε όλους προσεκτικά σε αυτή την αναζήτησή τους, που μπορεί μερικές φορές να ξεκινά με ιδιοτέλεια, αλλά στην πορεία κάποιοι φαίνεται να αντιλαμβάνονται την πραγματική αξία του ασκίμ και ό,τι αυτό συμβολίζει. Ακόμη και αυτοί που το ψάχνουν αναζητώντας να ικανοποιήσουν το ευτελές και το πρόσκαιρο της ματαιοδοξίας τους, έχουν να μας δώσουν το δικό τους μάθημα.

Ένας πλούσιος Τούρκος, μια μάγισσα, ένας τυχοδιώκτης και πολλοί άλλοι θα το αναζητήσουν με θεμιτούς ή αθέμιτους τρόπους. Ξεχωρίζω την Κρινάνθη γιατί ήθελε να ζητήσει από αυτό το μαγικό αντικείμενο να της φέρει πίσω τη μάνα που δεν γνώρισε. Μιλήστε μας γι’ αυτή.


Εννοείται πως και η Κρινάνθη έχει εγωιστικά κίνητρα όταν ξεκινά την αναζήτηση του ασκίμ, που όμως δεν πηγάζουν από ματαιοδοξία ή υλικά συμφέροντα. Αυτό που πραγματικά θέλει είναι να καλύψει το κενό που της δημιούργησε η απουσία της μητρικής αγάπης, να επουλώσει τις πληγές που άνοιξε η ίδια της η μάνα στην ψυχή της όταν την εγκατέλειψε ενώ ήταν ακόμα μωρό. Είναι μια αναζήτηση που προέρχεται από απελπισία και οδύνη.

Πόσο θα αλλάξει τη ζωή τους αυτή η περιπετειώδης αναζήτηση;


Ανάλογα με το κίνητρο και τον χαρακτήρα του καθενός θα είναι και η πορεία του. Άλλωστε όλοι στη ζωή μας δεν αλλάζουμε στην προσπάθειά μας να βρούμε την αληθινή αγάπη; Αλλιώς ξεκινάμε και διαφορετικά καταλήγουμε. Και μιλώ για όλες τις μορφές αγάπης ‒ μητρική, φιλική, ερωτική…

Λίγο πολύ όλοι μας ευχηθήκαμε κάποτε να βρεθεί μπροστά μας ένα «ασκίμ» που θα κάνει πραγματικότητα κάποιο όνειρό μας. Εσείς; Νιώσατε ποτέ αυτή την ανάγκη;


Ποιος δεν θα ήθελε να έχει τη δύναμη, αυτό το μαγικό ραβδάκι, που μπορεί να του πραγματοποιήσει κάποια δυνατή επιθυμία του; Υπάρχει άραγε άνθρωπος δίχως όνειρα κι επιθυμίες; Θα ήταν ψέμα αν έλεγα πως εγώ διαφέρω. Ας πούμε, θα ήθελα πολύ να είχα ένα ασκίμ όταν αρρώστησε η μαμά μου ή όταν τα παιδιά μου χρειάστηκαν βοήθεια που εγώ ήμουν αδύναμη να τους προσφέρω.

Ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο σας νιώθει πολλά από τα αντικρουόμενα συναισθήματα των πρωταγωνιστών σας, όπως απελπισία και ελπίδα, έρωτα και απώλεια, σπαραγμό και αισιοδοξία. Ποιο συναίσθημα θα θέλατε να τον προβληματίσει περισσότερο;


Όσο περισσότερα τον προβληματίσουν, τόσο το καλύτερο. Κανένα συναίσθημα δεν μπορούμε να αποφύγουμε στη ζωή μας, είναι νομοτελειακό να τα γευτούμε όλα. Καταλαβαίνω πως η απώλεια, η απελπισία ή ο σπαραγμός πονάνε πολύ και δεν θέλω να τα ευχηθώ σε κανέναν, ωστόσο έχουν κι αυτά να μας δώσουν σημαντικά μαθήματα. Μέσα από αυτά εξελισσόμαστε ως άνθρωποι.

