Κανένα άλλο έργο της γαλλικής γραμματείας δεν έχει προκαλέσει τόσα σχόλια, τόσες αντιπαραθέσεις, κανένα άλλο δεν απωθήθηκε τόσο ολοκληρωτικά και δεν επανήλθε στο προσκήνιο τόσο πανηγυρικά, ξανά και ξανά.
Διαβολικό, ιδιοφυές, βλαπτικό, πνευματώδες, ανήθικο, ψυχωφελές, έξυπνο, ειδεχθές, επικίνδυνο, μοναδικό είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που συνοδεύουν την πορεία αυτού του περίφημου έργου στους δύο αιώνες που ακολουθούν (κυκλοφόρησε το 1782). Κάποιοι έφτασαν μάλιστα μέχρι το σημείο να κατηγορούν τον Λακλό, και άλλοι να τον επαινούν, ότι με το βιβλίο του, τρόπον τινά, υποκίνησε τη Γαλλική Επανάσταση, έτσι όπως εμφάνιζε την αριστοκρατία της εποχής, οκνηρή, ανηλεή και διεφθαρμένη. Το βιβλίο αυτό είναι μια κοινωνική καταγραφή των ηθών της αριστοκρατίας του 18ου αιώνα. Οι αριστοκράτες ήρωες του Λακλό πλήττουν θανάσιμα μέσα στην τρυφηλή τους ζωή, επιδιδόμενοι σε ένα ανελέητο κυνηγητό της καρδιάς και της σάρκας, χωρίς να γνωρίζουν ότι ζουν το λυκόφως της ακμής τους…


Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που αποτελείται από 175 επιστολές, χωρίς αφηγηματικό μέρος. Είναι το είδος μυθιστορήματος που αποκαλείται «επιστολικό» ή «επιστολογραφικό». Το μυθιστόρημα από απόψεως μορφής, είναι η ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα κυρίως σε δύο διεφθαρμένους εραστές, αλλά πέραν τούτου, διακρίνεται η καυστική σάτιρα του Παλαιού Καθεστώτος.
Πρόκειται για ένα δράμα εποχής που καταγράφει το «παιχνίδι της ζωής» ως παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου. Είναι ένα ερωτικό παιχνίδι που καταστρέφει τους παίχτες του.
Τρείς είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές: ο χωρίς συναίσθημα εραστής Υποκόμης ντε Βαλμόν, ένας Δον Ζουάν, που προσπαθεί να διασκεδάσει την ανία του. Η αναγεννησιακή, σεμνότυφη και θεοσεβούμενη Μαντάμ ντε Τουρβέλ, η ερωμένη του Βαλμόν και η σκληρή, διαβολική Μαρκήσια ντε Μερτέιγ, μια σατανική Εύα, μια γυναίκα πνευματώδης και διεφθαρμένη συνάμα, που δημιουργεί τις ίντριγκες και στερημένη από κάθε ίχνος ανιδιοτελούς τρυφερότητας σκορπίζει το θάνατο σε όσους τολμούν να την υπερκεράσουν και θέλουν να αφεθούν στην αγάπη και τον έρωτα.
Η Μαρκήσια ντε Μερτέιγ υπαγορεύει κυριολεκτικά στον Βαλμόν τα λόγια με τα οποία θα απορρίψει τον έρωτα της κυρίας ντε Τουρβέλ. Την ίδια ώρα του προτείνει να αποπλανήσει μια δεκαπεντάχρονη, την Σεσίλ ντε Βολάνζ ,που τίποτε δεν έχει δει, τίποτε δεν γνωρίζει, η οποία θα παραδοθεί αμαχητί, έτσι ώστε ο Βαλμόν να υπηρετήσει τα ιδανικά του έρωτα και της εκδίκησης. Η Σεσίλ παντρεύεται τον κόμη ντε Ζερκούρ, που μισεί η Μαρκήσια ντε Μερτέιγ και ο οποίος Ζερκούρ την επομένη του γάμου θα γίνει περίγελος των Παρισίων, αφού ο Βαλμόν θα έχει εκπαιδεύσει αυτό το κουτό και αισθησιακό κοριτσόπουλο…


Η σχέση της Μαρκήσιας ντε Μερτέιγ με τον Βαλμόν, είναι μια ανεπανάληπτη και μοναδική σε βάθος και ένταση σύζευξη ερωτικού πάθους και επιθυμίας για έλεγχο και εκμηδένιση του άλλου, ένας ακήρυχτος πόλεμος που δεν υπακούει σε κανένα μοντέλο κοινωνικής σύμβασης. Οι θεωρίες της Μαρκήσιας ντε Μερτέιγ περί ερωτικής ελευθερίας, στοχεύουν στην απόλαυση. Αλλά μέσα στην δράση των επικίνδυνων σχέσεων δεν υπάρχει απόλαυση.
Ο Βαλμόν από την άλλη, συγγράφει ό ίδιος τις επιστολές της Σεσίλ προς τον ερωτευμένο Ντανεσί, ελέγχοντας έτσι, εκτός από το κορμί της, και το μυαλό της. Η χειραγώγηση περνάει μέσα από τις λέξεις πριν καταλήξει στα σώματα.
«Οι επικίνδυνες σχέσεις» είναι η αφήγηση μιας ίντριγκας. Πίσω από την ίντριγκα υπάρχει μια προσπάθεια ενδοσκόπησης του ανθρώπου.
Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται το πάθος και ταυτόχρονα το αγνοεί. Μόνο που το πάθος εμφανίζεται, ο έρωτας της κυρίας ντε Τουρβέλ, η οποία αποφασίζει να εγκαταλειφθεί στον έρωτα του Βαλμόν, να αποδεχθεί δηλαδή εντός της την ιδέα ότι τον αγαπά. Το πάθος του Βαλμόν για εκείνη ελέγχεται πάντα. Ένα παιχνίδι που παίζεται με μέτρο την ματαιοδοξία και την σεξουαλική επιθυμία. Τα πρόσωπα συγκρούονται. Τα δύο κύρια πρόσωπα του έργου δημιουργούν μια μυθολογία της θέλησης και του ερωτισμού που είναι το ισχυρότερο μέσο δράσης τους. Το ερωτικότερο πρόσωπο, η Μαρκήσια ντε Μερτέιγ, έχει και την ισχυρότερη θέληση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο εμπνευστής του παιχνιδιού είναι μια γυναίκα.


