Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία. Νέες κυκλοφορίες από τον εκδοτικό οίκο των μεγάλων επιτυχιών. Όπως κάθε Μάη, έτσι και φέτος οι εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, ο εκδοτικός οίκος ο οποίος αισίως μπήκε στην πέμπτη δεκαετία λειτουργίας του και καταφέρνει να βρίσκεται πάντα στην κορυφή των προτιμήσεων των Ελλήνων αναγνωστών, κυκλοφόρησαν νέους τίτλους από τους καταξιωμένους Έλληνες και ξένους συγγραφείς του.

Οι Εκδόσεις Ψυχογιός ξεκίνησαν τη δραστηριότητά τους το 1979 με την έκδοση τεσσάρων βραβευμένων παιδικών βιβλίων. Λίγα χρόνια μετά, και συγκεκριμένα το 1986, σημειώθηκε η πρώτη τεράστια εμπορική επιτυχία του εκδοτικού οίκου όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο Το άρωμα του Πάτρικ Ζίσκιντ, ένα κλασικό πλέον ανάγνωσμα. Ακολούθησαν πολύ μεγάλες επιτυχίες Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, έργα των οποίων μεταφράζονται και επιμελούνται από τους άριστους του είδους.

Ο επαγγελματισμός όλων των συνεργατών του εκδοτικού οίκου, ο σεβασμός προς αυτούς, προς τους συγγραφείς και κυρίως προς το αναγνωστικό κοινό, η οργάνωση, η παρακολούθηση όλων των λογοτεχνικών εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο και το πάθος της δημιουργίας του ανθρώπινου δυναμικού είναι μερικοί από τους παράγοντες εκείνους που συντελούν στην επιτυχημένη αυτή πορεία, η οποία διαρκεί όλα αυτά τα χρόνια αμείωτη.

Διαθέτοντας ένα εκδοτικό τμήμα από τα πιο έμπειρα στον χώρο του βιβλίου ο εκδοτικός οίκος επιλέγει τίτλους με βάση τις απαιτήσεις της αναγνωστικής αγοράς και δε διστάζει να αναλάβει το ρίσκο της έκδοσης ενός βιβλίου που θεωρεί εκ των προτέρων ότι μπορεί να μη γίνει ένα ευπώλητο βιβλίο, ωστόσο η λογοτεχνική του αξία υψηλών προδιαγραφών και η ένταξη στον κατάλογο των εκδόσεων ενός τέτοιου βιβλίου το καθιστά μια λογοτεχνική, πρωτίστως, επένδυση.

Από την πρώτη στιγμή την προώθηση των βιβλίων αναλαμβάνει μια εξαιρετικά εκπαιδευμένη ομάδα σε θέματα σχεδιασμού, μάρκετινγκ, πωλήσεων, δημοσίων σχέσεων και κοινωνικής δικτύωσης, η οποία δημιουργεί τις πλέον κατάλληλες προϋποθέσεις για την επίτευξη των στόχων της.

Ακολουθώντας τις επιταγές της εποχής και τις σύγχρονες αναγνωστικές τάσεις οι εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ δημιούργησαν πριν από 4 χρόνια τη δική τους ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, τη Λέσχη Ανάγνωσης Εκδόσεων Ψυχογιός, την οποία συντονίζει η συγγραφέας Τέσυ Μπάιλα σε συνεργασία με τη Διευθύντρια Δημοσίων Σχέσεων του εκδοτικού οίκου, κ. Πόπη Γαλάτουλα. Έως τώρα η Λέσχη έχει επιλέξει από τους καλύτερους τίτλους των βιβλίων τις θεματικές σειρές με τις οποίες έχει ασχοληθεί, με αποκορύφωμα τον τελευταίο θεματικό κύκλο-αφιέρωμα στον σημαντικό συγγραφέα Αντώνη Σαμαράκη, με αφορμή την ανακήρυξη του Έτους 2020 ως Έτους Αντώνη Σαμαράκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τελευταίος αυτός θεματικός κύκλος εξελίχθηκε με μεγάλη επιτυχία, για πρώτη φορά, διαδικτυακά, δεδομένου των μέτρων προστασίας κατά της COVΙD 19.

Μια εκδοτική επιχείρηση πρωτοπόρα, δραστήρια και σημαντική που συνεχίζει το έργο της πάντα με την ίδια συνέπεια, σύνεση και εντιμότητα.

Οι 6 Συγγραφείς μας μιλούν για το νέο τους βιβλίο…

ΣΟΦΙΑ ΒΟΪΚΟΥ – ΝΥΦΙΚΟ ΑΠΟ ΠΟΡΦΥΡΑ

«…Σ΄έναν τόπο που αγάπησα κι ας μην ήταν δικός μου… Στους ήρωες που λάτρεψα κι ας με παίδεψαν… Στις μνήμες που δεν είναι δικές μας αλλά μπορούν να γίνουν… Στις δυνάμεις που κρύβουμε μέσα μας…»

Νυφικό από πορφύρα, κόκκινο σαν το αίμα και το κρασί που κυλάει στο Μελένικο
Πηγή έμπνευσης για το «Νυφικό από πορφύρα» ήταν το Μελένικο. Το Μελένικο, ένας τόπος απομονωμένος, άγριος, κλειστοφοβικός, στην εσχατιά της Μακεδονίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Μια μικρή πόλη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τόπος εξορίας των βυζαντινών αυτοκρατόρων κι ευγενών, που αντιστεκόταν αιώνες ολόκληρους κρατώντας τη βυζαντινή της παράδοση, τη γλώσσα και τη θρησκεία της παρά το γεγονός πως περιτριγυριζόταν από Τούρκους κι από Βούλγαρους κομιτατζήδες. Φανταστείτε το σαν το γαλατικό χωριό στον «Αστερίξ και Οβελίξ».

Σ’αυτόν λοιπόν τον αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο τόπο με τα άγρια βράχια, εκεί όπου η βία, οι σκοτωμοί, τα λιντσαρίσματα και τα ξυραφιάσματα είναι καθημερινό φαινόμενο, ζούνε και δρούνε οι ήρωες μου:

  • η αγέρωχη Θεοφανώ που ενδύθηκε το νυφικό από πορφύρα, που το χρώμα του συμβολίζει όχι μόνο την ευγενική καταγωγή της αλλά το αίμα και το κρασί που ρέει στο Μελένικο
  • ο Λάζαρος, ο δόκιμος μοναχός, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα ανθρώπινα του πάθη και στον δρόμο προς τη θέωση
  • ο Πέτκο, ο Βούλγαρος κομιτατζής, που είναι έτοιμος να απαρνηθεί την τσέτα του, τη συμμορία του, για μια μόνο λέξη της Θεοφανώς
  • ο Νεόφυτος Βούδημος, ο βλογιοκομμένος πλούσιος έμπορος από τη Βιέννη, που ξέρει καλά πως η αγάπη δεν είναι ένα συναίσθημα που το απαιτείς αλλά το χαρίζεις απλόχερα
  • ο Κωνσταντίνος και ο Μανασσής Λάσκαρις, τα δυο αδέλφια της Θεοφανώς που προτιμούν να την θυσιάσουν για να μην θυσιαστούν εκείνοι
  • κι άλλοι πολλοί, η Ευγενία, η Μάρτα, ο Ανδρέας, ο Κομνηνός και μια εικόνα, η εικόνα της «ρινότμητης», μιας αγίας δίχως μύτη που κατηγορήθηκε ως μοιχαλίδα…

Η αλήθεια είναι πως παιδεύτηκα όταν το έγραφα το βιβλίο. Ήταν αρκετά επίπονο να κρατήσω την ισορροπία ανάμεσα στην αφήγηση της ζωής των ηρώων και τη μεγάλη και συμπυκνωμένη ιστορία του τόπου (τόσα πολλά γεγονότα σε λιγότερα από 10 χρόνια). Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Πατριαρχικοί κι Εξαρχικοί, Σεντραλιστές και Βερχοβιστές και μια συνθήκη που «σφραγίζει» τις τύχες χιλιάδων ανθρώπων. Δεν ήθελα το βιβλίο να γίνει κουραστικό. Θέλω να πιστεύω πως τα κατάφερα. Τους αγάπησα τους ήρωες μου. Όλους, χωρίς καμία εξαίρεση. Ακόμα κι εκείνους που έπεσαν στα πιο τραγικά λάθη. Ίσως περισσότερο αυτούς γιατί στο τέλος δεν βρήκαν τη δικαίωση που τους άρμοζε.

Το «Νυφικό από πορφύρα» είναι ένα βιβλίο για ένα τόπο αληθινό, για ανθρώπους που έγιναν ήρωες παρά τη θέλησή της, για μια ιστορία που όσο κι αν συνθλίβει τους ανθρώπους εκείνοι βρίσκουν τη δύναμη να σηκωθούν και να προχωρήσουν.

ΡΕΝΑ ΡΩΣΣΗ-ΖΑΪΡΗ «ΟΛΙΒΙΑ»

«…Η Ολίβια είναι μια γυναίκα που αντιμετωπίζει κατάματα τους φόβους της. Ξέρει, όπως όλοι μας, πως τα ψυχικά τραύματα δεν επουλώνονται αν τα αγνοήσουμε. Απλά γιγαντώνονται ολοένα και περισσότερο.
Πιστεύω πως όλες οι γυναίκες κρύβουμε μια Ολίβια μέσα μας. Σαν κι εκείνη, αποζητούμε κάποιον να αρπάξει από το βλέμμα μας τον πόνο, να τον κάνει δικό του και μετά να τον ξορκίσει. Κάποιον που να μας κοιτάει και να μας λέει, χωρίς να μιλάει, όλα όσα θα θέλαμε να ακούσουμε. Κι είναι ευλογημένη η ηρωίδα μου, γιατί συναντά τον έρωτα, τον δυνατό, τον σαρωτικό. Δεν την τρομάζει η έντασή του, βιώνει την τρέλα και το πάθος του. Νιώθει, δίνει και παίρνει, ματώνει, ξαναγεννιέται. Ο έρωτας της χαρίζει μαθήματα αιώνια, της γνωρίζει την αγάπη, βαθιά λαχτάρα της ύπαρξής της είναι…»

Στην «Ολίβια» με οδήγησε ασυνείδητα το «Τιρκουάζ», το μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός, τον Μάιο του 2020 κι αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους αναγνώστες.

