Συγγραφέας του βιβλίου «Η Αρβανίτισσα δασκάλα» – Εκδόσεις «Ωκεανός»

Μανδρίτσα. Κάποτε αριθμούσε 3.500 Αρβανίτες κατοίκους και έσφυζε από ζωή, σήμερα οι Βούλγαροι που ζουν στο χωριό-φάντασμα δεν ξεπερνούν τους 20. Σ’ αυτόν τον όμορφο τόπο μας ταξιδεύει με το νέο του μυθιστόρημα ο Σίμος Κερασίδης. Εκεί μας περιμένει η «Αρβανίτισσα δασκάλα» του, που ερχόμενη στον κόσμο, κόντεψε να πεθάνει αλλά σώθηκε από νεαρό συγχωριανό που τη «νεροβάφτισε». Κίνητρο για τη συγγραφή του νέου του βιβλίου, η θλίψη των ανθρώπων που βίωσαν τον εκπατρισμό δυο φορές. Όπως λέει στο Vivlio-life o συγγραφέας «Οι περήφανοι κάτοικοι της Μανδρίτσας δέχτηκαν με στωικότητα την τραγική μοίρα τους. Δεν είχαν τις δυνάμεις να πράξουν αλλιώς. Το ίδιο βίωσαν και οι περήφανοι Έλληνες της Μικρασίας τον καιρό της Καταστροφής, όπως αργότερα και οι Πόντιοι. Οι αίτιοι αυτών των τραγωδιών –από την ελληνική πλευρά- είναι γνωστοί τοις πάσι».

Το πρώτο που έκανα διαβάζοντας το οπισθόφυλλο του βιβλίου σας ήταν να αναζητήσω πληροφορίες, για τη Μανδρίτσα. Το χωριό που μας ταξιδεύετε μέσα από το νέο σας βιβλίο. Περιγράψτε μας αυτόν τον τόπο, στο χρόνο που τοποθετήσατε το μυθιστόρημά σας.
Κυρία Τσακίρη, σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας.
Τον καιρό που διαδραματίζεται η πλοκή της «Αρβανίτισσας δασκάλας», τέλη του 19ου αιώνα και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού, η Μανδρίτσα είναι μία γραφική κωμόπολη στην τουρκοκρατούμενη Βόρεια Θράκη. Πλάι της περνά ο Ερυθροπόταμος. Κατοικείται από Αρβανίτες που κατάγονται από την Ήπειρο. Οι Αρβανίτες είναι Έλληνες, απόγονοι αρχαίων Ιλλυριών και Πελασγών, και Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Η Μανδρίτσα έχει δύο εκκλησίες, τον Άι-Δημήτρη και την Αγία Κυριακή. Τα σπίτια της είναι τριώροφα και διώροφα ένεκα του ότι οι περισσότεροι κάτοικοί της είναι εκτροφείς μεταξοσκώληκα και τα ισόγεια χρησιμοποιούνται γι’ αυτόν τον σκοπό. Έχει τρία σχολεία, Αστική Σχολή Αρρένων, Παρθεναγωγείο και Νηπιαγωγείο, όπως και Μαιευτική Κλινική.

Η ιστορία της θλιβερή. Το πέπλο της θλίψης που την περιβάλλει κρύβεται πίσω από τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;
Θα μπορούσα να το πω κι έτσι, επειδή κίνητρό μου για τη συγγραφή του βιβλίου υπήρξε η θλίψη που προσέλαβα από φίλο μου, απόγονο Μανδριτσιωτών, καθώς αφηγείτο την περιπετειώδη ζωή των προγόνων του. Οι Αρβανίτες ιδρυτές της Μανδρίτσας βίωσαν τον εκπατρισμό δύο φορές. Την πρώτη, πριν μερικούς αιώνες, διώχτηκαν από τους Τουρκαλβανούς από τις Ηπειρώτικες γενέτειρές τους (Μοσχόπολη, Βυθκούκι…), τη δεύτερη φορά, στη δεκαετία του 20ού αιώνα, από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες από την Δυτική Θράκη (Μανδρίτσα και άλλες κωμοπόλεις και χωριά). Στη Θράκη βρέθηκαν πριν μερικούς αιώνες, όταν ο σουλτάνος Σελίμ αναζήτησε σ’ όλη την Οθωμανική επικράτεια σπουδαίους κτίστες να κτίσουν το παλάτι του στην Αδριανούπολη –τότε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Μίσθωσε Αρβανίτες της Ηπείρου και ικανοποιήθηκε τόσο πολύ από την τέχνη τους, που τους παραχώρησε κομμάτια γης στη Θράκη να χτίσουν χωριά και να εγκατασταθούν εκεί.

