Συγγραφέας του βιβλίου «Ικέτες» – Εκδόσεις «Bell»

Η αστυνομική περιπέτεια που εμπνεύστηκε ο Αλέξης Μοστριός δεν είναι από εκείνες που έγιναν πρώτη είδηση στα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ούτε πρόκειται για μια αληθινή ιστορία που συνέβη κάπου, κάποτε και τον ενέπνευσε. Πέτρες και ξύλα τοποθετημένα σε μια στάση που θύμιζαν «Ικέτες» ήταν αυτά που του έδωσαν την ιδέα του συγκλονιστικού μυθιστορήματός του. Όπως είπε στο Vivlio-life «Για μένα, αυτός είναι και ο καλύτερος τρόπος να βάλουμε τη φαντασία να δουλέψει, να ερεθίσουμε τις αισθήσεις μας και τελικά να ικανοποιηθούμε ως αναγνώστες, έχοντας τη δυνατότητα να φανταστούμε τους ήρωες όπως θέλουμε εμείς». Στην πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία μας, διευκρίνισε τις διαφορές μεταξύ αστυνομικής και εγκληματικής λογοτεχνίας υπογραμμίζοντας πως η ελληνική σχολή μπορεί να συγκριθεί με τις αντίστοιχες αγγλικές και γαλλικές. «Ονειρεύομαι ότι στο μέλλον θα μπορούμε να μιλάμε και πιθανώς να διδάσκουμε για την ελληνική αστυνομική σχολή…», σημείωσε κι εμείς φυσικά ευχόμαστε το όνειρό του να γίνει πραγματικότητα.

Δυο έννοιες έχει η λέξη ικέτης: Αυτός που καταφεύγει σε έναν ιερό χώρο ζητώντας άσυλο και αυτός που προσπέφτει σε κάποιον και ικετεύει για προστασία ή βοήθεια. Οι δικοί σας «Ικέτες»;
Τα θύματα στο βιβλίο τοποθετούνται σε μια στάση που παραπέμπει περισσότερο σε μια έκκληση για βοήθεια. Συνεπώς, η πρόκληση για τον αναγνώστη είναι να ανακαλύψει αν αυτό αποτελεί μια δική τους «τελευταία επιθυμία» ή πρόκειται για επιλογή του ίδιου του δολοφόνου.

«Πτώματα μοιάζουν με προσκυνητές…». Έτσι ξεκινά το οπισθόφυλλό σας και δεν ξέρω με τι να τρομάξω πιο πολύ, με τα πτώματα ή με αυτό που μοιάζουν… Δώστε μας μια γεύση από τους «Ικέτες» και περιγράψτε μας τον τόπο που τους τοποθετήσατε.
Οι «Ικέτες» γεννήθηκαν εκεί ακριβώς που τους ανακαλύπτει η Αστυνομία, πάνω σε μια παραλία. Έμπνευση για αυτό αποτέλεσαν κάποιες κατασκευές με πέτρες και ξύλα που είχαν φτιάξει κάποιοι και παραπέμπουν αφηρημένα στη στάση με την οποία τοποθετούνται τα θύματα. Η παραλία αποτελεί για τους περισσότερους από εμάς έναν τόπο χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς και αυτό με ώθησε να την ενσωματώσω για τις ανάγκες της ιστορίας σε ένα τελείως διαφορετικό εγκληματικό πλαίσιο.

Σε μία πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε πως ο τομέας της λογοτεχνίας με τον οποίο έχετε καταπιαστεί αποκαλείται «εγκληματική» και όχι «αστυνομική». Εξηγείστε μας τις διαφορές. Πού σταματά η αστυνομική και πού ξεκινά η εγκληματική λογοτεχνία;
Για μένα η αστυνομική λογοτεχνία παραπέμπει περισσότερο σε έργα όπου παρακολουθούμε τον αστυνομικό ως ήρωα της υπόθεσης να χρησιμοποιεί το κοφτερό του μυαλό για να λύσει έναν έναν τους κόμπους του αινίγματος, αποκαλύπτοντας τελικά στον αναγνώστη τι έχει συμβεί. Στη δική μου περίπτωση, προτιμώ το προφίλ ερευνητών που δεν είναι αλάθητοι, που συναντούν αδιέξοδα, κρίνουν εσφαλμένα και συχνά πληρώνουν το τίμημα για αυτό. Συνεπώς, στο μυαλό μου η «εγκληματική» λογοτεχνία δίνει μεγάλη αξία και βάρος στις πράξεις του εγκληματία μέσα από τις δυσκολίες και τα λάθη που συναντούμε στην πορεία της έρευνας. Θέλω δυνατό το προφίλ του δολοφόνου, ώστε να πάρει αντίστοιχη δύναμη από αυτό και μια πιθανή επιτυχία των ερευνητών.