«Στο τέλος ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει», διαβάζω… Άραγε παίρνει ό,τι του αξίζει ο καθένας από μας στην πραγματική ζωή;


Νομίζω πως λίγο ως πολύ ναι. Ωστόσο έχω διαπιστώσει πως ελάχιστοι έχουν τη διαύγεια και την αντικειμενικότητα να παραδεχτούν πως κάποια «άσχημα» έρχονται στη ζωή τους σαν τιμωρία ή σαν κάθαρση. Έχω συναντήσει ανθρώπους που αδίκησαν, που έκαναν συνανθρώπους τους να υποφέρουν, κι όμως, όταν ήρθαν αντιμέτωποι με κάποια γερή αναποδιά, είτε γκρίνιαξαν είτε προσπάθησαν να προσαρμοστούν μοιρολατρικά στα νέα δεδομένα, χωρίς να κάνουν ουδεμία αυτοκριτική. Και δεν μπορώ να κρύψω πως κάθε φορά που βλέπω κάτι τέτοιο, νιώθω μεγάλη απογοήτευση.

Αν σας ζητούσαμε να βάλετε μια ταυτότητα στο μυθιστόρημά σας, ποια θα ήταν αυτή; Και το ρωτώ αυτό γιατί έχει ερωτικά στοιχεία, σίγουρα έχει αστυνομική πλοκή, σαφώς και θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε κοινωνικό…


Εγώ το βλέπω ως ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με ιστορικές αναφορές και φιλοσοφικές αναζητήσεις.

Πιστεύω πως ο τίτλος του βιβλίου σας ήταν η ιδανική επιλογή. Μιλήστε μας γι’ αυτόν και πείτε μας αν υπήρξε και κάποια άλλη σκέψη πριν το βιβλίο πάει στο τυπογραφείο.


Ασκίμ θα πει αγάπη. Ήταν η πρώτη και μοναδική επιλογή μου, σχεδόν πριν ξεκινήσω τη συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος, γιατί μέσα σε τέσσερις λέξεις νιώθω πως κρύβεται το νόημα μιας ιστορίας 574 σελίδων. Άλλωστε αυτός ήταν κι ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο άρχισα να ξετυλίγω την πλοκή.

Ποιο είναι το χαρακτηριστικό αυτού του μυθιστορήματος που θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία του σελίδα, με δεδομένο ότι πρόκειται για ένα πολυσέλιδο βιβλίο;


Νομίζω πως βοηθάει το ότι προσπάθησα να δώσω ρεαλιστική διάσταση στους χαρακτήρες. Θέλω να πιστεύω πως ο αναγνώστης θα ταυτιστεί μαζί τους, ή με την αγωνία και τις ανησυχίες τους, και θα θελήσει να ανακαλύψει τι κατάφεραν και πώς κατέληξαν στο τέλος.

Διαβάζοντας, περπατάμε δίπλα δίπλα με όλους αυτούς τους φανταστικούς ήρωες στα γραφικά σοκάκια της Μυτιλήνης και παρατηρούμε τα παραδοσιακά πετρόχτιστα σπίτια της Βατούσας. Γεννηθήκατε και ζείτε στην Αθήνα. Ποια είναι η σχέση σας με το όμορφο νησί της Λέσβου και ειδικά με το γραφικό αυτό χωριό της;


Όντως γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, όμως όπως ήδη έχω πει, ανέκαθεν ένιωθα νησιώτισσα επειδή η μητέρα μου ήταν από τη Χίο κι εγώ ταυτίστηκα σε πολλά πράγματα μαζί της. Τη Λέσβο την πρωτογνώρισα στην εφηβεία μου, ένα καλοκαίρι που έκανα εκεί διακοπές με τον μπαμπά και τον αδερφό μου, και με μάγεψε από τότε. Αργότερα ξαναεπισκέφτηκα το νησί δυο τρεις φορές και άρχισα να δένομαι μαζί του. Στη Βατούσα έχει σπίτι μια πολύ καλή μου φίλη, η οποία με φιλοξένησε και μου γνώρισε το όμορφο χωριό της και τους φιλόξενους κατοίκους του.

Έτσι, λοιπόν, δικαιολογούνται οι υπέροχες περιγραφές του χωριού, του σχολείου, του εγκαταλειμμένου αρχοντικού. Θα μπορούσατε να ζήσετε για πάντα εκεί; Το έχετε σκεφτεί;


Για πάντα όχι, επειδή στην Αθήνα έχω τα παιδιά μου, την εγγονή μου, τους φίλους μου και τη δουλειά μου. Όμως άνετα θα μπορούσα ‒και θα το ήθελα‒ να έμενα για δυο τρεις μήνες το καλοκαίρι. Μάλιστα πρόπερσι που πήγα για τελευταία φορά, δεν σας κρύβω πως έψαξα να βρω σπίτι που να το ενοικιάζουν με τη σεζόν. Και μάλλον θα καταλάβατε πως δεν βρήκα κάτι, τουλάχιστον όχι στις δυνατότητές μου.

Οι φίλοι σας στο όμορφο αυτό χωριό γνωρίζουν για το βιβλίο σας; Πώς το υποδέχτηκαν;


Με πολλή αγάπη, όπως άλλωστε είχαν υποδεχτεί κι εμένα. Με είχαν βοηθήσει πριν από τη συγγραφή του, δίνοντάς μου πληροφορίες για την ιστορία της Βατούσας και της ευρύτερης περιοχής. Επίσης, με πολλή υπομονή μού έμαθαν λέξεις και φράσεις της ντοπιολαλιάς τους που τις χρησιμοποίησα στο βιβλίο.
Έπειτα, στην παρουσίασή του, μου έκανε την τιμή να χορέψει τοπικούς χορούς το χορευτικό του Συλλόγου Βατουσιανών, ενώ όσοι απ’ το χωριό το διάβασαν μου είπαν πως κατάφερα να μεταφέρω στις σελίδες του βιβλίου την ατμόσφαιρα και τη γραφικότητα του όμορφου τόπου τους μέσα από μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.

Έχετε σκεφτεί το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;


Ναι και το έχω ήδη ξεκινήσει. Αυτή τη φορά θα ξεφύγω από τα σύνορα της Ελλάδας. Εμπνεύστηκα από μια αληθινή ιστορία, τα συγκλονιστικά γεγονότα της οποίας επηρέασαν ολόκληρη την Ευρώπη αιώνες πριν και ο απόηχός τους φτάνει μέχρι και στις μέρες μας.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Φτιάχνεις στο μυαλό σου ένα σκηνικό, μια φανταστική πραγματικότητα που θέλεις οπωσδήποτε να ζήσεις. Έπειτα παρακαλάς με όλη τη δύναμη της ψυχής σου να γίνει το θαύμα και να υλοποιηθεί η ευχή σου. Κι έρχεται αυτή η μέρα. Όμως αυτά που ονειρευόσουν δεν μπορούν να σταθούν μόνα τους. Χρειάζονται έναν διάκοσμο για να αναδειχθούν. Αλλά εσύ ξέχασες να οραματιστείς αυτόν τον διάκοσμο. Έτσι το όνειρό σου χάνει τη μαγεία του…
Η Έλλη, ο Δημήτρης, η Κρινάνθη, η Έσμα, ο Όμηρος…
Όλοι τους αποφασισμένοι να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Όλοι χαμένοι σε ένα άνισο παιχνίδι με τη ζωή, έχοντας ερήμην τους συμπαίκτη τον θάνατο. Κι εκεί κοντά τους να ακούγεται ψιθυριστή η φωνή της αγάπης. Στοιχειωμένη από μια προδοσία που δεν ξεχάστηκε ποτέ… Από μια Δευτέρα που αρνήθηκε να έρθει… Από αίμα που ποτέ δεν στέγνωσε… Και ο ψίθυρος γίνεται κραυγή. Όμως και πάλι, λίγοι είναι αυτοί που θα μπορέσουν να ακούσουν το μαγικό κάλεσμά της. Λίγοι θα καταλάβουν πως… Ασκίμ θα πει αγάπη!