Από μια ανεπτυγμένη οικονομικά ελληνική κωμόπολη η Μανδρίτσα βρέθηκε στη νότια Βουλγαρία. Πώς δέχτηκαν οι περήφανοι κάτοικοί της την απόλυτη ανατροπή στη ζωή και την ιστορία του τόπου τους; Τι προκύπτει από την έρευνά σας;
Οι περήφανοι κάτοικοι της Μανδρίτσας δέχτηκαν με στωικότητα την τραγική μοίρα τους. Δεν είχαν τις δυνάμεις να πράξουν αλλιώς. Το ίδιο βίωσαν και οι περήφανοι Έλληνες της Μικρασίας τον καιρό της Καταστροφής, όπως αργότερα και οι Πόντιοι. Οι αίτιοι αυτών των τραγωδιών –από την ελληνική πλευρά- είναι γνωστοί τοις πάσι.

Η ηρωίδα σας η Λευκή «γεννιέται χλωμή κι ετοιμοθάνατη», γράφετε. Μιλήστε μας γι αυτό το κορίτσι και την οικογένειά της.
Η Λευκή, κεντρική ηρωίδα, και η οικογένειά της είναι φανταστικοί χαρακτήρες. Την (τους) δημιούργησα αφ’ ενός να δώσω ζωντάνια στην αναφορά και περιγραφή των ιστορικών γεγονότων, αφ’ ετέρου ν’ αποφύγω την ανάμειξη πραγματικών προσώπων για ευνόητους λόγους. Είναι κόρη εκτροφέα μεταξοσκώληκα και εγγονή προεστού της Μανδρίτσας. Παρ’ ότι, ερχόμενη στον κόσμο, κόντεψε να πεθάνει, σώθηκε την τελευταία στιγμή από νεαρό συγχωριανό που τη «νεροβάφτισε» βουτώντας την στον Ερυθροπόταμο. Εξελίχθηκε σε κορασίδα με έμφυτη ενόραση και έσωσε τους συγχωριανούς της από πολύ δυσάρεστες καταστάσεις. Κατόρθωσε να γίνει δασκάλα για να μορφώσει τα άβγαλτα κορίτσια της Μανδρίτσας.

«Την σώζει από βέβαιο θάνατο ο δεκατριάχρονος γείτονάς της Αντζελής, βουτώντας την αντί για αεροβάπτισμα στο αναζωογονητικό νερό του ποταμού Κιζίλ Ντερέ…». Το αεροβάπτισμα ήταν αρκετά διαδεδομένο στο παρελθόν. Ποιοι το αποφάσιζαν και ποια ήταν η διαδικασία που ακολουθούσαν;
Το αεροβάπτισμα το αποφασίζει η εκκλησία σε περίπτωση που η ζωή του νεογνού βρίσκεται σε κίνδυνο. Μπορεί να το κάνει οποιοσδήποτε Χριστιανός. Σηκώνει το βρέφος στον αέρα τρεις φορές και λέει διαδοχικά σε κάθε ανύψωση: «βαπτίζεται ο δούλος του Θεού» λέει το όνομα, «εις τ’ όνομα του Πατρός», τη δεύτερη φορά: «και του Υιού», την τρίτη: «και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν». Στη συνέχεια λέει το «Δι’ ευχών…»

Η Λευκή σας θα σωθεί αλλά μεγαλώνοντας θα κληθεί να αντιμετωπίσει την αποστροφή συγγενών και συγχωριανών επειδή θα ερωτευτεί «τον Γκριγκόρ, Βούλγαρο και γυιό μισητού αρχι-κομιτατζή». Πόσο θα συμπαθήσουμε ή θα αντιπαθήσουμε αυτόν τον χαρακτήρα;
Ο αναγνώστης συμπαθεί από την αρχή τον νεαρό Βούλγαρο Γκριγκόρ επειδή, παρ’ όλο που ο πατέρας του είναι στυγερός κομιτατζής (στην αρχή καμουφλαρισμένος σε έμπορο σουσαμιού), εκείνος δείχνει στην Λευκή την απέχθειά του για τις πεποιθήσεις του γονιού του.

