Στην αρχή ήταν το χάος.
Μετά έγινε η οικογένεια.
Μια ελληνική τυπική οικογένεια. Μια ημιαστική, συντηρητική οικογένεια.
Οικογενειακή γαλήνη, έρωτας και ευτυχία, σαν ρομαντική ξενέρωτη κομεντί σε τριάρι στην Καλλιθέα.
Το όνομα αυτής: οικογένεια Κουράκου.

Αυτοί είναι οι άνθρωποι στο σπίτι,στη δουλειά και στις συναναστροφές. Αυτός είναι ο μαγικός κόσμος που αποτελεί τον ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό κύκλο του κάθε ζευγαριού: Η Αθηνά, ο Θανάσης και η κόρη τους η Ελένη, δύο γιαγιάδες (η κυρά-Παναγιώτα και η κυρά-Ελένη), ένας παππούς, τρεις φίλοι του Θανάση (τα ρεμάλια), δύο φίλες (Μαρία και Στέλλα) της Αθηνάς και ο σκύλος, η Άρια.
Είναι εκπληκτικό τα πόσα συμβαίνουν στα διαμερίσματα της Αθήνας. Ζωές κατεστραμμένες και ζωές που περίμεναν να καταστραφούν. Χαοτικές καταστάσεις.
Τελικά είναι ωραία η ζωή παρά τις συγκυριακές δυσκολίες που παρουσιάζονται. Ο μικρόκοσμος της κάθε οικογένειας ,που τόσο τον είχε συνηθίσει ,τον αγαπούσε!!

Η Ελένη, μια δυστυχισμένη μεσήλικη σε εμμηνόπαυση όταν τελείωνε τη ρουτίνα της δουλειάς και με την σκύλα προϊσταμένη, έπρεπε να βουτήξει στη ρουτίνα του σπιτιού. Να μαγειρέψει για την επόμενη μέρα, να βάλει κανένα πλυντήριο, να τσακωθεί με τον άντρα της τον Θανάση, να μαζέψει το σπίτι, να βάλει σκούπα, να τσακωθεί με την κόρη της, να ποτίσει γλάστρες, να πλύνει το μπαλκόνι , να σιδερώσει ρούχα, να βρίσει τον Θανάση, να πάει σουπερμάρκετ, να καθαρίσει το μπάνιο, να κάνει μπάνιο και τέλος να σωριαστεί στον καναπέ ή στο κρεβάτι. Σε αυτή την κατάσταση θα έπρεπε να υπομονετικά ν΄ ακούσει ότι μπούρδα θα της ξεφούρνιζε η Ελένη, να νευριάσει από μέσα της, να προβάλει μια χαλαρή αντίσταση, έτσι για την τιμή των όπλων, και να την αφήσει τελικά να κάνει ό,τι ήθελε. Περίπου μία ή δύο φορές το μήνα συναντούσε τις φίλες της, την Μαρία και την Στέλλα, για καφέ και για ποτό. Κάθε καλοκαίρι πηγαίνανε στο εξοχικό του άντρα της στην Ερέτρεια. Η Ελένη τραβούσε κουπί στη δουλειά και στο σπίτι. Η Ελένη δεν είχε συμβιβαστεί πλήρως με την ιδέα ότι το κοριτσάκι της μεγαλώνει και αλλάζει! Όσο και να έκανε την προχωρημένη κι απελευθερωμένη μάνα, ακόμη την αντιμετώπιζε ως μωρό και ήθελε να την κρατά προστατευμένη μέσα στη φούσκα που της είχε φτιάξει. Πίστευε ότι η μικρή της παιδούλα θα μεταμορφωνόταν σε Λολίτα. Όμως αλλάξαν οι καιροί, τα παιδιά βιάζονται να μεγαλώσουν και είναι επιπόλαια. Μήπως τελικά να ήταν αυτή που έπρεπε να πάει στον ψυχολόγο; Μήπως τελικά να ήταν αυτή που δεν λέει να ωριμάσει; Μήπως ήταν αυτή η κακιά παρέα για την Ελένη; Η Ελένη πότε περνούσε την Περίοδο της Συσσώρευσης Πληροφοριών, πότε περνούσε την Ηλεκτρονική Περίοδο, πότε περνούσε το σύνδρομο της άδειας φωλιάς, πότε περνούσε την Περίοδο του VIP Club, πότε περνούσε την Περίοδο της Χειραφέτησης και πότε περνούσε την Περίοδο του Διαβάσματος…
Η Ελένη ήταν πάρα πολύ αγχωμένη με την κόρη της. Η μάνα η Ελένη τελικά τα άντεχε όλα. Η μάνα όλα τ΄ αντέχει, η μάνα όλα τα υπομένει.
Ο Θανάσης, το στεφάνι της Αθηνάς, ο κουβαλητής της, το πρωί πήγαινε στο γραφείο του, συζητούσε για αθλητικά, πολιτικά, κοινωνικά, εργασιακά, διεθνή θέματα και πού και πού δούλευε κιόλας. Γυρνούσε το μεσημέρι, έτρωγε και την έπεφτε καμιά ωρίτσα, μετά έπινε τον καφέ που του έφτιαχνε η Αθηνά και άνοιγε ευτυχής την τηλεόραση και ξεκινούσε ο μαραθώνιος με τις αθλητικές μεταδόσεις. Δεν έκανε τίποτα στο σπίτι ,αυτός δεν μπορούσε να βράσει ούτε νερό. Ήταν άνετος και χαλαρός ,διάβαζε την αθλητική εφημερίδα Φως των Σπορ, πήγαινε στην παιδική χαρά την Ελένη και βόλτα τον σκύλο και τα βράδια μπίρα απ΄το ψυγείο, θρονιάζεται στον καναπέ, ανοίγει την τηλεόραση και παρακολουθούσε τον Ολυμπιακό και όλα τα αθλητικά για ώρες, κάπου-κάπου τρίψιμο πάνω στην Αθηνά-ερωτικό κάλεσμα υποτίθεται αυτό- ύπνο και δεν του καιγόταν καρφί για τίποτε άλλο. Ήταν φανατικός φίλαθλος του Ολυμπιακού και τον έτρωγε το άγχος μήπως θα έχανε το πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός. Πολλές φορές έβλεπε τους ποδοσφαιρικούς αγώνες με τους φίλους του: τον Δημήτρη, τον Γιάννη και τον Αλέκο. Ο Θανάσης ασχολούνταν μόνο με την Ελένη, την Αθηνά, τον σκύλο και τον Ολυμπιακό. Ο Θανάσης ό,τι του ζητούσε η κόρη του ναι της έλεγε, είχε άριστες σχέσεις με την κόρη του.


Η Ελένη μεγάλωσε σιγά-σιγά και έγινε μια όμορφη, ψηλή κοπέλα του Γυμνασίου, είχε βάψει το μαλλί όμπρε, είχε πετάξει στήθος, είχε πονηρέψει το μάτι! Ήταν καλή μαθήτρια και επιμελής, λίγο τεμπέλα, αλλά ζητούσε πολλά παράξενα πράγματα από τους γονείς της. Μικρή ήθελε να γίνει… περιπτερού και μετά στα δεκατέσσερα πια το άλλαξε και ήθελε να γίνει ψυχολόγος, ο Θανάσης ήθελε να γίνει η κόρη του αρχαιολόγος. Πότε η Ελένη ήθελε να κάνει τρύπες στον αφαλό, πότε να κάνει τατουάζ, πότε να βάλει χαλκά στη μύτη, πότε ήθελε να πάει γυμναστήριο, πότε στην πέμπτη Δημοτικού να πάρει κινητό, μετά να πάρει υπολογιστή, πότε μιλούσε μια άγνωστη νεανική γλώσσα, πότε ρωτούσε αφελώς πότε είναι η κατάλληλη ηλικία για μια κοπέλα να κάνει σεξ, πότε ήθελε να γίνει χορτοφάγος (Vegan Περίοδος), πότε σκέφτεται την τριήμερη και μετά την πενταήμερη εκδρομή του σχολείου, πότε να βγει έξω για διασκέδαση με τις φίλες της: την Βάσω και την Αννούλα, πότε δήλωνε ερωτευμένη με τον Γιώργο, μετά με τον Χρήστο και άγχωνε τη μητέρα της και τον πατέρα της και τελικά ζούσε στο ροζ συννεφάκι της.
Η πεθερά της Αθηνάς η κυρά -Ελένη βαριόταν αφόρητα και έκανε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό, μετά έκανε ορειβασία και κάθε Σαββατοκύριακο έπαιρνε τα βουνά…
Η μάνα της Ελένης, η κυρά-Παναγιώτα, που ζούσε μόνη, γιατί ο άντρας της την είχε εγκαταλείψει, παντρεύτηκε, σε δεύτερο γάμο, τον εβδομηντάρη κύριο Παύλο, ο οποίος για να φανεί φλογερός και καυτός εραστής, έπαιρνε το μπλε χαπάκι, το Viagra και γρήγορα τους άφησε χρόνους και η μαμά έμεινε χήρα…
Τελικά το μοναδικό φάρμακο για όλα στην οικογένεια ήταν ο χρόνος. Τα συνηθίσανε όλα, όπως συνηθίσανε τόσα και τόσα, τα τελευταία χρόνια του έγγαμου βίου.
Ω, τι κόσμος μαμά!
Μια ευτυχισμένη οικογένεια σε κατάσταση άγχους και πανικού!
Ήταν μια ωραία ατμόσφαιρα στο σπίτι της οικογένειας Κουράκου!
Αχ υπέροχη, αγία, ελληνική οικογένεια, θαυμαστά τα πεπραγμένα σου!

Πρόκειται για ένα ευχάριστο, χιουμοριστικό απέριττο, γλυκύτατο, συγκινητικό και ουσιαστικό μυθιστόρημα.
Διαβάστε το.

Ο Βαγγέλης Μαργιωρής γεννήθηκε πριν από 47 χρόνια στη Σάμο και μεγάλωσε στην Αθήνα. Με το βιβλίο και το διάβασμα ασχολείται από παιδί, ενώ με τη συγγραφή τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Με αυτή την ενασχόληση κατορθώνει να δίνει υπόσταση και να βάζει σε σειρά τις διάφορες ιστορίες που κατά καιρούς κυκλοφορούν μέσα στο κεφάλι του. Το ανά χείρας μυθιστόρημα είναι το τρίτο στη σειρά. Το 2017 είχε κυκλοφορήσει το πρώτο με τίτλο Τουρίστες στην Ομίχλη, ενώ το 2019 ακολούθησε ένα ακόμα με τίτλο Το σπίτι με την κόκκινη πόρτα.