Συγγραφέας του βιβλίου «Ραγιάς – Μέρες και νύχτες 1821» – Εκδόσεις «Ψυχογιός»

Τον αφανή ήρωα, τον άγνωστο στρατιώτη του 1821, που μαζί με τους απλούς αγωνιστές σήκωσαν το βάρος ενός μεγάλου αγώνα, γνωρίζουμε μέσα από το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου. Υπόδουλος, υποτακτικός και επισήμως μη μουσουλμάνος υπήκοος, ο επινοημένος «ραγιάς» Αγγελής, μας βάζει στην καθημερινή ζωή των σκλαβωμένων, τον εξευτελισμό, την κοινωνική διαστρωμάτωση. Μέσα από τις σελίδες του, γνωρίζουμε τους κολίγους, τους άρχοντες και τους κοτζαμπάσηδες, την ατμόσφαιρα και τη φημολογία που επικρατούσε λίγο πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης, αλλά και τη στιγμή που ο ήρωάς του αποφασίζει να ριχτεί στη φωτιά του πολέμου βροντοφωνάζοντας «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανένα, ραγιάς σε τίποτα». Μιλώντας στο Vivlio-life για τις λέξεις της συγκεκριμένης πρότασης – τροφή για σκέψη για όλους εμάς τους αναγνώστες – ο συγγραφέας υπογραμμίζει: «Ελπίδα μου είναι να τις κάνουν πράξη στη ζωή τους και όχι απλώς να μείνουν ως λέξεις. Να μη γίνει σύνθημα, αλλά ενέργειες, στάση ζωής».

Μια σημαντική χρονιά για την Ελλάδα, που φέτος γιορτάζει το σημαντικότερο σταθμό της νεότερης ιστορίας της, ολοκληρώνεται. Πιστεύετε πως μέσα από τις εκδηλώσεις, τις ομιλίες, τις εκπομπές αλλά και τις συγγραφικές προσεγγίσεις έχουμε μάθει όλες τις «καταχωνιασμένες αλήθειες» που αναζητάτε κι εσείς μέσω του ήρωά σας;
Μένουν ακόμη πολλά στο ημίφως ή και στο απόλυτο σκοτάδι. Μέσα από τον «ραγιά» ο αναγνώστης ανακαλύπτει αρκετές καταχωνιασμένες αλήθειες. Όμως η λογοτεχνία έχει διαφορετικό προσανατολισμό από την καθαυτό Ιστορία. Ακόμη κι όταν η Ιστορία εντάσσεται στη θεματική ενός μυθιστορήματος, όπως στον «ραγιά». Επιλέγει και εστιάζει σε θέματα διαχρονικά, σε ζητήματα που μας απασχολούν και σήμερα και θα μας απασχολούν και αύριο. Αναφέρω μονάχα ένα παράδειγμα από τα πολλά που εμπεριέχονται στο βιβλίο μου. Οι γυναίκες τις οποίες είχε αιχμαλωτίσει το ασκέρι του Ιμπραήμ, δήλωσαν στη συντριπτική τους πλειονότητα το 1828 στην επιτροπή που συστάθηκε για αυτόν τον σκοπό ότι θα ακολουθήσουν τους δημίους τους στην Αίγυπτο. Κι αυτό γιατί οι άντρες τους, οι συγγενείς και οι χωριανοί τους θα τις περιφρονούσαν ως ατιμασμένες. Πόσοι και σήμερα δε θεωρούν στίγμα τον βιασμό για τη γυναίκα που τον υφίσταται;


Η συμβολή σας στον εορτασμό για τα 200 χρόνια από την κήρυξη της επανάστασης και του αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, είναι ένα μυθιστόρημα για τις μέρες και νύχτες του 1821. Πότε μπήκε ο σπόρος της συγγραφής του στο μυαλό σας;
Αρχικά δε στόχευα στον εορτασμό των 200 χρόνων. Βοήθησε η καραντίνα και η έλλειψη υποχρεώσεων να γραφτεί κατά έξι μήνες νωρίτερα. Ως θέμα με απασχόλησε και το 2011 στο μυθιστόρημά μου «Άγιοι και δαίμονες-Εις ταν Πόλιν», το οποίο διαδραματίζεται κυρίως στην Κωνσταντινούπολη προεπαναστατικά, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του Εικοσιένα και τα μεταγενέστερα χρόνια. Από τότε ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα εξελίσσεται εξολοκλήρου στην επαναστατημένη Ελλάδα, με το βάρος να πέφτει στον Μοριά και στο Μεσολόγγι.