Θα καταφέρει το μίσος που χωρίζει τις δυο οικογένειες να μαράνει ένα δυνατό έρωτα;
Όχι! Η αποστροφή του Γκριγκόρ αποδεικνύεται περίτρανα προς το τέλος της πλοκής όπου τα αλλεπάλληλα γεγονότα δείχνουν όχι μόνο ότι είναι αντίποδας του μισητού πατέρα του αλλά… και κάτι άλλο πιο σημαντικό!…

Σύμφωνα με τον τίτλο του βιβλίου η Λευκή θα γίνει «Η Αρβανίτισσα δασκάλα». Θα κατορθώσει τελικά «να μορφώσει τις άβγαλτες Αρβανίτισσες κορασιές της κώμης της»;
Ναι! Θα γίνει περιζήτητη δασκάλα και θα βγάλει από το τέλμα τους τις νεαρές άβγαλτες κορασίδες της Μανδρίτσας.

Η λέξη κομιτατζής(δες) είναι γνωστή, κυρίως, σε όσους έζησαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Μιας και είναι πιθανότατα λίγοι οι εκπρόσωποι της νέας γενιάς που τη γνωρίζουν, αναλύστε μας τον όρο.
Οι κομιτατζήδες ήταν βουλγαρικά αντάρτικα σώματα. Είχαν κρυφές διαταγές από το κράτος τους να βουλγαροποιήσουν όλους τους «Ρωμιούς» της περιοχής. Αν δεν το κατόρθωναν, έπρεπε να τους σφάξουν ή να τους διώξουν από τη Θράκη για να κατέβει η χώρα τους στο Αιγαίο.

Τι μαθαίνουμε από την ιστορία αλλά κυρίως από τους απλούς ανθρώπους που σας μίλησαν για τις ανάγκες του μυθιστορήματός σας για το κεφάλαιο της ιστορίας που μιλά για τον εκπατρισμό των Μανδριτσιωτών;
Ομολογώ ότι από την Ιστορία δεν έμαθα τόσα πράγματα όσα από τα στόματα των πληροφορητών και από τα πολύτιμα βιβλία μερικών Αρβανιτών σχετικά με τη ζωή, τα ήθη κι έθιμα, και τον θλιβερό εκπατρισμό των κατοίκων της Μανδρίτσας.

«Δυτική Θράκη! Ρωμιοί και Αρβανίτες! Νεότουρκοι και Βούλγαροι! Θρακικός Αγώνας! Βαλκανικοί Πόλεμοι!». Κεφάλαια που καταπιάνεστε στο βιβλίο. Ποιο από αυτά πιστεύετε πως «αδικήθηκε» από την καταγραφή της επίσημης ιστορίας;
Είναι πασιφανές ότι αδικήθηκαν οι Αρβανίτες Ρωμιοί και οι απλοί Ρωμιοί που αναμείχθηκαν στους πολέμους που αναφέρετε, ενώ Νεότουρκοι και οι Βούλγαροι υποστηρίχθηκαν στρατιωτικά και οικονομικά από τις μεγάλες δυνάμεις που κυνηγούν πάντα το συμφέρον τους. Η επίσημη Ιστορία είναι κάθε άλλο παρά αμερόληπτη.

Από τα βιβλία σας μαθαίνουμε ιστορία, βγαλμένη όμως μέσα από ανθρώπινες ιστορίες που εκτυλίσσονται παράλληλα με μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Αποτελεί πάντα επιδίωξή σας η αναζήτηση ανώνυμων πρωταγωνιστών;
Χαίρομαι αφάνταστα όταν λέτε ότι μαθαίνετε Ιστορία από τα βιβλία μου και τους φανταστικούς χαρακτήρες που πλάθω για να συνυφάνω Ιστορία με μυθοπλασία. Πάντα επιδιώκω να έχω «ανώνυμους» ήρωες στα μυθιστορήματά μου για ευνόητους λόγους, όπως προανέφερα. Όσοι συγγραφείς ασχολούνται με το ιστορικό μυθιστόρημα ή «μυθιστόρημα εποχής», όπως μερικοί το αποκαλούν, χρησιμοποιούν ανώνυμους κεντρικούς χαρακτήρες.