Η πρωτοτυπία του βιβλίου συνίσταται στο μέσον του καταναγκασμού: δεν είναι πια η ισχύς αλλά η πειθώ. Το ψεύδος είναι το λεπτότερο μέσο καταναγκασμού: η δράση πάνω σ΄ ένα μέρος του πνεύματος κάποιου προσώπου.
Το παιχνίδι είναι απλό: χρειάζεται μόνο ψέματα, απάτες και απιστίες. Οποιαδήποτε αμαρτία επιτρέπεται, αρκεί να «πετύχει» το στοίχημα που βάζει η πλούσια και διεφθαρμένη Μαρκήσια ντε Μερτέιγ με τον νεαρό Υποκόμη ντε Βαλμόν, και αφορά την αποπλάνηση μιας αθώας κοπελίτσας. Κανείς από τους δύο, όμως, δεν έχει λογαριάσει την απρόσμενη παρουσία της γοητευτικής Μαντάμ ντε Τουρβέλ, η ομορφιά και η αρετή της οποίας θα κάνουν τον Βαλμόν να αναθεωρήσει τα «πιστεύω» μιας ολόκληρης ζωής…
Πόσο επικίνδυνος είναι τελικά ο έρωτας;
Είναι ένα παιχνίδι στρατηγικής, τακτικής, ολοκληρωτικής επίθεσης ή κλειστής άμυνας;
Πόσο καλά μπορούμε να παίξουμε αυτό το παιχνίδι και να αποφύγουμε τους κινδύνους, όταν πρυτανεύουν το φλογερό πάθος, η απεγνωσμένη ανάγκη και η επιθυμία που κοχλάζει;
Και τι μπορούμε να μάθουμε για τον ίδιο μας τον εαυτό αν δοθούμε ολοκληρωτικά σε αυτό το πάθος;


«Οι επικίνδυνες σχέσεις» του Σοντερλό ντε Λακλό είναι αναντίρρητα ένα από τα επιτεύγματα της γαλλικής λογοτεχνίας, μα ταυτόχρονα κι ένα από τα πιο επιδραστικά κείμενα της παγκόσμιας γραμματείας. Προκλητικό διανοητικά και ηθικά, θαυμαστά επίκαιρο και σκανδαλωδώς απολαυστικό, διαβάζεται σήμερα σαν να γράφτηκε μόλις χθες -αν όχι αύριο…


Ο ΠΙΕΡ ΑΜΠΡΟΥΑΖ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΣΟΝΤΕΡΛΟ ΝΤΕ ΛΑΚΛΟ (1741-1803) είναι διάσημος για το επιστολικό μυθιστόρημα ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, που δημοσίευσε με τεράστια επιτυχία το 1782. Θεωρείται περίπτωση σπάνια στην ιστορία της γαλλικής γραμματολογίας, ενώ συχνά τον συνέκριναν με τον Μαρκήσιο ντε Σαντ σε επίπεδο σκανδαλολογίας. Αξιωματικός του πυροβολικού στο επάγγελμα, υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στα τέλη του Επταετούς Πολέμου (1756-1763). Η λογοτεχνία ήταν μια παρέκκλιση για εκείνον, μολονότι έτρεφε μεγάλες φιλοδοξίες, όπως «να γράψει ένα έργο έξω από τα συνηθισμένα, που θα έκανε πάταγο και το οποίο θα επιζούσε του δικού του θανάτου». Το κατάφερε με τις ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, που μεταφέρθηκαν τόσο στο θέατρο το 1985 (από τον Κρίστοφερ Χάμπτον) όσο και στον κινηματογράφο με μεγάλη επιτυχία το 1989 (από τους Στίβεν Φρίαρς και Μίλος Φόμαν)· το κατάφερε όμως και ως στρατιωτικός: ασχολούμενος συστηματικά με τη βαλλιστική, θεωρείται ο εφευρέτης της σύγχρονης οβίδας του πυροβολικού. Ο Λακλό έχει στο ενεργητικό του ως συγγραφέας και σειρά από ποιήματα, καθώς και ένα λιμπρέτο για μια όπερα ξεχασμένη σήμερα. Πέθανε από ελονοσία ή δυσεντερία το 1803 στην Ιταλία. Λέγεται πως ο τάφος του βανδαλίστηκε και τα οστά του ρίχτηκαν στη θάλασσα.