2022 σελ.422 (Βραβείο COMMONWEALTH, Βραβείο BOOKER 2014)
Ονομάζομαι Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ -βαρυποινίτης, δολοφόνος και ζωγράφος και πολλά άλλα άνευ σημασίας. Καταδικάστηκα σε θάνατο δι΄ απαγχονισμού αλλά ο δικαστής μετέτρεψε την ποινή μου σε εκτόπιση στη Γη του Βαν Ντίμεν (Τασμανία). Απέκτησα αυτή τη συνήθεια να ζωγραφίζω ψάρια. Σε αυτήν την αποικία δε ζωγραφίστηκε ποτέ ούτε μία εικόνα κατάδικου και ότι αυτή καθαυτή η ζωγραφική τέτοιων έργων επέσυρε αυστηρότατη ποινή.
Το «Εγχειρίδιο ιχθύων», με τις μυριάδες τα αξιοπερίεργα και το μακάβριο παραμύθι του, αυτό το παραμύθι που δε σταματούσα να ξεδιπλώνεται είχε χαθεί. Είχα χάσει κάτι πολύ βασικό και αντ΄ αυτού είχα βουτήξει μια περίεργη μόλυνση: το φοβερό μίασμα του ανανταπόδοτου έρωτα…
Όταν σε μια επίσκεψή του στη Βιβλιοθήκη και Μουσείο Καλών Τεχνών του Όλπορτ ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν είδε για πρώτη φορά το Sketchbook of Fishers, που είχε φιλοτεχνήσει περί το 1832 ο βαρυποινίτης Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ (1801-1853), εκστασιάστηκε.
Γεννημένος στην Τασμανία, με μακρινούς προγόνους Ιρλανδούς βαρυποινίτες που εξορίστηκαν εκεί κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Λιμού (1842-1852), ο Φλάναγκαν αποφάσισε να ασχοληθεί με την ιστορία της Αυστραλίας του 18ου και 19ου αιώνα, με αφορμή το ενδιαφέρον που του προκάλεσε το Sketchbook of Fishers. Από το 1787, οπότε άρχισαν οι αποστολές βαρυποινιτών από τη Βρετανία στην Αυστραλία το «αποπαίδι» αυτό της Βρετανικής Κοινοπολιτείας εξελίχθηκε με τον καιρό σε «φυσική φυλακή, σε ένα αχανές, αλλόκοτο κολαστήριο όπου οι τοίχοι περίττευαν».
Γνωρίζοντας από τις διάφορες προφορικές αφηγήσεις την ιστορία των βαρυποινιτών-όλοι τους είχαν φτάσει στη Γη του Βαν Ντίμεν όπου ήταν τότε το όνομα της Τασμανίας, έπειτα από σχεδόν οχτάμηνο ταξίδι που το έβγαζαν κλεισμένοι στο αμπάρι του πλοίου- ο Φλάναγκαν επιλέγει να μην ασχοληθεί με την επίσημη Ιστορία αλλά με εκείνο το κομμάτι της που έχει μείνει στο σκοτάδι, με την περιβόητη «Σιωπή της Αυστραλίας». Πρόκειται για έναν πολύ εύστοχο χαρακτηρισμό της πλήρους αποσιώπησης, τόσο εκ μέρους του νεότευκτου κράτους τόσο και εκ μέρους της Κοινοπολιτείας συνολικά, οποιασδήποτε αναφοράς στις άθλιες συνθήκες ζωής των καταδίκων. Συνάμα και οποιασδήποτε αναφοράς στην εξόντωση των Αβορίγινων.
Ο συγγραφέας αποφασίζει να μιλήσει όχι απλώς για λογαριασμό, αλλά με τη φωνή εκείνων που δεν είχαν επί δύο αιώνες ούτε φωνή ούτε πρόσωπο. Ο Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ, ο βαρυποινίτης καλλιτέχνης που κέντρισε το ενδιαφέρον του συγγραφέα θα γίνει το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου -από κοντά, βέβαια, και τα ψάρια του. Διότι άμα δεν μπορείς να απεικονίσεις πρόσωπα, ζωγραφίζεις ψάρια. Και τους δίνεις κάποια -λίγα αλλά εύγλωττα- ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Η ανάγκη να κουκουλωθεί ένα παρελθόν δύο αιώνες είχε κριθεί επιτακτική από τους κρατούντες. Δεν έπρεπε να υπάρχουν τεκμήρια για τη ζωή των βαρυποινιτών. Ούτε για το πώς εξαφανίστηκαν οι Αβορίγινες. Που στην αρχή δέχτηκαν την αποικιοκρατική παρουσία χωρίς εχθρότητα, για να εξοντωθούν στην πορεία, απλώς και μόνο επειδή η παρουσία τους λειτουργούσε «επιβαρυντικά». Δεν έπρεπε να υπάρχουν τεκμήρια ούτε καν για την καταστροφή της χλωρίδας και της πανίδας.
