Στο Βερολίνο και σε άλλες μεγάλες γερμανικές πόλεις, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, χιλιάδες άστεγοι ζούσαν στο δρόμο. Κάποιοι ήταν θύματα των οικονομικών συνθηκών. Σε άλλες περιπτώσεις ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε τις οικογένειές τους. Πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στα ιδρύματα της Πρόνοιας. Ήρθαν από όλη τη χώρα στις μεγάλες πόλεις, γιατί εκεί η φτώχεια φαινόταν να είναι πιο υποφερτή απ΄ ό,τι η κατάσταση που επικρατούσε στα ιδρύματα και τα αναμορφωτήρια. Ήταν εκτεθειμένοι στη λογική ενός εκπαιδευτικού συστήματος που τους ασκούσε σωματική και ψυχική βία και που προσπαθούσε να τους κάμψει, αντί να τους προσφέρει βοήθεια και ανθρώπινη στοργή.
Αν κατάφερναν να το σκάσουν προσλαμβάνονταν ως ημερομίσθιοι και βοηθοί, συχνά όμως κατέληγαν στην εγκληματικότητα ή την πορνεία. Ασφάλεια και κοινωνική θαλπωρή έβρισκαν στις αυτοοργανωμένες συμμορίες. Αυτές οι κλίκες δεν πρόσφεραν μόνο προστασία, αποτελούσαν και έκφραση μιας προλεταριακής νεανική κουλτούρας, που σήμερα δεν είναι πλέον τόσο γνωστή. Συναντιόντουσαν σε εργοστασιακά παραπήγματα, έπιναν, χόρευαν, ξεχνούσαν για μερικές ώρες την εξαθλίωσή τους.


Στο περιβάλλον αυτό αναφέρεται αυτό το βιβλίο το οποίο οι ναζί το απαγόρευσαν και το κατέστρεψαν δημοσίως στην μεγάλη καύση των βιβλίων.
Αυτό που κερδίζει ο αναγνώστης είναι ο βαθιά θλιβερός ρεαλισμός του και ο επ΄ ουδενί στομφώδης τρόπος που πλησιάζει ο συγγραφέας τους χαρακτήρες του, τους οποίους ακολουθεί στα πιο εξαθλιωμένα μέρη που γνώρισε το Βερολίνο εκείνη την εποχή.
Είναι ένα ανάγνωσμα που προκαλεί έντονο και κάποιες φορές σωματικό πόνο, που όμως δεν στερείτε ελπίδας.
Το βιβλίο δεν αποτελεί ρεπορτάζ, δεν αποτελεί έρευνα ούτε μομφή, είναι απλώς ένα συναρπαστικό και σημαντικό ανάγνωσμα.
Για τον σημερινό αναγνώστη έρχεται να προστεθεί και κάτι ακόμα: του δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσει μια ζοφερή όσο και ουσιώδη πλευρά μιας εποχής, την οποία μέχρι τώρα κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε γνωρίσει. Πολύ απλά διότι οι επίσημες ιστορικές περιγραφές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ως επί το πλείστον δεν της έδωσαν καμία προσοχή.
Ο αναγνώστης μαθαίνει πώς ζούσαν αμέτρητοι νέοι, οι οποίοι μεταξύ δύο παγκοσμίων πολέμων προσπάθησαν να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια, υποκύπτοντας όμως πάλι στην πίεση των συνθηκών: πέφτοντας θύματα της αυθαιρεσίας του κράτους αδίκου, η οποία χαρακτήριζε τη Γερμανία από το 1933 και μετά, ή αφήνοντας την τελευταία τους πνοή στα πεδία μαχών του πολέμου που ακολούθησε. Ίσως όμως πολλοί από αυτούς τους νέους ανθρώπους να υπηρετούσαν τυφλά το νέο σύστημα.
Το βιβλίο αυτό καταφέρνει να στρέψει την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη στους ανθρώπους εκείνους, έστω και μυθοπλαστικά, και να αφηγηθεί την ιστορία τους με έναν τρόπο που εξακολουθεί να συγκινεί μέχρι και σήμερα.


Σήμερα η οικονομική κρίση έχει προ πολλού εισβάλλει αναπότρεπτα στην καθημερινότητα των ανθρώπων και καθορίζει τα πλάνα ζωής των νέων. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων, αλλά και των νεαρών ενηλίκων, είναι απλώς μια ένδειξη για μια κοινωνική πραγματικότητα που γίνεται όλο και πιο ανέλπιδη και απειλητική. Από τις συνθήκες ζωής που περιγράφει ο Χάφνερ απέχουμε, ευτυχώς, αρκετά. Ωστόσο το μυθιστόρημα αυτό, αν το διαβάσει κανείς σήμερα, είναι μια σύγχρονη και ταυτόχρονα ανθρώπινη έκκληση να στρέψουμε το βλέμμα μας στην τύχη του μεμονωμένου ατόμου, αντί να παραδινόμαστε σε εκείνον τον γενικό φόβο που είναι παντού αισθητός και μας βαραίνει σχεδόν αναπόφευκτα στο στήθος…


Ο Ερνστ Χάφνερ ήταν Γερμανός κοινωνικός λειτουργός, δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος, του οποίου το μόνο γνωστό μυθιστόρημα, Blutsbrüder (Σταυραδέρφια), με αρχικό τίτλο Jugend auf der Landstrasse Berlin, (Νεαροί στους δρόμους του Βερολίνου) εκδόθηκε το 1932. Η αξία του αναγνωρίστηκε άμεσα από τον Μπρούνο Κασίρερ. Το 1933 οι Ναζί έκαψαν τα Σταυραδέρφια. Με το γεγονός αυτό, σχεδόν όλη η γνώση για τον Χάφνερ έγινε καπνός, σε αντίθεση με άλλους «αντιγερμανούς» συγγραφείς όπως ο Μπέρτολντ Μπρεχτ και ο Τόμας Μαν. Γνωρίζουμε μόνο ότι ο Χάφνερ έζησε στο Βερολίνο μεταξύ 1925 και 1933 και διατάχτηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Λογοτεχνικού Επιμελητηρίου του Ράιχ του Γκέμπελς το 1938. Μετά από αυτό εξαφανίστηκε. Δεν υπάρχει καμία καταγραφή ότι πέθανε σε ένα πεδίο μάχης ή σε ένα στρατόπεδο. Όλη η αλληλογραφία μεταξύ αυτού και του εκδότη του καταστράφηκε.