Πώς είναι άραγε η Μανδρίτσα του σήμερα; Ας περπατήσουμε με οδηγό εσάς στα σοκάκια της.
Προέκταση της σιδερένιας (κάποτε ξύλινης) γέφυρας του Ερυθροπόταμου είναι ο κεντρικός δρόμος που τέμνει στα δύο την πάλαι ποτέ ζωντανή κωμόπολη της Μανδρίτσας, σήμερα βουλγαρικό χωριό εξαιτίας σχετικής συνθήκης περί νέων συνόρων Ελλάδας-Βουλγαρίας. Βαδίζουμε κατά μήκος του δρόμου. Εκτός των ερειπωμένων σχολείων, της εκκλησίας, της μαιευτικής κλινικής και μερικών δημοσίων κτισμάτων, βλέπουμε τα παλιά μαγαζιά, καφενεία και ό,τι απόμεινε από τα τριώροφα και διώροφα σπίτια. Σπάνιο να συναντήσουμε στο διάβα μας σημερινούς κατοίκους, παρά μόνο δύο τρεις καθισμένους στο καφενείο της πλατείας. Οι σημερινοί Βούλγαροι που ζουν στο χωριό-φάντασμα Μανδρίτσα, δεν ξεπερνούν τους 20 σε σχέση με τους τότε 3.500 Αρβανίτες κατοίκους.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η Λευκή γεννιέται χλωμή κι ετοιμοθάνατη στην αρβανίτικη οθωμανοκρατούμενη κωμόπολη Μανδρίτσα της Δυτικής Θράκης λίγο πριν τον επιθανάτιο ρόγχο του 19ου αιώνα. Την σώζει από βέβαιο θάνατο ο δεκατριάχρονος γείτονάς της Αντζελής, βουτώντας την αντί για αεροβάπτισμα στο αναζωογονητικό νερό του ποταμού Κιζίλ Ντερέ που περνά δίπλα από την κώμη.
Μεγαλώνοντας, παρά την εύθραυστη ιδιοσυγκρασία της, είναι προικισμένη με έμφυτη ενόραση και σώζει τους συγχωριανούς της από απανωτές καταστροφές, εξοντώνοντας με τον δικό της τρόπο μοχθηρούς Νεότουρκους και διαβόητους κομιτατζήδες. Άριστη μαθήτρια στο Παρθεναγωγείο της Μανδρίτσας, στέλνεται μετά την αποφοίτησή της στην Αδριανούπολη να συνεχίσει τις σπουδές και να γίνει διδασκάλισσα για να μορφώσει τις άβγαλτες Αρβανίτισσες κορασιές της κώμης της.
Ερωτεύεται τον νεαρό Γκριγκόρ, Βούλγαρο και γυιό μισητού αρχι-κομιτατζή. Συγγενείς και συγχωριανοί την αποστρέφονται. Θα μπορέσει να εντάξει τον αγαπημένο της στην οικογένεια και στην κοινωνία της κώμης της; Θα κατορθώσει να αποσοβήσει τον εκπατρισμό των Μανδριτσιωτών και την αποπομπή τους στην ελεύθερη Ελλάδα, σώζοντάς τους από τη μανία των Βουλγάρων κομιτατζήδων;
Δυτική Θράκη! Ρωμιοί και Αρβανίτες! Νεότουρκοι και Βούλγαροι! Θρακικός Αγώνας! Βαλκανικοί Πόλεμοι!
Αγωνία, τρόμος, φωτιά και πούλβερη.
Αλλά μες στις στάχτες κρυφοκαίει η φλόγα της αγάπης και κρατιέται αναμμένη η σπίθα της ελπίδας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Βιογραφικό
Ο Σίμος Κερασίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1946 από πρόσφυγες γονείς. Μεγάλωσε στη συνοικία της Τούμπας και αποφοίτησε από το ομώνυμο γυμνάσιο. Απόφοιτος της ΟΠΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εργάστηκε ως τραπεζικός από το 1973.
Στο χώρο του βιβλίου εμφανίστηκε το 1995 και μέχρι το 2003 έγραψε τα βιβλία: Το Τραμ –Η κοκκάλινη οπτασία – Πέτρες και ρόδα – Η Θεσσαλονίκη και η Τούμπα μέσα από τα μάτια μου – Το σβήσιμο του θάμπους, από τις εκδόσεις Παρατηρητής. Ακολούθησαν τα βιβλία: Το ρύγχος του λύκου, από τις εκδόσεις Πηγή και τέλος Ο Στοιχειοχαράκτης και Η Αρβανίτισσα δασκάλα, από τις εκδόσεις Ωκεανός.