Ένα βιβλίο εγκληματικής λογοτεχνίας, λοιπόν, που συνεπαίρνει εκείνους που αγαπούν τη λογοτεχνία αστυνομικής δράσης. Σε τέτοιου είδους βιβλία το αναγνωστικό ενδιαφέρον δεν προσελκύουν μόνο εκείνοι που αναλαμβάνουν να επιβάλλουν την τάξη αλλά και τα θύματα. Έχουν κάποια κοινά στοιχεία οι άνθρωποι που βρίσκονται δολοφονημένοι;
Διαβάζοντας ξανά και ξανά την ιστορία ως αναγνώστης, η πρώτη εντύπωση που μου δημιουργούνταν πάντα ήταν ότι πρέπει να έχουν κάτι κοινό τα θύματα, κάτι που σκεφτόμαστε πάντα όταν ακούμε για τέτοιες υποθέσεις ώστε να «εκλογικεύσουμε», όσο είναι αυτό δυνατόν, τέτοιες πράξεις στο μυαλό μας. Στην πορεία του βιβλίου, όμως, τα πράγματα περιπλέκονται, κάτι που προσθέτει και στη γοητεία της υπόθεσης. Συνεπώς, η σχέση των θυμάτων, αν υπάρχει τέτοια, απασχολεί σε μεγάλο βαθμό την έρευνα και οδηγεί τις Αρχές σε δύσκολους και επικίνδυνους δρόμους.

Αστυνόμος Ωρίωνας Άστρος. Δώστε μας το προφίλ του ανθρώπου ο οποίος θα κληθεί να λύσει τον μακάβριο γρίφο που έχει αναστατώσει την Αθήνα.
Το παράδοξο με τον Άστρο είναι ότι ενώ έχει ένα ασυνήθιστο, ίσως και ανάλαφρο όνομα που παραπέμπει σε μια ζεστή και ταξιδιάρικη προσωπικότητα, πρόκειται για ένα άτομο κλειστό, ιδιότροπο, με πάθη όπως το αλκοόλ και μεγάλη δυσκολία στις προσωπικές και επαγγελματικές του σχέσεις. Η αλήθεια είναι ότι προσωπικά αν είχα μια υπόθεση που έπρεπε να αναλάβει η Αστυνομία θα προτιμούσα κάποιον σαν κι αυτόν να είναι επικεφαλής, αλλά στην ιστορία των «Ικετών» ο χαρακτήρας του έρχεται σε συνεχή κόντρα με τους προϊστάμενούς του. Ως ο «απόμακρος» αστυνόμος του Τμήματος, πάντως, εύκολα μπορεί να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος σε περίπτωση που οι έρευνες δεν πάνε καλά, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Μια τόσο δυνατή περιπέτεια θέλει δίπλα στον πρωταγωνιστή και μία γυναίκα που είτε την ερωτεύεται είτε την μισεί. (Αλλά, συνήθως, στο τέλος την ερωτεύεται). Θα δούμε στο πλευρό του Ωρίωνα κάποια γυναίκα και ποιο ρόλο θα παίξει στην ιστορία σας;
Ναι, ο Ωρίωνας έχει στο πλευρό του τη συνεργάτιδά του, τη Μαίρη Σίμου, μια εμφανίσιμη και δυναμική γυναίκα που συχνά αναγκάζεται να τραβάει τα σχοινιά για να τον επαναφέρει στην πορεία του. Δεν μπορώ να τους φανταστώ να ερωτεύονται ο ένας τον άλλον, αλλά στους «Ικέτες» έρχονται πολύ κοντά, σε μια προσπάθεια να προστατεύσουν ο ένας τον άλλον. Φιλοδοξία μου είναι να έχει και εκείνη έναν εξίσου σημαντικό ρόλο στις έρευνες, ειδικά δίπλα σε κάποιον που ανά πάσα στιγμή μπορεί να μπουκάρει στο γραφείο του προϊσταμένου του και να τα φέρει όλα ανάποδα. Αυτό, φυσικά, δεν αναιρεί το γεγονός ότι έχει και εκείνη τους δικούς της δαίμονες να διαχειριστεί.