Η Ολίβια, η υπαστυνόμος, ήταν ένας από τους δευτερεύοντας χαρακτήρες. Εμφανίστηκε για λίγο για να επηρεάσει την πλοκή, για να με βοηθήσει να ξεσκεπάσω μυστικά που κόβουν την ανάσα.
«Ήταν μια μικροκαμωμένη, αδύνατη κοπέλα με κάτι μεγάλα γαλάζια εκφραστικά μάτια και μαύρα μαλλιά, κουρεμένα αγορίστικα. Το βλέμμα της ήταν έξυπνο, σπινθηροβόλο», έγραφα για εκείνη.
Κι έπειτα, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, όσο περισσότερο τη «χρησιμοποιούσα» τόσο πιο πολύ με μάγευε.
Δεν ήταν μονάχα εμφανίσιμη εξωτερικά, η ομορφιά της ψυχής της ήταν ολοφάνερη. Φαινόταν ευφυής, δυναμική και ταυτόχρονα ευάλωτη. Υπεύθυνη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, με άριστες επικοινωνιακές δεξιότητες, είχε μάθει να θέτει από την αρχή τα όριά της. Το επάγγελμα που είχε διαλέξει ήταν δύσκολο, απαιτητικό. Το είχε επιλέξει συνειδητά όμως, γιατί μεγάλωσε μαζί του, έμαθε να το αγαπάει. Ερχόταν καθημερινά αντιμέτωπη με το σκοτάδι, ισορροπούσε σε μια λεπτή γραμμή, ανάγκαζε το μυαλό της να παίρνει γρήγορες στροφές. Έθετε σε κίνδυνο τον εαυτό της παλεύοντας να αντικρίσει το φως.
Ήταν αστυνομικός, «γένους θηλυκού» κι όπως όλες οι συνάδελφοί της, αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να συνδυάσει τον ρόλο της με αυτόν της μητέρας και της συζύγου.
Να συνδυάσει το μπιμπερό με το όπλο.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως δε μπορούσα να σταματήσω να γράφω για εκείνη, πως θα ήταν η βασική ηρωίδα του επόμενου μυθιστορήματός μου.
Και κάπως έτσι γεννήθηκε η «Ολίβια».
Βούτηξα στο παρελθόν της, συμμερίστηκα τα εμπόδια στο διάβα της, πάλεψα να ανακαλύψω τα κρυμμένα μυστικά της ζωής της.
Τη φαντάστηκα μεμιάς μικρούλα, εννέα χρονών μονάχα. Τότε που οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον πατέρα της, τον έκλεισαν στη φυλακή. Ένας όμως από αυτούς τη λυπήθηκε. Και μόλις έμαθε πως δεν είχε μητέρα, την υιοθέτησε. Για χάρη του μεταμορφώθηκε σε άγγελο δικαιοσύνης, έγινε κι εκείνη αστυνομικός.
Κάποια στιγμή στα μάτια του Αντώνη συνάντησε τον έρωτα. Τον δυνατό, τον σαρωτικό. Ώσπου ήρθε αντιμέτωπη με τα κρυμμένα μυστικά της ζωής της και τότε ήταν που την κατηγόρησαν για ανθρωποκτονία…

Το χάρηκα στ’ αλήθεια αυτό το μυθιστόρημα, δε μετάνιωσα που ακολούθησα τα βήματα της αστυνομικού μου, βήματα τα οποία με οδήγησαν σε γεγονότα συγκλονιστικά.

Αναρωτήθηκα αν υπάρχουν αλήθειες αμείλικτες, που δεν πρέπει να λέγονται. Αλήθειες που τρομοκρατούν, που γράφονται με ανεξίτηλα γράμματα στις καρδιές, που τις ματώνουν.

Έγραψα για το άσπρο και το μαύρο, για σχέσεις ασπρόμαυρες. Κανένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου μου δεν είναι προβλέψιμος. Στη γωνιά του δρόμου τον περιμένουν πάντα οι ανατροπές.

Κάποια στιγμή η ηρωίδα μου μεταμορφώνεται σε άγγελο δικαιοσύνης, σαν κι εκείνον τον μικρούλη άγγελο-τατουάζ που χαράζει στο μπράτσο της. Ώσπου έτσι αναπάντεχα τα χρώματα στον καμβά της ζωής της ανακατεύονται κι έρχεται αντιμέτωπη με τον άλλο της εαυτό.

Οι περιπέτειές της με οδήγησαν στον Αντώνη, αλλά και στην Ελεάννα. Στον Φαίδωνα, στον Αδριανό, στον Μάνο. Σε ήρωες πολλούς, τόσο ίδιους, αλλά και τόσο διαφορετικούς μέσα στην πολυπλοκότητά τους.

Σε κάποια στιγμή αναρωτιέμαι ποια ευθύνη είναι μεγαλύτερη για μια μητέρα. Απέναντι στο παιδί της ή απέναντι στον εαυτό της; Πασχίζω να ανακαλύψω τη συγχώρεση και τη δύναμή της, εκείνη την προσωπική διαδρομή κάθαρσης που οδηγεί στην απελευθέρωση.

Και ταξιδεύω. Ταξιδεύω πολύ στην «Ολίβια». Πιστεύω πως κάθε ταξίδι, έρωτας είναι, έρωτας του καινούργιου, του διαφορετικού. Μια αίσθηση πραγματικής ελευθερίας, ένας τρόπος να μάθουμε λίγο καλύτερα τον εαυτό μας. Οι ήρωές μου ζουν και δρουν στην Αμοργό, στο Αγκίστρι, στην Απόνησο, στον Άγιο Αχίλλειο, στις Μικρές Πρέσπες, στην Καστοριά, στην Πάργα, στη Νάξο. Αλλά και στο Μιλάνο, στη Βενετία, στην Ίμπιζα, στο Ντουμπάι, στο Άμπου Ντάμπι, στην Τουλούζη, στο Αλμπί, στη Σρι Λάνκα και στην καρδιά του αραβικού κόσμου, το Κάιρο.