Βιογραφικό

Γεννήθηκα στην Αθήνα, όμως πάντα νιώθω νησιώτισσα και διατυμπανίζω πως είμαι από τη Χίο, το νησί της μητέρας μου. Οι γονείς μου ήταν δυο υπέροχοι άνθρωποι… το καλύτερο πρότυπο που θα μπορούσα να έχω.
Τα παιδικά μου χρόνια, ανέμελα κι ευτυχισμένα, με εφοδίασαν με τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής μου. Η περίοδος της εφηβείας μου, γεμάτη υπαρξιακούς προβληματισμούς και αναποτελεσματικές επαναστάσεις, με πέρασε γλυκά κι ανώδυνα στον περίπλοκο κόσμο της αμφισβητούμενης ωριμότητας.
Τα μάτια μου παρέμειναν ίδια, όμως άλλαξε σημαντικά ο τρόπος που κοιτάζουν. Η φωνή μου υπερασπίζεται πάνω κάτω τα ίδια πράγματα, ωστόσο απέκτησε άλλο πάθος και διαφορετική χροιά. Τ’ αφτιά μου, πάντα τεντωμένα, κέρδισαν την ικανότητα να ακούν και όσα αποφεύγουμε -ή και φοβόμαστε- να ομολογήσουμε. Τα χέρια μου αγγίζουν την επιφάνεια, όμως έχουν πια τη δύναμη να αισθάνονται το βάθος των πραγμάτων. Και η γεύση μου έμαθε να ξεχωρίζει την αληθινή νοστιμιά της αλήθειας από την παραπλανητική απόλαυση του ψεύδους.
Τώρα πια μπορεί να ακούγονται ωραία όλ’ αυτά, όμως οφείλω να ομολογήσω ότι πλήρωσα ακριβά τα μαθήματα που με βοήθησαν να περάσω στην τάξη των “μυαλωμένων ενηλίκων”, των αξιοσέβαστων “μεγάλων”. Κι είναι πολλές οι φορές που με πιάνει η ακατανίκητη επιθυμία να γυρίσω το χρόνο πίσω, να ξαναβρεθώ στην αθώα εποχή της ευπιστίας και του ονειροπολήματος…
Μοιραία, κάποια στιγμή άρχισα να γράφω. Στην αρχή ημερολόγιο, έπειτα σκέψεις, αργότερα αναλύσεις συναισθημάτων και συμπεριφορών. Η Έκθεση ήταν το αγαπημένο μου μάθημα κι εγώ η αγαπημένη των φιλολόγων μου. Έκανα όνειρα για μένα κι οι καθηγητές μου στοιχημάτιζαν πάνω μου. Τους έβγαλα ασπροπρόσωπους όταν πέρασα στη Φιλοσοφική, αλλά τους απογοήτευσα οικτρά όταν παράτησα τις σπουδές μου για να παντρευτώ. Ωστόσο, κράτησα πάντα σαν εραστή μου τη λογοτεχνία. Συνέχισα να γράφω και εργάστηκα ως μεταφράστρια βιβλίων για πάνω από δώδεκα χρόνια. Κι όταν ο γάμος μου τελείωσε, έκανα την κίνηση να αποτυπώσω τις εμπειρίες μου στο χαρτί. Έτσι, δημιουργήθηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα, “Όταν οι Γυναίκες Τολμούν”, κι έτσι βρήκα το δρόμο που πάντα γύρευα. Μέχρι τότε, δεν πίστευα ότι θα διεκδικούσα ποτέ τον τίτλο του “συγγραφέα”, όμως η αγάπη μου για το γράψιμο και τα απίθανα σενάρια που συνθέτει καθημερινά η ίδια η ζωή με παροτρύνουν να μπερδεύομαι κάθε τόσο με τις νεράιδες και τους δράκους, τους όμορφους πρίγκιπες και τις καλοσυνάτες δεσποσύνες των παραμυθιών που συντροφεύουν αέναα και πεισματικά την ενηλικίωσή μας.