Με ήρωα τον Γκουλντ κλασσική φιγούρα βαρυποινίτη-ήρωα/αρχετυπικού παρία μέσα σ΄ ένα βίαιο και απάνθρωπο καθεστώς, ο Φλάναγκαν θα ανα-δημιουργήσει ανείπωτες ιστορίες για να στήσει το σκηνικό του παρελθόντος, ένα σκηνικό βίας, εξαθλίωσης, εξευτελισμού, οδύνης σωματικής και ψυχικής, τρόμου, φρίκης, ζόφου, παραλογισμού, παράνοιας: «Υπήρχαν κι άλλα εξωτικά βασανιστήρια με ονόματα που απέπνεαν διεστραμμένη διάθεση εξευτελισμού- η Κόρη του Σκουπιδιάρη, η Σκούπα της Μάγισσας, το Ζεμάτισμα της Κυράς. Το πιο φοβερό απ΄ όλα… ήτανε η Κούνια του Μωρού, μια σιδερένια σχάρα όπου ο τιμωρημένος δενότανε ανάσκελα, συχνά αφού τον είχαν πρώτα μαστιγώσει, κι έμενε εντελώς ακίνητος εβδομάδες ολόκληρες». Για τη σκιαγράφηση ενός παρελθόντος στυγνής καταπίεσης ο Φλάναγκαν καταφεύγει συχνά στην υπερβολή. Οι περιγραφές του φλερτάρουν με την τεχνική του gothic, εν ολίγοις με την περιγραφή ενός συσκοτισμένου, ζοφερού, απειλητικού τοπίου και παρελθόντος. Η χρήση του τοπωνυμίου Τρανσυλβανία δεν μπορεί παρά να θυμίσει στον αναγνώστη την επικράτεια του κόμη Δράκουλα, με ό,τι συνεπάγεται.
Για ένα τέτοιο παρελθόν, που αναπόφευκτα επιστρέφει και αναστατώνει το παρόν, η εξιλέωση παραμένει το ζητούμενο. Το περιβόητο convist stain, το στίγμα του σωφρονιστικού συστήματος των βαρυποινιτών, δεν εξαλείφεται με τίποτα. Ούτε, βέβαια, το στίγμα της εξόντωσης των Αβορίγινων ή της καταστροφής της χλωρίδας και της πανίδας.
Η αντιμετώπιση των βαρυποινιτών στο Λιμάνι Μακουέρι, στο Πορτ Άρθουρ και αλλού, τα απερίγραπτα σωματικά και ψυχικά μαρτύρια, οι αποτρόπαιες μηχανές βασανιστηρίων, οι κτηνώδεις ακρότητες καθόλου δεν απέχουν από την πραγματικότητα.
Μια φορά κι έναν καιρό, τότε, το μακρινό 1828 ήταν ένας άντρας με το όνομα Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ, ένας κατάδικος στη Γη του Βαν Ντίμεν που αγάπησε μια μαύρη κι ανακάλυψε πολύ αργά πως η αγάπη δεν είναι ασφαλής. Ο χαζούλης Γκουλντ ψεύτης, φονιάς, απατεώνας, παραχαράκτης, φαντασιόπληκτος, καταδικάστηκε ισόβια στην πιο βάρβαρη σωφρονιστική αποικία της Κοινοπολιτείας κι εκεί του ανέθεσαν να ζωγραφίσει ένα βιβλίο με ψάρια.
