«Τα ποιήματα είναι που φταίνε/αυτά καταδιώκουν τους ποιητές», αναφέρει ο δημοσιογράφος και ποιητής Στέφανος Μεσσήνης στη σελίδα 26 της ποιητικής του συλλογής «Ίνα ως…», στο ποίημα με τίτλο «ΣΧΗΜΑ». Τα ποιήματα λοιπόν, είναι κραυγές των δημιουργών τους, είναι η κατάθεση της ψυχής τους, η επανάσταση ή η εξομολόγησή τους, ο τρόπος που εκφράζουν ποικίλα συναισθήματα, επιδιώκοντας να κερδίσουν τον αναγνώστη, υπηρετώντας μια μορφή πανάρχαιας τέχνης, την Ποίηση.

Ο Στέφανος Μεσσήνης γεννήθηκε στη Λευκάδα, μεγάλωσε στα σοκάκια της και πήγε στο Γυμνάσιο. Σπούδασε δημοσιογραφία και πήγε στο Παρίσι, για να γραφτεί στη Σορβόννη, όπου ο καθηγητής Ν. Σβορώνος δίδασκε Βυζαντινή Ιστορία. Εργάστηκε στην ΕΡΤ και στο ΡΙΚ, ενώ για περίπου ένα χρόνο ανέλαβε τη διεύθυνση του ραδιοφωνικού σταθμού του Αιγαίου στη Μυτιλήνη. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και έχει εργαστεί σε πολλές Αθηναϊκές εφημερίδες, έντυπα και περιοδικά. Το 2006 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΤΥΠΩΘΗΤΩ η ποιητική του συλλογή «Ίνα ως…» σε μια καλαίσθητη έκδοση, που αφιερώνει στους γονείς του και περιλαμβάνει ποιήματα, σύντομα ή μακροσκελή, γραμμένα σε μοντέρνο στίχο, με εμπλουτισμένο λεξιλόγιο και λυρική περιρρέουσα γλώσσα, που σε προδιαθέτει να τα διαβάσεις χωρίς ανάσα, για να δεις την ευαισθησία και το ρεαλισμό του, την εντιμότητα και τα διαχρονικά μηνύματά του. Και μια εξαιρετική και πρωτότυπη ιδέα, ο τίτλος του ποιήματος να αποτελεί σε πολλά ποιήματά του ουσιαστικά τον πρώτο τους στίχο

1) ΟΥΤΕ ΥΠΕΡΑΓΙΑ Ούτε θεομήτωρ/ούτε Θεοτόκος…

2) ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ δεν έχουν πύλη/ έρχεσαι από παντού/ και φεύγεις

3) ΒΡΕΣ την επόμενη λέξη/ όπως ξημερώνει…

Ίνα ως… : στόχοι, επιδιώξεις, προσπάθειες, προσδοκίες του καθενός, που άλλοτε υλοποιούνται κι άλλοτε όχι, αφήνοντας την πικρή γεύση ή την ικανοποίηση της προσπάθειας. Εκφράζονται: η αγάπη για τη λευκαδίτικη φύση, οι αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων, ο ύμνος στη μάνα του και σε κάθε γυναίκα που γίνεται μάνα, ο προβληματισμός των ποιητών, ο έρωτας και η αγάπη, η ανάμνηση των παιδικών ερώτων και η στάση των ανδρών στον αγοραίο έρωτα, η νοσταλγία για τα τολμηρά παιδικά κατορθώματα και παιχνίδια, η αναφορά σε ιδιαίτερες στιγμές της Λευκάδας όπως αυτή που η Μαρία Κάλλας τραγούδησε στην πλατεία της πόλης, οι εμπειρίες από τα ταξίδια Αθήνα – Λευκάδα με το λεωφορείο, ο θαυμασμός για τη νομοτέλεια της φύσης και της ζωής ακόμα και των μυρμηγκιών, η αναπόληση της παλιάς εποχής και η ψυχρότητα της νέας:

ΠΛΑΝΟΔΙΟΙ μουσικοί δεν υπάρχουν/φθόγγοι /θραύονται στη δύναμη/ της οροφής.


Ο άνθρωπος είναι σκληρός κατά τον ποιητή. Εκπαιδευόμαστε για να σκοτώνουμε την ομορφιά κι όσους θυσιάζονται γι’ αυτή, όπως αναφέρει στο ποίημα ΟΤΑΝ. Άλλοτε πάλι, η μοναξιά είναι το τίμημα του αγώνα να μείνουμε ακέραιοι και να σταθούμε όρθιοι, η μοναξιά του αγωνιστή: ΟΡΘΙΟΣ όμως πάλι/στάθηκες μπρος/στον καθρέφτη / να κοιτάζεσαι/ πατώντας/ στις μύτες των ποδιών/ είδες να ψηλώνεις ξαφνικά/ ανυπάκουος/έτσι άρχισε / η μοναξιά σου. Όμως πόσο ωραίο και παράτολμο είναι στον κόσμο αυτό να ονειρευόμαστε και να ερωτευόμαστε: ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΚΑΘΕΤΗ ΓΡΑΜΜΗ στο περβάζι/ μ’ ένα παράθυρο ανοιχτό/ σ’ έναν κόσμο κλειστό…/ κοιτώ τον τοίχο αντίκρυ/ κι ερωτεύομαι… Αλλά και πόσο μάταιο να αγωνιζόμαστε για ανούσια πράγματα, για ένα άδειο πουκάμισο, όπως είπε και ο Σεφέρης:Χαρτόκουτα/ χαρτόκουτα άδεια ήταν/ τίποτα περισσότερο…

Μετά τη συγκινητική περιδιάβαση του βιβλίου μένω στην προτροπή: ΝΑ ΣΥΣΤΑΛΕΙΣ να συσταλείς τόσο/ όσο αθέατος μη. Μένω ακόμη στο συμβολικό μήνυμα: Ν’ ΑΝΟΙΓΕΙ Η ΑΧΙΒΑΔΑ και να γίνεται/ χάος/ να πέφτεις/ σα να χάνεσαι/ σα να έχεις ασυνείδητα/ ένα σπάνιο/ προορισμό. Μένω τέλος στο βιωματικό ποίημα που με πήγε στη γενέθλια γη μου και στα παιδικά μου χρόνια: ΔΙΑΝΕΜΑ της ρόμπας του κυρ Φλίπου/ στην πόρτα του κουρείου/ τη μισάνοιχτη/ κι ολομεμιάς/ νοτιάς του Ιονίου/ τούφες μαλλιά σαρώνει/ από κάτω/ κι εγώ/ σε μια γωνιά τιμωρημένος/ κι έβρεχε διαρκώς/ άμα βρέχει εκεί/ ποτέ δε σταματάει.