Πρωτότυπη και συναρπαστική εξιστόρηση της ζωής του Μίσια Αντρέιεβιτς Τιμαφέιεφ (1890-1954), μέσα από την αφήγηση του συνονόματου εγγονού του Μιχάλη Α. Ανδρέοβιτς.
Ο νεαρός Μίσια, γόνος επιφανούς φεουδάρχη αλλά και με αστικές καταβολές από τη μητέρα, απόφοιτος της τσαρικής σχολής αξιωματικών του ιππικού και πτυχιούχος εμπορικών και οικονομικών σπουδών έζησε στην κόψη του ξυραφιού, καθώς εκλήθη να συμμετάσχει όχι μόνο στον «Μεγάλο Πόλεμο» αλλά και στην κομμουνιστική επανάσταση και στον εμφύλιο του οποίου υπήρξε τραγικό θύμα.
Η πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μίσια ήταν το Χάρκοβο. Οι καταπράσινες πεδιάδες της βορειοανατολικής Ουκρανίας απλώνουν την απεραντοσύνη τους ανάμεσα στον Ντον και στον Δνείπερο. Σε αυτό τον υπέροχο φυσικό παράδεισο είχε ο πατέρας του Μίσια, ο Αντρέι Μιχαήλοβιτς Τιμαφέιεφ περήφανος γόνος οικογένειας γαιοκτημόνων-μεγαλοτσιφλικάδων, με ισχυρές παρεμβάσεις στην τσαρική αυλή, μια αχανή έκταση στη μαύρη γη ένα περιβόητο τσιφλίκι-φέουδο, ονομαστό για την ξεχωριστή ποιότητα εκτροφής αλόγων.
Η ζωή του Μίσια ξεπερνά το μυθιστόρημα , η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία ,και δεν είναι λίγες οι φορές που μέσα από τη βιογραφία ενός και μόνου προσώπου, ξεδιπλώνεται ένας ολόκληρος σύνθετος κόσμος.
Η δίνη της Ιστορίας στην περιοχή του Χαρκόβου, στο Κίεβο, στην Γενεύη, στην Κριμαία, στην Πετρούπολη, στην Κολομίγια, στο Τσερνοβίτσι, στη Κρονστάνδη, στο Τσαρίτσιν, στο Κουρσκ, στο Βορονέζ κ.α., δηλαδή στην τότε αυτοκρατορική Ρωσία (σημερινή Ρωσία και Ουκρανία) στα θυελλώδη χρόνια κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο-τα οποία ακολούθησε η Ρωσική Επανάσταση και ο εμφύλιος – δημιούργησε χιλιάδες μικρές και μεγάλες τραγωδίες προσωπικές και οικογενειακές.
Τον βασικό κορμό του έργου διαπερνά μια ερωτική ιστορία. Πρόκειται για ένα αμοιβαίο ερωτικό αίσθημα ανάμεσα σε δύο νέους (τον Μίσια και την Νατάσσα Μαριόφ ) που εξελίσσεται σε μια βαθιά ερωτική σχέση, που βρίσκει τη δύναμη να αντέχει και στις τραγικότερες δυστοπίες που το μέλλον τούς επιφυλάσσει.


Το βιβλίο αυτό πρόκειται για την προσωπική διαδρομή ενός ανθρώπου, του Μίσια Αντρέιεβιτς μέσα στη δίνη κοσμοϊστορικών αλλαγών και εξελίξεων. Έλαχε στον Μίσια να δει ένα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας ιστορίας είτε να περνά μπροστά από τα μάτια του είτε να τον καθιστά μέρος τους ή και να απλώνει τον ιστό του για να φράξει την πορεία της ζωής του. Για να τον παγιδέψει ή και να τον αφανίσει. Ο Μίσια θα δει έναν κόσμο να γκρεμίζεται γύρω του αλλά θα νιώσει και την ελπίδα πως ένας καλύτερος κόσμος είναι πιθανόν να υπάρξει.
Ο Μίσια αποδύεται σε έναν αγώνα εύρεσης ή επιλογής ταυτότητας, μυείται στον έρωτα χάρη στην Νατάσσα και εκμεταλλεύεται την ευφυΐα του και τις περιστάσεις για να ανέλθει στη τσαρική και μπολσεβίκικη στρατιωτική ιεραρχία.
Ο Μίσια και η Νατάσσα και οι οικογένειές τους ,όσοι επέζησαν αλλά και όσοι πεθάνανε, όλοι ήτανε θύματα του ουκρανικού χάους. Η οργή υπερακοντίζει τη λογική. Μα και να΄ θελε η λογική να κυριαρχήσει ο πόνος δεν της το επιτρέπει. Και είναι πολύς ο πόνος που κουβαλάνε. Αλλά και το μίσος έχει φωλιάσει μέσα τους και καταφέρνει να τυφλώνει ακόμα και τους πιο γνωστικούς. Αλλά κι αυτό το δίκιο όλα αυτά τα χρόνια των πολέμων, κατάντησε μια απλή λεξούλα χωρίς ουσιαστικό νόημα. Είναι μονόδρομος πια η αναζήτηση της ελπίδας. Το τέλος πρέπει να το δει ο Μίσια σαν μια καινούργια αρχή…
Και παραμένει αίολο το δίκιο και άχρηστη η λογική.
Και η αλήθεια είναι μια άγνωστη λέξη…
Στο έργο του, ο Μιχάλης Α. Ανδρέοβιτς όχι μόνο απεικονίζει την ομορφιά της αγάπης, αλλά της έβαλε και την ιδέα ότι τα συναισθήματα μεταξύ των ανθρώπων συνδέονται άρρηκτα με τον θάνατο, αφού κάθε τι όμορφο σε αυτόν τον κόσμο τελειώνει αργά ή γρήγορα.
Διαβάστε το.


Ο Μιχάλης Α.Ανδρέοβιτς φύτρωσε στον Πέπλο του Έβρου το ’58, ενώ το ’77 βρισκόταν ήδη στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε Τεχνολογία Τροφίμων αλλά κι έζησε εκεί για μια εικοσαετία. Τα τελευταία 26 χρόνια διατηρεί μια επιχείρηση αντιπροσωπειών και εμπορίας τροφίμων με έδρα τη Δράμα, όπου και ζει με τη σύντροφό του, Σταυρούλα Συμεωνίδου. Τα παιδιά του, Αντριάνα (μαθηματικός και ηθοποιός) και Επαμεινώνδας (οικονομολόγος και πολιτικός επιστήμων), έχουν ανοίξει τα φτερά τους και από καιρού έχουν εγκαταλείψει την πατρώα φωλιά.
Πάντα είχε μια τάση προς το γράψιμο, αλλά στη μυθιστοριογραφία στράφηκε τελευταία. Παλιότερα έβγαζε τις καλπάζουσες ανησυχίες του σε άρθρα ή ιδεολογικοπολιτικά κείμενα και κάπου – κάπου στην ποίηση.