Σε τέτοιου είδους μυθιστορήματα οι ανατροπές και οι σκηνές που κόβουν την ανάσα είναι πολλές. Ωστόσο, πάντα, ο επίλογος κρύβει μια μεγάλη έκπληξη. Κάτι που μας είχε διαφύγει κατά την ανάγνωση, έρχεται για να μας δώσει τη χαριστική αναγνωστική… βολή. Θα εκπλαγούμε και με τον δικό σας επίλογο;
Πάλι μιλώντας ως αναγνώστης, νιώθω ότι όταν ο συγγραφέας μου επιφυλάσσει ένα απρόβλεπτο φινάλε, μου δείχνει ότι με σέβεται. Αυτό θέλω να προσφέρω κι εγώ στον αναγνώστη και για αυτό το λόγο είχα στο μυαλό μου τον επίλογο της ιστορίας πριν καν ξεκινήσω να διαμορφώνω την πλοκή. Οι πρώτοι αναγνώστες μου είπαν ότι εξεπλάγησαν με την κατάληξη, και ελπίζω ότι το ίδιο θα νιώσουν και όσοι με τιμήσουν διαβάζοντας το βιβλίο. Ένα καλό τέλος, άλλωστε, με κάνει κι εμένα να θέλω να ανανεώσω το ραντεβού μου με έναν συγγραφέα για το μέλλον.

Η αλήθεια είναι πως οι άνδρες του τμήματος ανθρωποκτονιών στη χώρα μας έχουν αντιμετωπίσει πολλές φορές τρομακτικά εγκλήματα. Υπήρξε ποτέ κάτι ανάλογο (πτώματα τοποθετημένα σε στάση προσευχής), που να σας ενέπνευσε;
Όχι, η ιστορία δεν έχει σχέση με πραγματικά γεγονότα. Αυτό είναι κάτι που το ήθελα, καθώς πιστεύω ότι η μυθοπλασία που πηγάζει από εικόνες, σκέψεις, ερεθίσματα, έχει δική της ζωή και στοιχεία που δεν επηρεάζονται από τις πράξεις κάποιου εγκληματία που πήραν δημοσιότητα και κατέληξαν μπροστά μας μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Για μένα, αυτός είναι και ο καλύτερος τρόπος να βάλουμε τη φαντασία να δουλέψει, να ερεθίσουμε τις αισθήσεις μας και τελικά να ικανοποιηθούμε ως αναγνώστες, έχοντας τη δυνατότητα να φανταστούμε τους ήρωες όπως θέλουμε εμείς.

Έχετε πει πως αγαπάτε τους γρίφους και την παρατήρηση των ανθρώπων. Θα συναντήσουμε αυτά τα δυο στοιχεία στον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός σας;
Ναι, νομίζω ότι όλα τα μέλη της ομάδας δίνουν μεγάλη σημασία στη γλώσσα του σώματος όσων συναντούν και προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα στοιχεία με όσα μέσα διαθέτουν. Ο Άστρος χρησιμοποιεί επίσης και τη μοναχικότητα που τον χαρακτηρίζει για να δίνει την εντύπωση ότι κλείνεται στον εαυτό του, την ώρα που στην πραγματικότητα παρατηρεί και καταγράφει όσα χρειάζεται για να λύσει αυτά τα αινίγματα. Γενικά θεωρώ ότι οι γρίφοι αυτοί είναι απαραίτητοι, γιατί πέρα από όλα τα άλλα δίνουν τη δυνατότητα και στους αναγνώστες να συμμετάσχουν στις έρευνες με το δικό τους τρόπο.

Σημαντικό ρόλο στη συγγραφή του βιβλίου σας έπαιξε, όπως λέτε, η κεραμική. Θέλετε να μας εξηγήσετε τη σχέση της τέχνης αυτής με τους «Ικέτες»;
Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει έμμεσα στις «Ικέτιδες», τις πασίγνωστες τραγωδίες του Αισχύλου και του Ευριπίδη, και μέσω αυτών στην αρχαία Ελλάδα. Οι κεραμοποιοί ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας εκείνη την εποχή, και κατά τη διάρκεια της ιστορίας, οι ερευνητές οδηγούνται στα χνάρια αυτής της τέχνης μέσα από στοιχεία που ανακαλύπτουν. Το γεγονός αυτό αφήνει ένα περίεργο συναίσθημα, καθώς τους κεραμίστες τους έχουμε συνδυάσει με μια ευγενή και χαλαρωτική δραστηριότητα. Στους «Ικέτες», όμως, η τέχνη της κεραμικής παραπέμπει σε σκοτεινούς, μοναχικούς χαρακτήρες, και αυτό ελπίζω ότι θα κεντρίσει ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον των αναγνωστών.

Υπάρχουν βιβλία αυτού του είδους λογοτεχνίας που πραγματικά στάζουν αίμα και σίγουρα κάποιους τους ικανοποιεί η αλόγιστη βία και οι ματωμένες περιγραφές. Εσείς υιοθετήσατε αυτόν τον τρόπο γραψίματος στους «Ικέτες»;
Η περιγραφή της υπόθεσης και ο τρόπος που παρουσιάζεται το βιβλίο μπροστά μας σίγουρα παραπέμπει σε αιματοκύλισμα. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν εστιάζω σχεδόν καθόλου σε περιγραφές των πτωμάτων, τραυματισμούς ή φρικιαστικές εικόνες. Για μένα, η γοητεία των «Ικετών» είναι ο τρόπος με τον οποίο οι εικόνες των θυμάτων που βλέπουν μπροστά τους οι αστυνομικοί οδηγούν τις έρευνες προς κάθε κατεύθυνση, θέτοντας και τους ίδιους σε κίνδυνο. Δεν πιστεύω στην αλόγιστη βία, και όταν αυτή χρειάζεται για τις ανάγκες του σεναρίου προσπαθώ να μην την αφήνω να επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της ιστορίας.

Η Αστυνομική και η εγκληματική (εφόσον μ’ αυτήν καταπιάνεστε) λογοτεχνία κερδίζει συνεχώς έδαφος στις προτιμήσεις του ελληνικού αναγνωστικού κοινού. Θα μπορούσε κάποτε να συγκριθεί με την αγγλική ή τη γαλλική σχολή και οι κριτικοί βιβλίων του μέλλοντος να λένε πως υπάρχει και ελληνική σχολή;
Ναι, το πιστεύω αυτό. Πέρα και πάνω από την προσωπική μου καταξίωση, ονειρεύομαι ότι στο μέλλον θα μπορούμε να μιλάμε και πιθανώς να διδάσκουμε για την ελληνική αστυνομική σχολή. Φαντάζομαι ότι όπως και οι αντίστοιχες ξένες, αυτή θα κουβαλάει μέσα της την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα συγγραφέα αλλά και το άγριο ανάγλυφο του εδάφους στη χώρα μας, που επηρεάζει τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Κυρίως όμως, για μένα, η ελληνική σχολή περιλαμβάνει τις απίστευτες εικόνες που μπορεί να συναντήσει κανείς όπου κι αν σταθεί στην Ελλάδα, εικόνες που παραπέμπουν τόσο στα καλά όσο και στα άσχημα που περιγράφονται στα βιβλία που την αποτελούν. Υπάρχουν πλέον αρκετοί αξιόλογοι εκφραστές της και πρέπει να διαδώσουμε ότι αξίζει να αγκαλιαστεί αυτή η προσπάθεια από το κοινό, όπως αγκαλιάστηκε και από τις εκδόσεις «BELL».

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Πτώματα που μοιάζουν με προσκυνητές…
Οι παραλίες γύρω από την Αττική γίνονται το μακάβριο σκηνικό των εγκλημάτων που συγκλονίζουν τη χώρα. Ο δολοφόνος βρίσκεται εκεί έξω και τα πτώματα που αφήνει πίσω του, τοποθετημένα σε στάση προσευχής, μοιάζουν μέρος ενός αλλόκοτου τελετουργικού. Με κάθε χαρακτηριστικό γνώρισμά τους να έχει αφαιρεθεί προσεκτικά, οι Αρχές αδυνατούν να ανακαλύψουν ακόμα και τις ταυτότητες των θυμάτων.
Τον γρίφο θα κληθεί να λύσει ο αστυνόμος Ωρίωνας Άστρος. Έμπειρο μέλος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, με αγάπη στο ουίσκι, εχθρούς εντός του Σώματος και βάρη του παρελθόντος στις πλάτες του, θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα και να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από τα αποτρόπαια εγκλήματα. Γιατί ο κλοιός σφίγγει, τα πτώματα αυξάνονται και ο κίνδυνος πλησιάζει απειλητικά τον ίδιο και τα μέλη της ομάδας του.


Ο Αλέξης Μοστριός γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Από τότε, ταξιδεύει μέσα στο κεφάλι του και σε πολλές χώρες και ελληνικά νησιά έξω από αυτό προσπαθώντας να καταλάβει τον κόσμο και να γεμίσει εικόνες, την ώρα που θα έπρεπε να συγκεντρώνεται στο γράψιμο. Έχει περάσει αρκετά χρόνια στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο σπουδάζοντας και βουτώντας μέσα στα βιβλία, που ήταν πάντα η μεγάλη του αγάπη μαζί με τον αθλητισμό και τη μουσική. Ζει πλέον μόνιμα στην πρωτεύουσα και αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο.