Με φόντο τα γεγονότα που στιγμάτισαν την Ιστορία της Ελλάδας από το 1939 ως το 1959 και τον απόηχο που αυτά είχαν στη ζωή των απλών, λαϊκών ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας, η Σόφη Θεοδωρίδου στήνει ένα εξαίρετο ηθογραφικό και ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα.
Μια καλοκαιρινή μέρα του 1939 η δεκαπεντάχρονη Κασσιανή εκδιώκεται από την οικογενειακή της εστία με έναν ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο, σαν σκουπίδι, σαν απόβλητο, αφού έχει υποστεί τον ανελέητο ξυλοδαρμό από τον ίδιο τον γονιό της. Αιτία; H γνωριμία της με τον γείτονα Λυκούργο και το ερωτικό εφηβικό φιλί που ανταλλάσουν. Πώς μπορεί ένας πατέρας να τιμωρεί τόσο σκληρά το παιδί του, πώς μπορεί να του φέρεται σαν μίασμα, να αμαυρώνει την ψυχή του να μην συγχωρεί ειδικά αν ο ίδιος αυτοαποκαλείται ιεροκήρυκας, κηρύττει δηλαδή το λόγο του Θεού; Ερωτήματα που εισχωρούν στο μυαλό του αναγνώστη διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες του βιβλίου και στα οποία προσπαθεί να δώσει την προσωπική του απάντηση.

Δεύτερος σταθμός του μυθιστορήματος ο γάμος των δύο νέων που έρχεται σαν αποτέλεσμα της βάναυσης αποπομπής αλλά και των επιταγών της κοινωνίας. Ο Λυκούργος αναλαμβάνει τις ευθύνες του, και φέρνει τη γυναίκα του στο πατρικό του, η οποία βρίσκεται υπό τις διαταγές της πεθεράς της την οποία οφείλει να υπακούει απαρέγκλιτα. Τίποτα όμως δεν εξελίσσεται όπως το πρωτοονειρεύτηκαν ή ήλπιζαν οι δύο νέοι. Η προσωπική επιλογή του Λυκούργου να σπουδάσει στην Αθήνα, η Κατοχή, ο Εμφύλιος σπαραγμός που ακολούθησε και ξανά η επιλογή του να γίνει Αντάρτης, να αγωνιστεί στο βουνό για τις προσωπικές του Κομμουνιστικές απόψεις τον ωθούν να φύγει μακριά και αναγκάζουν την Κασσιανή να φορτωθεί βάρη και ευθύνες που δεν τις έπρεπαν σε δύσκολα χρόνια. Γεννάει μόνη της το παιδί τους, αγωνίζεται για να επιβιώσουν, να μην πεθάνουν από την πείνα και βιώνει τον αποκλεισμό από τους συντοπίτες της, ακόμα και από τους συγγενείς της, λόγω των φρονημάτων του άντρα της που ποτέ δεν χάρηκε. Ακόμα και όταν γεύεται τον αληθινό έρωτα από έναν άνθρωπο που την αγάπησε πραγματικά, αναγκάζεται να τον απαρνηθεί καθώς εγκλωβίζεται στα κοινωνικά «πρέπει», που θέλουν τη γυναίκα να τιμά το στεφάνι της όταν ο σύζυγος αγνοείται και δεν έχει πεθάνει.

Αγκαθωτό το στεφάνι που της φόρεσε ο άντρας της, γεμάτο πίκρες, βάσανα, αποχωρισμούς, σαν τον ασπάλαθο που θεριεύει τη φωτιά… Και ο άντρας της μια ζωή λιποτάκτης κι αυτή έρμαιό του, να «πληρώνει τα σπασμένα»…
Ο λόγος της Θεοδωρίδου ρέει αβίαστα και ο ρυθμός της αφήγησης είναι ως επί το πλείστον γρήγορος, στα κατάλληλα σημεία όμως χαλαρώνει, επιτρέποντας στον αναγνώστη να πάρει ανάσα, να αφουγκραστεί τα γεγονότα, να δώσει απαντήσεις στα ποικίλα ερωτήματα που του δημιουργούνται διαβάζοντας.
Τα ιστορικά γεγονότα που πλαισιώνουν τη μυθοπλασία παραμένουν αναλλοίωτα και περιγράφονται απόλυτα ρεαλιστικά. Η συγγραφέας δίνει έμφαση στο ψυχογράφημα των ηρώων της, στις σκέψεις τους και στα διλήμματά τους. Οι περιγραφές της είναι ατμοσφαιρικές και δημιουργούν εικόνες στον αναγνώστη.

Ένα μυθιστόρημα ατμοσφαιρικό και συνάμα νοσταλγικό για εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί – την αίσθηση της γειτονίας, την εικόνα των παιδιών να παίζουν αμέριμνα στην αλάνα και την εντύπωση ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Κι όπως οι Έλληνες άντεξαν και επιβίωσαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια, έτσι θα αντέξουν και τώρα και θα αναγεννηθούν από τις στάχτες τους!

stefani apo aspalatho

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα του 1939, η Κασσιανή κρυφοκοιτάζει πίσω απ’ την κουρτίνα της κάμαράς της το άγνωστο παλικάρι που σιγοπίνει τον καφέ του στην αυλή των γειτόνων τους, δίχως να υποψιάζεται ότι είναι ο άντρας που θα σφραγίσει τη ζωή της. Η δεκαπεντάχρονη κοπέλα ασφυκτιά στην επαρχία, στη σκιά του αυστηρού ιεροκήρυκα πατέρα της. Ο δεκαοχτάχρονος Λυκούργος, απ’ την άλλη, οραματίζεται το μέλλον του στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας.
Τους δυο νέους θα ενώσει ένα εφηβικό φιλί και μια βάρβαρη τιμωρία. Θα τους χωρίσουν οι δικές του επιλογές κι η Ιστορία. Στα χρόνια που τους περιμένουν η Κασσιανή θα υποχρεωθεί να επωμιστεί βάρη που δεν της έπρεπαν.
Αντιμέτωπη μ’ ένα κράτος εχθρικό και μια κοινωνία ματωμένη, θα αισθανθεί συχνά ότι σταυρώνεται για λάθη εκείνου κι ότι το στεφάνι που κάποτε της φόρεσε είναι φτιαγμένο απ’ τον αγκαθωτό ασπάλαθο, που χρησιμοποιούν στον τόπο της για φράχτη ή για προσάναμμα. Στο κλειστοφοβικό σύμπαν του νέου κόσμου της θ’ αναγκαστεί ν’ απαρνηθεί ακόμη κι αυτή τη γυναικεία της υπόσταση, μέχρι τη μέρα που θα διαπιστώσει πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.
Μια επαρχιακή πόλη απ’ τη μεταξική Ελλάδα μέχρι τη μετεμφυλιακή της δεκαετίας του ’50. Ένα ζευγάρι παρασυρμένο απ’ τις μπόρες των καιρών. Ένα στεφάνι φτιαγμένο από ασπάλαθο.