Και σε αυτό το μυθιστόρημα γράφω για την καθημερινή ζωή και τα προβλήματά της. Παλεύω για αξίες πανανθρώπινες, μέσα από την αδιάκοπη πλοκή, την αγωνία, τις ανατροπές.

Πασχίζω να ακουμπήσω διαφορετικές αισθήσεις στη σκέψη και την ψυχή των αναγνωστών μου. Κι αν, λίγο ελάχιστα, ανάμεσα στις συνθήκες και τα γεγονότα των βιβλίων μου ανακαλύψουν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους, είναι για μένα το μεγαλύτερο βραβείο ψυχής.

Πιότερο από όλα στην «Ολίβια» αναμετριέμαι με δυο ακλόνητα πιστεύω μου. Πως η αγάπη είναι το μόνο αληθινό μας ταξίδι και πως ο κόσμος μας υπάρχει μονάχα όταν τον μοιραζόμαστε…

ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΠΟΛΙΤΗΣ «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΙΛΙ»

«… Ο φόβος του θανάτου σε όλες τις εποχές ανάγει τον έρωτα σε φωτεινή διέξοδο ή και λύση, αθωώνοντας έναν ολόκληρο τρόπο ζωής…»

Το Τελευταίο Φιλί, αποτελεί, ένα μυθιστόρημα το οποίο παράλληλα με την εξέλιξη της υπόθεσης αναζητά τους λόγους των πράξεων των ηρώων του. Σκοπός του έργου δεν είναι η πιστή καταγραφή της ζοφερής κατάστασης που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στην Αθήνα τον Πειραιά και την Εύβοια, μα η βαθιά ψυχογράφιση όλων των πρωταγωνιστών σε κάθε έκφανση της ζωής τους. Στις μεγάλες τους στιγμές και στις πολλές ανθρώπινες μικρές τους.

Δόθηκε μεγάλη σημασία στην αληθοφάνεια των διαλόγων, κάτι που κατά την προσωπική μου άποψη κάνει κάθε έργο αμεσότερο αφού του στερεί το ρευστό μυθιστορηματικό που πλεονάζει.

Εκείνο που προσπάθησα, είναι να πλέξω μία υπόθεση που να κρατά τόσο το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο, όσο και να τον κάνει να σκεφτεί, να αμφιβάλει για κάποια θέματα τα οποία θεωρεί δεδομένα βασιζόμενος σε κάποιες αξίες ηθικές και μη.

Όσο κι αν για κάποιους απογοητεύει και ίσως ξενίζει, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχουν διαχρονικές ηθικές σταθερές, στις οποίες μπορεί κάποιος να βασίζεται θεωρώντας τες ορόσημα ώστε να καθορίζει σύμφωνα με αυτές τη ζωή του. Οι ηθικές είναι ευμετάβλητες και ακολουθούν τα ρεύματα της εποχής. Κάποτε, αναφέρω για παράδειγμα, η παρθενία αποτελούσε τη βασική τιμή της γυναίκας, σήμερα στηρίζουμε τις ανύπαντρες μητέρες. Κάποτε οι άνθρωποι έκοβαν τα δέντρα για αποκτήσουν καλλιεργήσιμη γη, σήμερα αυτό καταδικάζεται. Κάποτε έκαιγαν τις μάγισσες… Πέραν αυτών των απλοϊκών παραδειγμάτων, υπάρχουν και άλλα ζητήματα πολύ πιο σύνθετα όπως τα δίκαια στα οποία βασίζονται τα έθνη. Παρατηρούμε λοιπόν, πως αυτά, έρχονται σε άμεση συνάφεια με τις γεωγραφικές συντεταγμένες, άρα, αντιλαμβανόμαστε, δεν υπάρχουν παγκόσμιες κοινωνικές σταθερές πλην ελάχιστων βασικών. Το καλό, το ορθό, το τίμιο, το ηθικό, και το πρέπον, είναι τις περισσότερες φορές αποτέλεσμα όχι αντικειμενικής πανανθρώπινης θεώρησης μα γεωγραφικής κουλτούρας. Θέμα τύχης λοιπόν το μεγαλύτερο μέρος των θεωριών και ακόμα των πίστεών μας.

Το έργο αποτελεί στην ουσία του την ιστορία τριών γυναικών, της γιαγιάς, της κόρης και της εγγονής οι οποίες εκφράζουν τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες. Χαρακτήρες ενός περασμένου αιώνα κι όμως τόσο σύγχρονες όσο ποτέ.

Τα προβλήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα δείχνουν να παραμένουν τα ίδια όσα χρόνια και αν περάσουν ως αυτά να είναι κληροδοτήματα της ίδιας μας της φύσης. Η αγάπη για το χρήμα, η ανάγκη για έρωτα, η διάθεση για επανάσταση, η ταγή στις αξίες που διδαχτήκαμε και άλλα πολλά…
Κυρίαρχο ρόλο στην υπόθεση παίζουν και οι τρεις αυτές γυναίκες.

Η ιστορία της γιαγιάς Μόρφως είναι μια αληθινή ιστορία η οποία συνέβη έξω από το Ρουστάβι της Γεωργίας και την είχα ακούσει όταν ήμουν παιδί. Σήμερα τη μετέφερα σε έναν άλλο τόπο αποδίδοντάς την όσο πιστότερα μπορούσα. Την πλαισίωσα με μία κόρη και μία εγγονή. Οι δύο αυτές γυναίκες αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας και βοήθησαν τόσο στην εξέλιξη της υπόθεσης όσο και στο κτίσιμο του συνόλου μιας οικογένειας στην οποία αναπτύσσονται διαφορετικές τάσεις ως φυσικό επακόλουθο των διαφορετικών προσδοκιών-αναγκών των ατόμων που την απαρτίζουν.

O χαρακτήρας που χρειάζεται περισσότερο προσοχή θεωρώ ότι είναι ο ενδιάμεσος, αυτός της Μαριανής, της κόρης και μητέρας. Είναι o χαρακτήρας ο οποίος αμφισβητεί και θέτει ερωτήματα στους αναγνώστες

Η συνείδηση είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης ύπαρξης; Αν ναι, τότε γιατί κάποιος οφείλει να πεθαίνει για τις ιδέες του;

Η Μαριανή ακολουθεί τη υλιστική θεώρηση των πραγμάτων (χωρίς ύλη δεν μπορεί να υπάρξει πνεύμα-συνείδηση) αναφέροντας πως η ιδέα η προερχόμενη από τον άνθρωπο οφείλει υποταγή σε αυτόν. Οι ιδέες προϋποθέτουν σώμα για να υπάρξουν, άρα, το σώμα και κατ’ επέκταση η ζωή, προέχει των ιδεών, οπότε αθωώνει την κόρη της (μαζί με αυτήν και κάθε άνθρωπο) που υποκύπτει στον πόνο, στη θέληση για ζωή και μαρτυράει στους Γερμανούς.
Η Μαριανή αποτελεί στο έργο τη φωνή της αντίρρησης, τη φωνή της άλλης θεωρίας, εκείνης της κρυφής όπου ερμηνεύει το γιατί συμβαίνει το κάθε τι. Είναι ακόμα η φωνή της αποκαθήλωσης των αξιών των εκ των δογματικών και άκαμπτων αρχών προερχόμενων. Βάλει κατά πάντων (κυρίως των αυθεντιών) και κατηγορείται για συνεργασία με τον εχθρό. Είναι όμως έτσι;
Κάτι που δεν είναι άσπρο, είναι απαραίτητα μαύρο;
Και εξακολουθεί θέτοντας στις συζητήσεις της με τον Γερμανό ταγματάρχη Έρνστ Κράουζε κι άλλα ερωτήματα: Ένα ψέμα που συμφέρει το έθνος λέγεται; Γιατί αν λέγεται δεν μένει παρά να ονομάσουμε τα ψέματά μας συμφέροντα και άρα θεμιτά, να μπολιάσουμε με αυτά τα παιδιά… και εξακολουθεί να επιχειρηματολογεί…
Τέλος η Όλγα ενσαρκώνει τον άνθρωπο εκείνο που θεωρεί ότι το χρήμα και η καλοπέραση είναι ο συντομότερος δρόμος για την ευτυχία. Ζει τη ζωή της πιστή στις δικές της αξίες. Έρχεται αντιμέτωπη με τις καταστάσεις που διαμορφώνει η ιδεολογία της.

Ετούτα γίνονται εμμέσως γνωστά στον αναγνώστη. Θέλησα λοιπόν με την ευκαιρία που μου δίνει η φιλόξενη αυτή σελίδα, να κάνω μια αναφορά σε αυτά, ώστε εκείνοι που επιθυμούν να αναρωτηθούν, να έχουν την ευκαιρία να το πράξουν αναζητώντας την ανάλογη βιβλιογραφία, χωρίς να προσπεράσουν τα καίρια σημεία ελκόμενοι απλά και μόνο, από την αγωνία για την έκβαση της υπόθεσης.
Ως τέλος, επιφυλάσσεται εκείνο που αξίζει στον καθένα.
Κλείνοντας, θέλω να πω ότι το έργο ολοκληρώθηκε σε διάστημα δύο μηνών.

Ευχαριστώ τις εκδόσεις Ψυχογιός για την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό μου, τη σελίδα του Φιλαναγνώστη και ακόμα όλους όσους επιλέξουν να το διαβάσουν. Θα είμαι στη διάθεσή όσων επιθυμούν να συζητήσουμε τυχόν απορίες ή αντιρρήσεις, στη σελίδα μου στο Facebook @Politisgeo

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛΥΡΑΚΗΣ «ΠΡΟΣΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ»

«…Τώρα έχω βγει στο βουνό και πολεμώ τους στρατιώτες σας… Δεν αποκλείω να σκοτωθώ μια μέρα σε κάποια μάχη, αλλά, κι αν ακόμα γίνει αυτό, θα είμαι περήφανη που θα πεθάνω για την πατρίδα μου. Εσείς όμως κι οι συμπατριώτες σας δε θα βρείτε μέρος να κρυφτείτε μετά τον πόλεμο που οι ίδιοι προκαλέσατε. Επειδή τότε όλη η ανθρωπότητα θα σας κυνηγάει…»

Το βιβλίο μου «Προσμένοντας την Ανατολή» βασίζεται σε μία αληθινή ιστορία, που όταν αποκαλύφθηκε συγκλόνισε τον κόσμο ολόκληρο. Ο λόγος για τον οποίο αποφάσισα να το γράψω ήταν κυρίως για να γίνει η ιστορία αυτή γνωστή στο ευρύ κοινό, αλλά και για να τιμήσω τη μνήμη των ανθρώπων αυτών.

Θέλησα να μάθει ο κόσμος τί πραγματικά σημαίνει η λέξη «ελευθερία», σε τί συνίσταται ο αγώνας για το αγαθό αυτό, ποιες οι θυσίες που απαιτούνται, ποια είναι η Κρητική Ψυχή.

Θα ήθελα εδώ λίγο να σταθώ. Η Κρήτη είναι ο τόπος που με γέννησε, που με μεγάλωσε, που με δυσκόλεψε, που με ωρίμασε, που με έκανε να αγαπήσω, να μισήσω, να θυμώσω, να κλάψω, να γελάσω. Είναι ο τόπος που με έμαθε να ζω. Οι άνθρωποί της, άρρηκτα δεμένοι μαζί της. Ακόμα και όταν είναι μακριά της. Θεώρησα ότι το βιβλίο αυτό είναι ο μεγαλύτερος φόρος τιμής. Είναι ο δικός μου τρόπος για να εκφράσω αυτό που αισθάνομαι.
Δεν μπορώ όμως να μην σταθώ και σε εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι αγωνίστηκαν μαζί με τους Κρήτες κι ήταν από άλλες χώρες. Ανθρωποι που μας έδειξαν τί πραγματικά σημαίνει να πιστεύεις σε ένα αγαθό, τί σημαίνει να είσαι άνθρωπος.

Αναφορικά με το κομμάτι του βιβλίου το οποίο είναι μυθοπλασία, μπορεί τα συγκεκριμένα πρόσωπα με τη συγκεκριμένη ιστορία να είναι αποκύημα της φαντασίας μου, ωστόσο σίγουρα στον αγώνα αυτό υπήρχε ένας Κωνσταντίνος και μία Ναταλία που έδρασαν και έπραξαν με αυτό τον τρόπο.

Εύχομαι να κατάφερα να μεταδώσω στον κόσμο αυτά που ήθελα και ελπίζω οι αναγνώστες να το απολαύσουν.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΤΕΚΟΥ « ΤΟ ΚΑΛΟ ΜΠΛΕ ΣΕΡΒΙΤΣΙΟ»

«…Ένα πιάτο που ράγισε στο ταξίδι για τη νέα πατρίδα θα υπενθυμίζει σε όλους πως ό,τι σπάει ξανακολλάει και ό,τι καταστρέφεται μπορεί να φτιαχτεί από την αρχή…»

Μου πήρε πολλά χρόνια, είναι αλήθεια, μέχρι να αποφασίσω να γράψω ένα μυθιστόρημα για τη Σμύρνη. Θα το είχα επιχειρήσει ενδεχομένως νωρίτερα, αλλά πάντα δρούσε ανασταλτικά η πληθώρα βιβλίων με σχετική θεματολογία που ήδη κυκλοφορούν στο εμπόριο και έχουν αγαπηθεί από το ευρύ κοινό. Προβληματιζόμουν λοιπόν για το τι παραπάνω θα μπορούσα να προσθέσω στην υπάρχουσα βιβλιογραφία μέχρι που κατέληξα πως η ανάγκη μου να αποτυπώσω γραπτώς μερικές από τις οικογενειακές αναμνήσεις –όλες τρυφερές και πολύτιμες– είναι μεγαλύτερη και σπουδαιότερη από τη ματαιοδοξία μου.

Κορδελιώτισσα ήταν η γιαγιά μου η Νίτσα. Στο προάστιο Παπά Σκάλα ζούσε μέχρι τα εννιά της χρόνια. Όμορφα και ανέμελα χρόνια, όπως μου είχε πει. Και έπειτα η μοίρα γύρισε το γρανάζι κι άρχισε μια αλληλουχία τραγικών συμβάντων. Πρώτα έχασε τον πατέρα της στο μικρασιατικό μέτωπο, όπου είχε πάει να πολεμήσει ως εθελοντής, και, στη συνέχεια, υποχρεώθηκε να αφήσει τον γενέθλιο τόπο της κρατώντας ως τελευταία ανάμνηση στάχτες και αποκαΐδια.

Τη μέρα της μεγάλης φωτιάς που ο κόσμος έτρεχε να γλιτώσει και από τους τσέτες, η εννιάχρονη τότε γιαγιά μου έχασε τον αδελφό της. Το χέρι του τραβήχτηκε βίαια από το χέρι της μητέρας του, της Μαρίας, και δεν τον ξαναείδαν. Χρόνος δεν υπήρχε να τον αναζητήσουν ή να θρηνήσουν καθώς έτρεχαν να ξεφύγουν από σίγουρο θάνατο. Μια μάνα και μια κόρη. Μαζί τους κουβαλούσαν μονάχα το οικογενειακό σερβίτσιο, μάρκας Ντελφτ, και τις χρυσές λίρες της σωτηρίας. Μερικές λίρες τις έθαψαν στον κήπο του σπιτιού μαζί με την εικόνα της Παναγίας –η ραπτομηχανή Σίνγκερ πετάχτηκε στο πηγάδι μήπως και την έβρισκαν όταν επέστρεφαν, αλλά πού;– και από όσες είχαν μαζί τους ένα μέρος δόθηκε στον βαρκάρη που τις πήγε στη Χίο, ενώ οι υπόλοιπες θα τις βοηθούσαν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα.

Το καινούργιο τους σπιτικό έμελλε να ’ναι αρχικά στον συνοικισμό του Πολυγώνου κοντά στη Σχολή Ευελπίδων στην Αθήνα και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, όπου την αισθάνθηκαν περισσότερο οικεία. Μέχρι το 1955 με το θλιβερό πογκρόμ, τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά, έζησαν ήρεμα και ευτυχισμένα χρόνια. Οι απελάσεις του 1964 ήταν η χαριστική βολή, και ο γυρισμός στην αφιλόξενη Ελλάδα, μονόδρομος.

Η γιαγιά μου ποτέ δε σταμάτησε να σκέφτεται τον τόπο της και τον Nίκο, τον αδελφό που έχασε. Διαρκώς τον αναζητούσε ελπίζοντας να βρίσκεται κάπου ζωντανός και πάντοτε προσδοκούσε να επιστρέψει στη Σμύρνη και την Πόλη, αν και όσες φορές τής το προτείναμε τα χρόνια που ακολούθησαν αρνιόταν πεισματικά, γιατί, όπως έλεγε βουρκωμένη, δεν ήθελε να νιώσει ξένη στην πατρίδα της. Πατρίδα της θεωρούσε και τα δύο αυτά μέρη και έτσι έμαθα να τα λογαριάζω κι εγώ.

Όταν ήμουν μικρή, της άρεσε, και μου άρεσε, να μου διηγείται διάφορες ιστορίες. Κάποιες από αυτές ήταν δικά της βιώματα –θυμόταν περισσότερο τη ζωή της στην Πόλη–, κάποιες άλλες αποτελούσαν ακούσματα από τη μητέρα της από τη Σμύρνη. Θυμάμαι πάντως πως ό,τι ιστορία και αν μου έλεγε, στο τέλος κατέληγε με τα μάτια της θολά από τα δάκρυα και όταν τη ρωτούσα γιατί, εκείνη απαντούσε «δεν μπορείς να καταλάβεις». Κι όμως. Σιγά σιγά καταλάβαινα, και ο πόνος της έγινε με έναν μυστήριο τρόπο και δικός μου.

Πολλά χρόνια αργότερα και ενώ η γιαγιά μου είχε πεθάνει, διάβασα όσα είχε γράψει η καθηγήτρια κλινικής ψυχολογίας Λίμπυ Τατά Αρσέλ για το διαγενεαλογικό τραύμα και τη διαγενεαλογική μετάδοση τραυματικών εμπειριών. Τότε συνειδητοποίησα ότι ο πόνος για τις χαμένες πατρίδες είναι κάτι που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, μαζί με τις αναμνήσεις –καλές και κακές–, τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τα πολιτισμικά έθιμα.

Το τελευταίο φαγητό που έφαγε η γιαγιά μου προτού εγκαταλείψει άρον άρον τη Σμύρνη ήταν τα σουτζουκάκια. Έκτοτε, πριν τα γευτεί, πάντα έκανε τον σταυρό της λέγοντας «σε καλό να μας βγει». Ασυναίσθητα το ίδιο κάνω κι εγώ όταν γεύομαι αυτό το υπέροχο φαγητό και ας με κοιτάζουν περίεργα όσοι δεν ξέρουν τον λόγο.

Αυτό λοιπόν το βιβλίο, πέρα από μια πιεστική εσωτερική ανάγκη δική μου να εκφράσω σκέψεις και συναισθήματα που συγκεντρώθηκαν μέσα μου κατά τη διάρκεια της παιδικής και ενήλικης ζωής μου, αποτελεί και φόρο τιμής στη γυναίκα που με μεγάλωσε, στην πιο δυνατή, δοτική και τσαχπίνα Σμυρνιά που είχα την τύχη να αποκαλώ «νενέ» κι εκείνη «γιαβρί μου».

ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΜΑΔΟΥ «Η ΕΜΜΟΝΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ»

«…Συμβαίνει κάποιες φορές, σε δύσκολες καταστάσεις που εκτείνονται πέρα από τον έλεγχό τους, οι άνθρωποι να έρχονται κοντά και να μιλάνε για τη ζωή και τα προβλήματά τους σε ξένους, με τους οποίους μέχρι τότε δεν τους συνέδεε κάτι. Όταν περάσει η κρίση, η οικειότητα και οι εξομολογήσεις ξεχνιούνται και τραβάει ο καθένας τον δρόμο του…»

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για ένα βιβλίο που έχει γράψει. Δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί και να έχει την αντικειμενικότητα ενός τρίτου. Κάθε μορφή γραφής είναι για τον δημιουργό της ό,τι είναι ένα παιδί για τη μητέρα του. Δε βλέπει τα ελαττώματά του και τις πιο πολλές φορές υπερβάλλει στα προτερήματα. Όπως στο ανέκδοτο που λέει πως, όταν ζήτησαν από μια κουκουβάγια να δείξει ποιο από τα μικρά πουλιά που ήταν στο δάσος ήταν το δικό της, εκείνη απάντησε: «Φυσικά, το πιο όμορφο!»!

Αν θα πρέπει να πω δυο λόγια για το τελευταίο βιβλίο μου «Η Εμμονή της Μνήμης» και να του δώσω έναν χαρακτηρισμό, θα έλεγα πως είναι ένα σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα στο οποίο εμπλέκονται κάποια ιστορικά γεγονότα του κοντινού αλλά και απώτερου παρελθόντος που έχουν σχέση με την Κύπρο. Ο λόγος αυτής της σύνδεσης είναι γιατί πιστεύω πως ο χρόνος είναι κάτι ενιαίο και αέναο. Ένα γεγονός που συνέβη σε μία δεδομένη χρονική στιγμή επανέρχεται σε κάποτε σε διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Τίποτε δεν τελειώνει οριστικά. Και η μνήμη αγωνίζεται να παραμείνει ζωντανή και με επιμονή και εμμονή αναζητεί απαντήσεις. Αν θα τις βρούμε, αν θα τις αναγνωρίσουμε, είναι στο χέρι μας.

Έτσι και η Δάφνη, μια κοσμοπολίτισσα γυναίκα κοντά στα σαράντα, με γονείς Τούρκους, μεγαλωμένη στην Αγγλία, παντρεμένη με Αμερικανό, και ο Φοίβος, επιτυχημένος Κύπριος δικηγόρος, συνταξιδεύουν την Άνοιξη του 2010 σε μια υπερατλαντική πτήση. Η Δάφνη πηγαίνει στην Τουρκία να επισκεφτεί τον πατέρα της που έχει υποστεί βαρύ εγκεφαλικό, ενώ ο Φοίβος επιστρέφει στην Κύπρο αφού πρώτα κάνει μια στάση στο Λονδίνο για να δει τον γιο του που ζει με την πρώην σύζυγό του. Η πτήση τους ματαιώνεται, όπως όλες οι διεθνείς πτήσεις στην Ευρώπη, εξαιτίας της έκρηξης ενός ηφαιστείου στην Ισλανδία και οι δύο συνταξιδιώτες, μαζί με άλλους που ματαιώθηκαν και αυτών οι πτήσεις, υποχρεώνονται να μείνουν τρεις μέρες στο Αεροδρόμιο του Δουβλίνου. Οι τρεις αυτές μέρες που ζουν στην αγωνία και την αβεβαιότητα, σαν τους κατοίκους της Πομπηίας αιώνες πριν, θα σημαδέψουν τη ζωή τους. Αναπόφευκτα, όπως γίνεται σε ανάλογες περιπτώσεις, οι δύο ξένοι και φαινομενικά ανόμοιοι άνθρωποι θα έρθουν πολύ κοντά, και θα κάνουν αμοιβαίες εκμυστηρεύσεις αποκαλύπτοντας οδυνηρές πτυχές της ζωής τους. Η ζωή και των δύο, για διαφορετικούς λόγους, έχει επηρεαστεί από τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το ’74, αλλά και από τον απόηχο απώτερων ιστορικών γεγονότων.

«Η εμμονή της μνήμης» είναι ένα σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα αναζήτησης χαμένης ταυτότητας· ένα ψυχογράφημα δυο σημερινών ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές και βιώματα που ένα απροσδόκητο γεγονός τους έφερε κοντά. Αν και δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα με την έννοια ότι η δράση και η πλοκή του εξελίσσεται σε ιστορικό χρόνο, εντούτοις αναπόφευκτα, όπως σας είπα και πιο πάνω, υπάρχει σύνδεση του σήμερα με το παρελθόν. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 συνδέεται με την Πολιορκία και Άλωση της Αμμοχώστου το 1570.

Το πέπλο της λήθης έχει καλύψει τραγικά μυστικά. Αλήθειες που ποτέ δεν ειπώθηκαν, και τώρα είναι αργά να φανερωθούν. Είναι; Μπορεί άραγε η μνήμη να βρει τον δρόμο της, να κρατηθεί πάνω στον χρόνο που φεύγει; Ένα σκοτεινό και τραγικό παρελθόν όταν έρχεται στο φως μπορεί να ανατρέψει τα υπάρχοντα δεδομένα;

Ερωτήματα που είχαν μείνει εκκρεμή από το προηγούμενο μυθιστόρημα μου «Οι Άνεμοι του Χρόνου», όπως και κάποια από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος αυτού επανέρχονται στην «Εμμονή της μνήμης» συνδέοντας το νέο βιβλίο με το προηγούμενο, χωρίς όμως να είναι συνέχειά του.

Τα δύο βιβλία είναι αυτοτελή και ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει την «Εμμονή της μνήμης», χωρίς να έχει διαβάσει προηγουμένως τους «Ανέμους του Χρόνου».

Η αφορμή για να γράψω αυτό το βιβλίο ήταν ο πίνακας του Νταλί με τον τίτλο «Η εμμονή της μνήμης». Σε ένα εξωπραγματικό τοπίο ο ζωγράφος έχει βάλει ρολόγια που λιώνουν ενώ κάποια μυρμήγκια γαντζώνονται πάνω τους. Όπως όλα τα έργα του Νταλί είναι και αυτό συμβολικό. Τα ρολόγια συμβολίζουν τον χρόνο που φεύγει, «ρέει ακάθεκτος», όπως λέει και η ΄Αννα Κομνηνή στην «Αλεξιάδα», ενώ τα μυρμήγκια είναι η μνήμη που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου.

Ο συμβολισμός του πίνακα ήταν που επανάφερε και στη δική μου μνήμη εμπειρίες και βιώματα από τα χρόνια που έζησα στην Κύπρο, λίγο μετά την τουρκική εισβολή το ’74, αλλά και ένα διαβασμένο χρόνια πριν διήγημα του Κ. Ράδου, βασισμένο σε ιστορική μαρτυρία που μιλούσε για την Πολιορκία και την Άλωση της Αμμοχώστου. Κοντά σε αυτά, ήρθε σαν επίμονο μυρμήγκι και πάλι η μνήμη να μου θυμίσει μια φράση που είχα διαβάσει στο «Μικρό Χρονικό της Αλώσεως» του Γεώργιου Φραντζή ή Σφραντζή, και έτσι, μετά από πολλή μελέτη και έρευνα, προέκυψε το καινούργιο μου βιβλίο «Η εμμονή της μνήμης», που ελπίζω να αγαπηθεί από τους αναγνώστες.

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε πολύ τους συγγραφείς που με μεγάλη προθυμία μας μίλησαν για το βιβλίο τους, καθώς και το τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του εκδοτικού οίκου ΨΥΧΟΓΙΟΣ για την αμέριστη βοήθειά του.