Μια φορά κι έναν καιρό συνέβησαν πολλά και φοβερά…
«Επέπλεα, ρουφούσα νερό, βούλιαζα, ανέβαινα στην επιφάνεια, το βάρος μου δεν είχε πια καμιά σχέση με ό,τι ήξερα πριν, πετούσα μέσα στο νερό, έπεφτα και ανέβαινα ανάμεσα από δάση φυκιών που λικνίζονταν, άγγιζα τα βρύα της θάλασσας, τα κοράλια, όλο τον κόσμο που είχα γνωρίσει, τους προγάστορες ιππόκαμπους, τα κέλπι, τους διόδοντες, τους ουρανοσκόπους, τα γουρουνόψαρα, τα φιδόχελα, τους πριστιοφόρους, τα φυκόψαρα, τα χριστόψαρα και ήταν η θάλασσα μια απέραντη αγάπη που έκλεινε μέσα της όχι μόνο όσους αγάπησα, αλλά και όσους δεν αγάπησα, τον Διοικητή και τον Καπούα Χάρο και τον Ιχνηλάτη Μαρκς, τον Χειρούργο και τον μηχανοσπάστη, και με άγγιζαν όλοι τους και εγώ αυτούς, ακριβώς όπως είχε κάνει πριν από μια ολόκληρη ζωή ο Ιχνηλάτης Μαρκς, τότε που είχε απλώσει το χέρι του και με είχε αγγίξει.»
Ποιος θα ένιωθε φόβο μπροστά σε τόση γλυκύτητα;
Είναι άραγε πιο εύκολο στον άνθρωπο να ζήσει μια ζωή σαν ψάρι από το να αποδεχθεί το θαύμα της ανθρώπινης ύπαρξης;
Μόνοι, τρομαγμένοι, ανεπαρκείς σ΄ αυτά που φοβόμαστε να πούμε με τ΄ όνομά τους. Ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς-τι;
Γιατί τη στιγμή που όλα τα στοιχεία της ζωής μου δείχνουν ότι τούτος ο κόσμος βρομάει χειρότερα από το κουφάρι του γέρο-Δανού που χοροπηδούσε στο νερό, γιατί συμβαίνει να πιστεύω ακόμη ότι ο κόσμος είναι καλός και ότι χωρίς αγάπη είμαι ένα τίποτα;
Μπορεί ο άνθρωπος να γίνει ψάρι;
Όλα τα στραβά αυτής της χώρας έχουν την αρχή τους στην ιστορία μου: όλοι θέλουν να ξαναστήσουν τούτον τον τόπο από την αρχή, από τότε που ο Διοικητής επιχείρησε να αναπλάσει τη Νήσο Σάρα σαν Νέα Βενετία σαν νησί της λήθης, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από το να θυμάσαι. Θα λησμονήσουν τι συνέβη εδώ πριν από εκατό χρόνια και βάλε, μετά θα τα ξαναπλάσουν όλα από την αρχή με τη φαντασία τους ακριβώς όπως έκανε ο γερο-Δανός, διότι οποιαδήποτε ιστορία θα είναι καλύτερη από τη θλιβερή αλήθεια ότι δεν ήταν οι Άγγλοι που μας τα έκαναν όλα αυτά, αλλά μόνοι μας τα κάναμε, ότι βαρυποινίτες μαστίγωναν βαρυποινίτες και κατούραγαν πάνω στους ιθαγενείς και ρουφιάνευαν, ότι οι ντόπιοι πουλούσαν τις μαύρες για σκυλιά και λόγχιζαν τους κατάδικους που δραπέτευαν, ότι οι λευκοί κυνηγοί της φώκιας σκότωναν και βίαζαν μαύρες και ότι κατόπιν οι μαύρες σκότωναν τα παιδιά που γεννούσαν…
Ένα συναρπαστικό έργο αναστοχασμού της ίδιας της Ιστορίας. Μια γαλήνια, ανατριχιαστική θεώρηση της ύπαρξης του ανθρώπου που κολυμπά μονάχος στην παγωνιά του απείρου, όπως τα ψάρια στον ωκεανό.
Ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΦΛΑΝΑΓΚΑΝ γεννήθηκε το 1961. Έχει γράψει έξι μυθιστορήματα, τα οποία έχουν βραβευτεί και έχουν εκδοθεί σε 26 χώρες. Ζει στη γενέτειρά του, την Τασμανία. Το μυθιστόρημά του ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ τιμήθηκε το 2014 με το βραβείο Man Booker.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.