Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της ΛΙΖΑΣ ΚΑΒΑΓΙΟΥ με τίτλο «ΕΚΕΙ, ΑΚΡΙΒΩΣ» κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΗΡΙΔΑΝΟΣ.
Φωτογραφίες: Μπάμπης Γιαννικάκης

    

«Το τελευταίο βράδυ μου θα το περάσω κοιτώντας τα παντζούρια που μπάζουν φως από τον δρόμο. Μετρώντας τις τρυπούλες τους μια-μια, μπας κι επιτέλους με πάρει ο ύπνος. Πόσες τρυπούλες παίρνει να ξημερώσει; Γιατί αργεί; Αν αυτές μετρούν τον χρόνο που μου δίνεται και απομένει, έστω πως κάθε τρυπούλα είναι και μια καλή στιγμή. Κοίτα μ’ αυτόν τον τρόπο, λίγο-λίγο, πόσο φως μαζεύεται μέσα σε εβδομήντα χρόνια.»

Ένα δείγμα του έργου η περίληψη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, και ας δούμε αρχικά τα περιεχόμενα αυτής της συλλογής διηγημάτων: «Πρώτα, το βάζο», «Ουράνιο τόξο», «Σαμάκι», «Η τάξη των πραγμάτων», «Γάτα», «Η μπουγάδα», «Το χάρτινο», «Τα σκαλιά», «Αυτό, που είμαστε», «Εκεί, ακριβώς», «Άγγελοι».


«Έντεκα διηγήματα εμπνευσμένα από έντεκα εικόνες. Η λογοτεχνία κι η φωτογραφία, δύο τέχνες σε διάλογο, σκύβουν πάνω από τον άνθρωπο. Εκεί, ακριβώς, ένα κλικ πριν την στιγμή της απόφασης. Τη στιγμή που καλείται να αποφασίσει αν η καθημερινότητά του θα τον εξυψώσει σε ήρωα ή αν θα παραδοθεί στη μάχη με το τετριμμένο.»

 

Δύσκολο αφηγηματικό είδος το διήγημα, καθώς πρόκειται για μικρής έκτασης, αυτοτελές αφήγημα με σύντομη πλοκή που περιστρέφεται γύρω από έναν κεντρικό ήρωα σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ένα συμβάν που καθορίζει τη ζωή του. Και ακόμα πιο δύσκολο όταν η έμπνευση έρθει μέσα από μια φωτογραφία, οπότε η αφήγηση του συγγραφέα θα πρέπει να ακολουθήσει και να αγκαλιάσει την στιγμή που αποτύπωσε στον χρόνο ο φωτογράφος. «Εκεί, ακριβώς, στο… κλικ» την στιγμή που οι ήρωες εμφανίζονται σε μας. Σε μια στιγμή της ζωής τους. Και αυτό καταφέρνει η συγγραφέας δημιουργώντας με τη γραφή της τις δικές της εικόνες, τα δικά της μηνύματα, όπως αυτά προέκυψαν από την φωτογραφία.
Ένας τρόπος προσέγγισης της παρουσίασης μας θα ήταν να μιλήσουμε ξεχωριστά για κάθε ένα από τα διηγήματα, ένας άλλος να μιλήσουμε γενικά για τα σημεία που αγγίζουν, για τα μηνύματα που περνούν από τις σελίδες του βιβλίου. Επιλέξαμε τον δεύτερο τρόπο κι αυτό γιατί κάθε αναγνώστης θα πρέπει να γνωρίσει τα διηγήματα μόνος του και να κρατήσει όλα όσα ο ίδιος ξεχώρισε.
Η μοναξιά και η διαφορά της από τη μοναχικότητα. Τα γηρατειά. Η φυγή και η λεηλασία. Οι πρόσφυγες. Η θάλασσα και οι χαμένες ζωές εξαιτίας της. Μια φυσική καταστροφή, το θαύμα. Η ΜΑΝΑ και η ορφάνια από αυτήν. Μα και η απώλεια του παιδιού. Η επαφή με την φύση. Τα νεανικά όνειρα και η τελική πραγματικότητα. Η οικονομική κρίση. Ο φόβος της πτώχευσης, οι διαδηλώσεις, η απεργία και οι απεργοσπάστες. Ο σχολικός εκφοβισμός, το πονεμένο παιδί. Η οικογένεια. Η προσφυγιά. Ο θάνατος. Η ασθένεια. Ο Φόβος. Η αναμονή. Η αγωνία, Η επόμενη μέρα…

«…Το τελευταίο βράδυ μου θα το περάσω κοιτώντας τα παντζούρια που μπάζουν φως από τον δρόμο. Μετρώντας τις τρυπούλες τους μια-μια, μπας κι επιτέλους με πάρει ο ύπνος. Πόσες τρυπούλες παίρνει να ξημερώσει; Γιατί αργεί; Αν αυτές μετρούν τον χρόνο που μου δίνεται και απομένει, έστω πως κάθε τρυπούλα είναι και μια καλή στιγμή…»

Ναι, σε μόλις 78 σελίδες, μέσα σε 11 διηγήματα περνούν όλα αυτά και όχι μόνο. Γραμμένα με στρωτή γραφή, ρεαλιστική χωρίς ίχνος τεχνητής πρόκλησης συγκίνησης. Τα ίδια τα κείμενα το κάνουν αυτό από μόνα τους. Κάθε ένα ξεχωριστό. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να κάνουμε στα διηγήματα: «Σαμάκι», «Αυτό που είμαστε», «χάρτινο», «οι άγγελοι» και «εκεί, ακριβώς» που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο.