Το να καταφέρει ένα μυθιστόρημα τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία να συζητιέται ακόμη και να αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις, είναι μεγάλο πράγμα!
Ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο, ένα Οιδιπόδειο σύμπλεγμα με την αδελφή στο ρόλο της μάνας, που αναζητάει στους δίδυμους δεκάχρονους αδελφούς της την μυσταγωγία της πρώτης ερωτικής εξερεύνησης μέσα από μια τελετή που θυμίζει μύηση σε κάποια αίρεση.
Συγκλονιστικές σκηνές αποτυπώνονται στο νου με την μοναδική περιγραφή του συγγραφέα, σαν εικόνες μαύρης μαγείας, με λαμπάδες, στέφανα, άσπρα πέπλα και αίμα. Και όλα αυτά κάτω από την επήρεια του «πεθαμένου λικέρ» τους μύθους που κουβαλά, τα αρώματα και τις γεύσεις, στυφές, πικρές, ενδιαφέρουσες, φτιαγμένο για πολυτελείς αισθήσεις.
Σύμφωνα με τα όσα θυμάται -άντρας πια- τριάντα χρόνια μετά, ο ένας από τους αδελφούς, ο χωρίς όνομα συμμέτοχος στην παράξενη αυτή συνεύρεση, δεν ήταν τυχαία, γιατί η Ραλλού ήξερε, έψαχνε, μάζευε πληροφορίες ώστε να γίνει ο «γάμος» των τριών τους όσο πιο τελετουργικά μπορούσε. Ήταν επιτακτική ανάγκη να μεγαλώσουν από τα δέκα τους χρόνια και εκείνη ανέλαβε να τους μυήσει στον έρωτα, σε κάτι που θα κρατούσαν μυστικό, που θα το κουβαλούσαν μια ολόκληρη ζωή και θα διαμόρφωνε τους χαρακτήρες τους.
Τα πρόσωπα που κατοικούν σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο σπίτι είναι πολλά, αλλά προκαλεί εντύπωση η αναφορά στην θεία, αδελφή του πεθαμένου πατέρα τους, της Ιωάννας Καρθαίου πάντα με το επίθετο, λες και θέλει να την ξεχωρίσει από όλους τους άλλους, σαν να προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή την ανάμνηση του πατέρα, αυτό που τον δένει με αυτό το επίθετο, γιατί δεν έχει άλλες μνήμες από αυτόν.
Η αντιπάθεια προς το πρόσωπο της μάνας, που είναι απούσα από τις ζωές τους, που δεν θέλουν καν να την πλησιάζουν, μεγαλώνει όταν εκείνη παντρεύεται τον Τριαντάφυλλο Βαφειάδη και τα παιδιά προσκολλώνται ακόμη περισσότερο στη μεγαλύτερη αδελφή. Το ιδιαίτερο δέσιμό τους, τους οδηγεί στο να κάνουν γι’ αυτήν τα πάντα, ο Φώτης να αψηφήσει το θάνατο για χάρη της, σαν να ζήλευε ένα πεθαμένο αγόρι που πέρασε μπροστά του μέσα στο λευκό του φέρετρο και σε μια στιγμή απόγνωσης να κάνει μια απόπειρα αυτοκτονίας.
Ο άλλος, πάντα χωρίς όνομα αφηγητής, δεν διστάζει να γίνει το μέσον εκπλήρωσης του έρωτά της προς ένα μεγαλύτερο συμμαθητή της, γιατί δεν μπορεί να της αρνηθεί τίποτα.
Κάποτε φοβόμασταν τους καμπυλωτούς σωλήνες που ξέφτιζαν τη λαδομπογιά τους σαν λέπια και σαν πουκάμισα φιδιών. Κάποτε φοβόμασταν. (σελ. 45)
Και ο καιρός περνάει με καταστάσεις που σημαδεύουν τη ζωή του καθενός, με αποφάσεις για το μέλλον που θα αλλάξουν τα μέχρι τότε δεδομένα, που θα καταργήσουν ό,τι υπήρχε πάντα βαθιά χαραγμένο στις μνήμες, στους τοίχους και στα υπόγεια αυτού του σπιτιού.
Σβήσαμε τα τσιγάρα με τις πατούσες λιώνοντας από ηδονή και πόνο, ευτυχισμένοι για τις μικρές πληγές στα πέλματα. (σελ. 59)
Όπως θυμάται ο αφηγητής αδελφός: Ίσως να ήταν τραγικό το γεγονός ότι αντιμετωπίσαμε την παιδική ηλικία σαν βαρύτατη ασθένεια ενηλίκων, αλλά δεν μας ένοιαζε τίποτα, τις λίγες φορές που νιώθαμε ευτυχισμένοι. (σελ.76)
Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν να δουν τα πράγματα όπως είναι… αναφέρεται κάπου και είναι αλήθεια αυτό, γιατί όλοι αγνοούν ηθελημένα ή όχι τις σχέσεις των γύρω τους το πώς αισθάνονται. Πονούν μέσα τους μα, ουαί κι αλίμονο σ’ αυτόν που δεν πονά, τότε δεν ζει γιατί μόνον όποιος πονά ζει, δεν έχει σημασία αν είναι σωματικά ή ψυχικά.
Και το φεγγάρι μια λεπτή φέτα καδραρισμένη στο παράθυρο του μπάνιου μας, βιαστικό κι αυτό, έπαιρνε τη θέση του στον ουρανό.
Είχαμε γεράσει και γίναμε όλοι μια γριά που κλαίει και φοβάται.
Ξαναγίναμε τρεις παράφρονες απ’ τον τρόμο γι’ αυτά που νιώθαμε, σ’ εκείνη τη λίγη ανακωχή.
… σαν να ήταν κιόλας μεθυσμένη απ’ τη στοργή που ήταν αγάπη, απ’ την αγάπη που ήταν έρωτας, κι από τον έρωτα που ήταν απόγνωση και ξανά στοργή κι αγάπη.
Φαίνεται να παραλογίζομαι, αλλά μια ζωή λεπτολογούσα πάνω στην «αίσθηση του πράγματος» κι αν έχω ξεχάσει πολλά –που θα ξέχασα- θυμάμαι την αγάπη. Αυτό το θυμάμαι…
Σίγουρα ένα αξιόλογο έργο που με τις αλήθειες του μπορεί να σοκάρει, μα σήμερα τίποτα πια δεν μπορεί να μας σοκάρει!
Επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα
Λίγα λόγια για το βιβλίο «Το πεθαμένο λικέρ»
Στα απομεινάρια του παλιού ποτοποιείου, τα δίδυμα αγόρια με τη μεγαλύτερη αδερφή τους Ραλλού θα «παίξουν» τον μυστικό γάμο, που, αν και παιχνίδι, θα καθορίσει όλη τους τη ζωή.
…Στην Κυψέλη της δεκαετίας του ’50, λίγο πριν σηκωθεί το καταλυτικό κύμα της «αντιπαροχής» για να εξαφανίσει τα σπίτια των μεσοαστών. Εκεί, τα δίδυμα αγόρια με τη μεγαλύτερη αδερφή τους Ραλλού μεγαλώνουν σε ένα πένθιμο όσο και στοργικό περιβάλλον με τη νέα χήρα μητέρα τους, τις αγαπημένες θείες και τα φαντάσματα μιας καλής αξιομνημόνευτης ζωής.
Στο υπόγειο του σπιτιού βρίσκονται τα απομεινάρια του παλιού ποτοποιείου –επιχείρηση οικογενειακή– τόπος μυστηρίου και παιχνιδιού για τα τρία παιδιά. Εκεί άλλωστε θα «παίξουν» τον μυστικό γάμο, που, αν και παιχνίδι, θα καθορίσει όλη τους τη ζωή.
Όσο για «Το πεθαμένο λικέρ», ο θρύλος το ήθελε με αφροδισιακές ιδιότητες εξαιτίας του πνιγμού μιας εργάτριας για λόγους ερωτικούς σε ένα από τα βαρέλια τον καιρό της ακμής της επιχείρησης.
Γύρω από ιστορίες, μισόλογα και ερωτηματικά, οι ήρωες ακολουθούν τη μοίρα τους, σφραγισμένη, έτσι κι αλλιώς, από τη μεθυστική πικρή γεύση του έρωτα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη όσο και μεταβατική εποχή.