Φθάνοντας στον επίλογο του μυθιστορήματός σας, πιστεύετε πως ο αναγνώστης θα έχει σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν, κατά και μετά την επανάσταση;
Θα σχηματίσει μια πολύ καλή εικόνα για όσα συνέβησαν. Ειδικά όσοι έχουν μείνει στα σχολικά αναγνώσματα της Ιστορίας ή στη μελέτη μόνο των σημαντικών μαχών και γεγονότων. Ωστόσο και οι ψαγμένοι θα ανακαλύψουν πολλά. Ασφαλώς ένα μυθιστόρημα δεν μπορεί να καλύψει κάθε πλευρά τόσων περιστατικών και καταστάσεων επί τόσα χρόνια. Οφείλει ο συγγραφέας και να υπακούει στους κανόνες της μυθοπλασίας. Εν κατακλείδι θεωρώ ότι υπάρχουν ακόμη πολλές ανεξερεύνητες πτυχές του Εικοσιένα.


Ραγιάς. Πότε ακούν οι Έλληνες για πρώτη φορά τη λέξη που θα τους συνοδεύει με την υποτιμητική του έννοια για τετρακόσια χρόνια;
Αφότου υποδουλώνεται κάθε περιοχή, μια και ραγιάς αυτό σημαίνει, υπόδουλος, υποτακτικός και επισήμως μη μουσουλμάνος υπήκοος. Ωστόσο σε αρκετές περιοχές, όπως για παράδειγμα στην Άρτα, ενώ η πόλη υποδουλώνεται το 1449 οι πρώτοι Οθωμανοί έποικοι, πέρα από τον διοικητή Φαΐκ Πασά και την ελάχιστη φρουρά του, έρχονται εκατό χρόνια αργότερα.


Ο Αγγελής, είναι ο δικός σας ραγιάς. «Αφότου βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι». Βάλτε μας στη ζωή και την καθημερινότητα του ήρωά σας.
Αρχικά βλέπουμε τον Αγγελή το 1816 στο κοτέτσι ενός Τούρκου, ο οποίος με βασανισμούς προσπαθεί να τον αναγκάσει να αλλαξοπιστήσει και μετέπειτα να γυρίζει με τον πραματευτή Τζίγνο σε όλον τον Μοριά. Εκεί ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει την καθημερινή ζωή των ραγιάδων, τη σκλαβιά, τον εξευτελισμό, την κοινωνική διαστρωμάτωση, τους κολίγους, τους άρχοντες και τους κοτζαμπάσηδες, αλλά και την ατμόσφαιρα και τη φημολογία που επικρατούσε λίγο πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης. Ακολουθούν τα χρόνια της επανάστασης, όπου ο Αγγελής αντιμετωπίζει αρχικά όλους τους φόβους και τα διλήμματα των απλών αγωνιστών, ρίχνεται στη συνέχεια στη φωτιά του πολέμου, κάνει λάθη, έχει αδυναμίες, ζει περιπετειώδεις, τραγικές και συγκινητικές στιγμές, διασταυρώνεται με άλλους συμπολεμιστές αλλά και με τυχοδιώκτες, Έλληνες και ξένους, κτίζεται βήμα το βήμα ο χαρακτήρας του και μεστώνει ο νους του, ώσπου βροντοφωνάζει: «Ραγιάς σε κανέναν και σε τίποτα». Μαζί με τη φωτιά των μαχών ο Αγγελής σφιχταγκαλιάζεται και με τον έρωτα. Ένας έρωτας επανάσταση για την εποχή εκείνη, με τους συμβολισμούς του όσον αφορά την εξέλιξή του, καθώς ακολουθεί όλα τα σκαμπανεβάσματα του ξεσηκωμού. Παράλληλα, μέσα από τη δράση του Αγγελή, ξεδιπλώνεται η ανθρωπογεωγραφία, τα ιστορικά συμβάντα, το μεγαλείο της επανάστασης, αλλά και όσα τη σημάδεψαν και την πλήγωσαν ή πολλά από όσα αποσιωπήσαμε ή διαστρεβλώσαμε. Να σημειώσω κι ότι το μυθιστόρημα παρακολουθεί μέσα από τα βήματα του Αγγελή και όσων τον πλαισιώνουν αρκετά γεγονότα και από την πλευρά του «άλλου», των Τούρκων.


«Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα». Πόσο εύκολο είναι να ανθίσει ο έρωτας κάτω από ένα καταπιεστικό ζυγό;
Η δύναμη του έρωτα είναι καταλυτική. Ανθίζει και κάτω από τις πιο δύσκολες και παράξενες συνθήκες. Μας το έχει αποδείξει πάμπολλες φορές η ανθρώπινη πορεία ανά τους αιώνες. Άλλωστε απάνω του στηρίζεται η ζωή. «Έρωτας ο αέναος αλυτάρχης της φωτιάς και του νερού στους υπερπόντους και στις γειτονιές του σύμπαντος, που διαιρεί και επανασυνθέτει το ελάχιστο και το μέγα», όπως έγραφα στην ποιητική μου συλλογή: «Έρωτας νυν και αεί». Και: «Έρωτας η σταλαγματιά που η ζωή καράβι ανοίγεται και πάει».


Μέχρι πού μπορούσαν να φθάσουν, αλήθεια, τα όνειρα των υποδουλωμένων ραγιάδων εκείνες τις γκρίζες μέρες χωρίς δικαιώματα και τις μαύρες νύχτες των εξευτελισμών;
Οι ραγιάδες είχαν τη λαχτάρα να ζήσουν ανθρωπινά. Δεν τους ανήκε τίποτα, δε έλεγχαν στοιχειωδώς τη ζωή τους, τους τσαλαπατούσαν το όνειρο, αδυνατούσαν να προστατέψουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τους καταδυνάστευε ο πόνος και η ανημπόρια, τους έπνιγαν την ανάσα. Ζούσαν με όνειρα λειψά, μακελεμένα. Γι’ αυτό και επαναστάτησαν.


Και τι γίνεται όταν το «μολυβένιο σύννεφο της σκλαβιάς», απομακρύνεται από τον ελληνικό ουρανό;
Οι προσδοκίες των απλών αγωνιστών, ότι θα τους μοιράσουν τα χωράφια και τις περιουσίες των Τούρκων, μα και τον κοτζαμπάσηδων, διαψεύστηκαν. Ο ιδρώτας για το μεροφάι συνέχισε να κυλά στο κορμί τους με τον ίδιο τρόπο. Η εκμετάλλευση από τους ισχυρούς συνεχίστηκε. Εκείνο το οποίο έπαψε ήταν ο φόβος του Τούρκου που δε λογάριαζε τον ραγιά σαν πλάσμα ανθρωπινό. Έμεινε ο φόβος απέναντι στον Έλληνα αφέντη, τον τσιφλικά, τον άρχοντα. Ωστόσο άρχισαν να μπαίνουν τα θεμέλια ενός κράτους, μιας συντεταγμένης πολιτείας, έστω και ακόμη στα σπάργανα, και αχνόφεγγε η ελπίδα ότι θα ξημερώσουν καλύτερες μέρες. Επί της ουσίας εκείνοι οι αγωνιστές θυσιάστηκαν για να απολαύσουν τα αγαθά της ελευθερίας οι απόγονοί τους πολλά χρόνια μετέπειτα. Γι’ αυτό και είμαστε πολλαπλά οφειλέτες τους.


Ο Αγγελής, εκπροσωπεί τους ήρωες που έμειναν στην αφάνεια. Ήταν πλέον καιρός να βγουν στο προσκήνιο και να πάρουν τη θέση που τους αξίζει αλλά τους στερήθηκε από την επίσημη ιστορία;
Ο Αγγελής εκπροσωπεί τους αφανείς αγωνιστές, τον άγνωστο στρατιώτη. Όλους τους απλούς αγωνιστές που σήκωσαν το μεγάλο βάρος του αγώνα πολεμώντας και αντέχοντας στις κακουχίες, στο ελάχιστο φαγητό, στις καιρικές συνθήκες και τόσα άλλα. Αντίθετα με τους αγωνιστές του Εικοσιένα δε συνέβη το ίδιο με το Έπος του Σαράντα, το οποίο αποδόθηκε στον Ελληνικό λαό. Αναμφίβολα και πρέπει να αναδειχτεί ο ρόλος τους, να πάψει να μένει στην αφάνεια. Σε αυτό στοχεύει, μεταξύ άλλων, ο «ραγιάς».


Στα πρόσωπα που επιλέξατε να βάλετε δίπλα στον Αγγελή ώστε να κατανοήσουμε τις μέρες και νύχτες στην Ελλάδα διακόσια χρόνια πριν, είναι και δυο γέροντες «οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για καθετί…». Ποιο ρόλο τους δώσατε;
Των γερόντων που έχουν κατακτήσει τη λαϊκή σοφία και μπορούν να γίνουν μέντορες για τους νεότερους. Συνάμα της φωνής που ψιθυρίζει στο αυτί του αναγνώστη όσα δεν είναι σε θέση να αναλύσει ο Αγγελής την εκάστοτε χρονική στιγμή. Παράλληλα και της κριτικής φωνής που αποδίδει ευθύνες προς πολλούς, ενώ μέσα από τους διαλόγους τους δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να κατανοήσει, και ο Αγγελής βεβαίως, εκείνη τη μακρινή εποχή ή και παλιότερες. Εν κατακλείδι να μιλήσουν και με τη δική μου φωνή, ως άλλος εαυτός, προκειμένου να ξετυλίξουν και να καταθέσουν τις απόψεις μου για ορισμένα σημαντικά γεγονότα και ζητήματα.


Κοτζαμπάσηδες, κολίγοι, η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώχτες… Η αλήθεια είναι πως γνωρίσαμε πολλά πρόσωπα στο μυθιστόρημά σας. Ανάμεσά τους και ο αμίλητος Συμεών. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτόν.
Ο Συμεών συμβολίζει τον άνθρωπο ο οποίος αρνείται να μεταλαμπαδεύσει τη σοφία του. Εκείνον που κλείνεται στον εαυτό του, ύστερα από τα όποια δεινά υπέστη. Ωσότου αλλάζει στάση την πιο κατάλληλη στιγμή.


«Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανένα, ραγιάς σε τίποτα», βροντοφωνάζει ο Αγγελής και σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού. Δέκα λέξεις από το ένδοξο παρελθόν – τροφή για σκέψη – που θα μπορούσαν να είναι και τίτλος βιβλίου. Θα θέλατε ως συγγραφέας να μείνουν για πάντα στο μυαλό των σύγχρονων αναγνωστών σας;
Ελπίδα μου είναι να τις κάνουν πράξη στη ζωή τους και όχι απλώς να μείνουν ως λέξεις. Να μη γίνει σύνθημα, αλλά ενέργειες, στάση ζωής.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
1816-1829. Πάτρα, Τριπολιτσά, Ναύπλιο, Μεσολόγγι…
Αφότου ο Αγγελής βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι.
Κατά την εκρηκτική και συγχρόνως σαγηνευτική πορεία του μπαίνει στη δούλεψη ενός στρυφνού και τσιγκούνη πραματευτή, που σου πουλά κωλοφωτιά για καντήλι. Τον ζώνει το μολυβένιο σύγνεφο της σκλαβιάς και του εξευτελισμού των ραγιάδων. Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα. Απαντιέται με κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές, που είναι πιότερο από αδέρφια και γυναίκα την ώρα της μάχης, ενώ ένα τρομαγμένο Τουρκόπουλο γαντζώνεται πάνω του.
Στον δρόμο του και δύο γέροντες, οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για καθετί μα και τη γλυκιά και φαρμακερή ουσία του «εγώ», η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώκτες, ο επί τριάντα έξι χρόνια αμίλητος Συμεών, ένας καβαλάρης που σώζει αιχμάλωτες Τουρκοπούλες και ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος.
Ο Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του ματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού, μεταβολίζει την αγριότητα σε ελπίδα, λύτρωση και γλυκασμό, και βροντοφωνάζει: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!»

Βιογραφικό
Ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε το 1960 στο χωριό Μελάτες της Άρτας και ζει μόνιμα από το 1983 στην Αθήνα. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίζεται το 2000 με την ποιητική συλλογή “Το νερό των ονείρων” και το μυθιστόρημα “Μεθυσμένος δρόμος”. Ακολουθεί η συλλογή διηγημάτων “Μόνο να τους άγγιζα”, η οποία επανεκδόθηκε εμπλουτισμένη το 2017 με τον νέο τίτλο: “Κάποιοι δεν ξεχνούν ποτέ”, καθώς και οι ποιητικές του συλλογές: “Το παραμιλητό των σκοτεινών Θεών” και “Έρωτας νυν και αεί”. Με τη δεύτερη ήταν υποψήφιος στη βραχεία λίστα για το κρατικό βραβείο ποίησης, ενώ η παραλογή “Ο λύκος” που εμπεριέχεται στη συλλογή διηγημάτων βραβεύτηκε στον Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος “Γιώργος Σεφέρης” του πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας. Όλες οι ποιητικές του συλλογές κυκλοφόρησαν μαζί με πενήντα ανέκδοτα ποιήματα σε έναν τόμο το 2107 με τίτλο “Ποίηση 2000-2017”. Ευρύτερα γνωστός στο αναγνωστικό κοινό έγινε με το μυθιστόρημά του “Ιμαρέτ”, το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Το “Ιμαρέτ” μεταφράστηκε στα πολωνικά, στα τουρκικά, στα αραβικά και στα αγγλικά. Το “Ιμαρέτ” κυκλοφορεί και σε εφηβικό μυθιστόρημα σε δύο τόμους (για παιδιά άνω των 10 ετών), με εικονογράφηση του σκηνογράφου Αντώνη Χαλκιά. Επίσης, έχει γράψει τα μυθιστορήματα: “Σάος-Παντομίμα Φαντασμάτων”, “Άγιοι και δαίμονες-Εις ταν Πόλιν”, “Ουρανόπετρα-Όπου πατώ είναι δικός μου δρόμος”, “Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου”, “σέρρα-Η ψυχή του Πόντου”, το οποίο μεταφράστηκε στα αλβανικά και έχει τιμηθεί με το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος Μικρασιατικού περιεχομένου για τα έτη 2016-2018, και “γινάτι-Ο σοφός της λίμνης”, το οποίο τιμήθηκε με το “Βραβείο Βιβλιοπωλείων Public 2019”. Ο Γιάννης Καλπούζος συμμετείχε σε συλλογικά έργα, διασκεύασε σε θεατρικό σενάριο το μυθιστόρημά του “σέρρα-Η ψυχή του Πόντου” και έχει γράψει τους στίχους 80 τραγουδιών, όπως τα: “Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου”, “Δέκα μάγισσες”, “Να ‘σουν θάλασσα”, “Γιατί πολύ σ’ αγάπησα” και άλλα. Πλέον όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός.