Η Άννα εργάζεται σε μια εταιρεία και κάθε μέρα ακολουθεί πιστά τη διαδρομή: δουλειά -τρένο-σπίτι.
Όμως μια μέρα απολύεται από τη δουλειά λόγω περικοπών του προσωπικού…
Μια εβδομάδα πριν αυτό θα ήταν ο μεγαλύτερός της φόβος. Να βρεθεί χωρίς δουλειά, να περιφέρεται άσκοπα και να έχει πολύ ελεύθερο χρόνο!
Πώς γίνεται να αλλάζει η ζωή σε μια ώρα; Κι αφού τελικά άλλαξε η ζωή της, πώς θα τη γεμίσει; Κι αν δεν καταφέρει και παραμείνει άνεργη μια κοπέλα με άδεια ζωή πώς θα είναι αυτό;
Στην αρχή όλα είναι δύσκολα. Η Άννα έμενε στο κρεβάτι πέντε μέρες και κοιτούσε το ταβάνι.
Μετά αποφασίζει να κάνει πράγματα με τους ανθρώπους.
Κάθεται στο παγκάκι της γειτονιάς της και εκεί γνωρίζεται με τον μακροχρόνιο άνεργο και άστεγο Φίλιππο. Του παίρνει ένα σάντουιτς και ένα καφέ.
Γνωρίζεται επίσης με τον μικρό Γιώργο και την άνεργη Μικρή.
Πηγαίνει στο γηροκομείο που έβλεπε από το τρένο και γνωρίζεται με την γιαγιά Έλσα, η οποία της αναθέτει διάφορες αποστολές για να βοηθήσουν βασανισμένους ανθρώπους, που έρχονται στα κέντρα υποδοχής των νησιών του Αιγαίου.


Η Άννα συνειδητοποιεί ότι δεν αντέχει να βλέπει ανθρώπους θλιμμένους. Μέχρι τώρα σκεφτόταν συνέχεια πώς θα οργανώσει τη δική της ζωή. Τώρα όμως; Αφού η δική της ζωή δεν μπορεί να οργανωθεί, αφού μια μέρα με φως στα παράθυρα η ζωή της έγινε ασαφής και ο χρόνος άτμητος;
Είναι καθαρό μέσα της. Θέλει να ασχοληθεί με τις ζωές των άλλων…
Η Άννα ψάχνει τον εαυτό της. Τις σχέσεις που μπορεί να έχει με τους άλλους. Τη βοήθεια που μπορεί να δώσει.
Ενώ δεν ήταν καθόλου ανοιχτή στον κόσμο, είχε φτιάξει για τον εαυτό της ένα κουτί, όλοι αυτοί που γνώρισε της άνοιξαν το κουτί και έβγαλαν από μέσα της μια τεράστια δύναμη…
Ακούει πλέον την καρδιά της και παλεύει για τις επιλογές της…
Κατάλαβε τελικά ότι η αγάπη είναι πολλά πράγματα. Είναι οι επισκέψεις που κάνει στη γιαγιά Έλσα, η παρέα που της κρατάει, τα παιχνίδια που παίζουνε, μπορεί να είναι όμως η εκτίμηση, ο θαυμασμός, η εμπιστοσύνη που έχει για τον άλλο…
Σκέφτεται τη ζωή της πώς μεμιάς έχει αλλάξει τον τελευταίο καιρό και έχει περισσότερο χρώμα. Αισθάνεται ευτυχισμένη και με τίποτα δεν θα το άλλαζε αυτό. Από την άλλη όμως βρίσκεται συνέχεια μπλεγμένη, συνέχεια προβλήματα και δύσκολες αποφάσεις. Μήπως αυτό είναι η ζωή;

Η Ελπίδα που πήρε το όνομα της άλλης, δεν σταματάει να αγωνίζεται, ποτέ δεν ηρεμεί, δεν θα σταματά να αναζητά το καλύτερο.
Ακολουθώντας μια πληγωμένη σαλαμάνδρα σε μια τρύπα, θα βρεθεί σε μια σπηλιά, σε μια υπόγεια λίμνη, σε ένα άλλο κόσμο (σαν την Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων)….
Εκεί ο κόσμος δεν έχει ήλιο ούτε ζέστη, έχει λιγοστό φως και υγρασία, εκεί συναντάει τα όνειρά της, τις επιθυμίες της συναντάει τον άλλο εαυτό της.
Εκεί θα συναντήσει και την βασίλισσα που δεν παντρεύεται…
Η Ελπίδα θέλει να βοηθάει τους άλλους, μεγαλώνοντας τον χρόνο τους. Ξέρει ότι αυτός που δεν ψάχνει μάλλον δεν βλέπει γύρω του και αυτός που δεν βλέπει γύρω του δεν εκπλήσσεται.
Προσπαθεί να καταλάβει τους γύρω της.
Ζει εσωτερικές περιπέτειες.
Έχει διαβάσει στον Σαίξπηρ ότι : «Είμαστε απ΄ την ύλη των ονείρων πλασμένοι. Και τη ζωή μας την κυκλώνει ο ύπνος». Ξέρει ότι ο χρόνος στα όνειρα δεν είναι όπως τη μέρα, είναι πολύ πιο μεγάλος, ατέλειωτος! Οι καλύτεροί φίλοι της Ελπίδας είναι τα ωραία, τα απίθανα, τα αγχωμένα, τα αγχωτικά όνειρα και οι εφιάλτες.
Δεν τρομάζει απ΄ αυτό που μπορεί να δει στον καθρέφτη της, είναι πάντα αυτό που υπάρχει μέσα της…
Στο Facebook η Hope τι ρωτάει: θέλεις να διαγράψεις τον άλλο σου εαυτό Ελπίδα, και άρχισες από τον καθρέφτη; Η Ελπίδα αναρωτιέται: Ποια είναι η Hope και παρεμβαίνει; Ποιος της είπε να μιλάει; Είναι πολύ θυμωμένη.
«Εγώ την έφτιαξα. Εγώ την άφησα να μπει. Αυτή είμαι εγώ!»
Δύο εγκλωβισμένοι χαρακτήρες, δύο νέες μοναχικές κοπέλες, δυο κοπέλες με άδεια ζωή, αποφασίζουν να πάρουν τη σημαντική απόφαση και να κάνουν την υπέρβαση που ευελπιστούν πως θα σημαδέψει με κάποια ελπίδα την υπόλοιπη ζωή τους. Κύριο κίνητρο πάντοτε η αδυναμία επικοινωνίας, η πολυεπίπεδη προσωπική ασφυξία καθώς και μια ενδόμυχη υπόσχεση για κάτι καλύτερο στο μέλλον.
Οι κύριοι χαρακτήρες στις δύο Νουβέλες, η Άννα και η Ελπίδα, διέρχονται μιας περιόδου δύσκολης, πλημμυρισμένης με λανθασμένες αναζητήσεις και επιλογές, με κακώσεις σωματικές και ψυχολογικές, είναι κλεισμένες στον εαυτό τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, φοβισμένες, καταθλιπτικές, βιώνουν επώδυνες καταστάσεις και ανατροπές δίπλα σε λάθος ανθρώπους ξεγυμνώνοντας ωστόσο τον εαυτό τους, ώσπου να κατασταλάξουν κάπου υποφερτά, να προχωρήσουν σε συγχώρεση όσων τους πίκραναν και να πορευτούν όπως και όσο καλύτερα μπορούν στη συνέχεια ατενίζοντας μπροστά και αγαπώντας πρωτίστως τον εαυτό τους, χωρίς φυσικά να αγνοούν και επίσης να αγαπούν τους Άλλους δίπλα τους.
Η Άννα και η Ελπίδα. Ή… Ο έρωτας στα χρόνια της ανεργίας και Το κορίτσι που άφησε πίσω.
Δυο γοητευτικές περιπέτειες της δράσης και του νου.
Δυο συναρπαστικά ταξίδια στο κυνήγι της αναζήτησης του εαυτού, σε μια γενναία διάδραση με το άγνωστο, τον Άλλον.
Πρόκειται για Αριστούργημα.


Η Ερμιόνη Κεχαγιά είναι διδάκτωρ Γλωσσολογίας και εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση. Γεννήθηκε το 1965 στη Θεσσαλονίκη και, ύστερα από περιπλανήσεις σε πόλεις του εξωτερικού, τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα. Η γλώσσα ως αντικείμενο μελέτης, ως θέμα διδασκαλίας ή ως πηγή δημιουργίας είναι η κύρια ενασχόλησή της. Το διήγημά της με τίτλο Στο Μουσείο βραβεύτηκε στον διαγωνισμό του Ιανού με θέμα τα ταξίδια και κυκλοφορεί στον τόμο Ταξίδια (εκδόσεις Ιανός 2021). Οι νουβέλες «Δυο Ιστορίες» είναι το πρώτο της βιβλίο.