Η Αναστασία Δημητροπούλου γράφει για το βιβλίο “Η Παναγιά της φωτιάς” του Σπύρου Πετρουλάκη – εκδ. Μίνωας
Πίστη είναι αυτό που η καρδιά μπορεί να αφουγκραστεί όταν τα αυτιά σου βουίζουν. Πίστη,
αυτό που βλέπει η ψυχή όταν τα μάτια σου σε προδίδουν. Και ανταμοιβή είναι το σμίξιμο των
αισθήσεων με αυτό που πιστεύεις. Υπάρχουν ανθρώπινες μοίρες στις οποίες ο Θεός μοιάζει
απροσπέλαστος κι αινιγματικός σαν αρχαίο καβαλιστικό σύμβολο και ζωές ταλανισμένες, ίσα
που τις αγγίζει το χέρι Του, όπως το οξυγόνο τις απάτητες αετοράχες. Υπάρχουν εκείνοι που
αναρωτιούνται διαρκώς αν υπάρχει κάτι πίσω απο τα σύννεφα κι αν τελικά είναι πανάγαθο
και παντοδύναμο, κι εκείνοι που δε βασανίζουν τη σκέψη με τέτοιου είδους ερωτήματα. Οι
τελευταίοι ξέρουν πως είτε Τον καλέσουν, είτε όχι, Εκείνος πάντα θα είναι παρών και πως το
να μη μπορείς να πιστέψεις, αποτελεί πνευματική παραπληγία που οδηγεί σε αμαρτήματα
που δεν έρχονται σαν μεμονωμένοι κατάσκοποι, μα σαν τάγματα. Ποιός άραγε θα το ρίσκαρε
να ψαχουλέψει με γυμνά δάχτυλα τις σιαγόνες της ίδιας της φωτιάς για να σώσει απο τα
πύρινα σίελά της την Παναγιά;
Μονάχα ο οκτάχρονος Κωνσταντής που λίγο έλειψε να βάψει με το αίμα του το χιόνι και που
για μάνα του γνώρισε τη Μάρω, της οποίας η διαφορά από τα άγρια ζώα δεν ήταν στους
κυνόδοντες, αλλά στο θράσος της να προσευχηθεί προτού διαπράξει το έγκλημα. Γιατί ήταν
έγκλημα να αφήσει την Ελένη πίσω σε ένα ερημωμένο και νεκρό χωριό, την αληθινή
ζωοδότρα του σπλάχνου που πάντα θα τής έλειπε αν δεν της το είχε ξεκολλήσει με τη βία απο
το στήθος της αμέσως μετά τη γέννησή του. Όμως πώς αλλιώς θα συλλάβιζε η Ελένη τον
αληθινό έρωτα αν δεν είχε ξεμείνει; Πώς αλλιώς θα ακολουθούσε το δρόμο του Κυρίου αν δεν
ήταν τα γαλάζια μάτια του Μανούσου κι ένας πόλεμος που μαινόταν στη χώρα όπως τα άγρια
θηρία στα στενά κι αφιλόξενα κλουβιά τους; Πώς αλλιώς ο γιος της θα αποκτούσε το σημάδι
στην παλάμη του απο την ιερή του πράξη, πώς θα γνώριζε τον παπά – Φώτη και το σκίρτημα
της καρδιάς του, τη γκριζομάτα Σοφία;
Μέσα στο νέο βιβλίο του Σπ. Πετρουλάκη, «Παναγιά της Φωτιάς», που κυκλοφορεί απο τις
εκδόσεις Μίνωας, οι ήρωες της «Εξομολόγησης» θα ξεκλειδώσουν με μυσταγωγικό τρόπο τα
άδηλα και τα κρύφιά της, θα ξυπνήσουν μνήμες, συναισθήματα κι εικόνες. Κοντολογίς, με τη
λογοτεχνική ευαισθησία του ο δημιουργός τους θα ενώσει τα κομμάτια σε ένα παζλ που είχε
μείνει μισό και θα κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς του στην αναγνωστική συνείδηση
κερδίζοντας μια τελευταία παρτίδα σκάκι με το πεπρωμένο των πρωταγωνιστών του. Με
αφετηρία την ορεινή Θεσπρωτία, σταθμούς στα Σφακιά, την Κωνσταντινούπολη, την Ιερά
Μονή της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας, το Φραγκοκάστελλο, το Πάπιγκο, την Αθήνα της
μαύρης επταετίας και τη Σομαλία, φωτίζει τις άγνωστες πτυχές όλων όσοι πλαισίωσαν τη
συγκλονιστική ιστορία της Ελένης. Εκείνων που τη μετέτρεψαν σε τεντωμένο σχοινί μεταξύ
υπανθρώπου κι υπερανθρώπου, ένα σχοινί πάνω απο την άβυσσο. Στις σελίδες του βιβλίου
παρακολουθεί κανείς την αξιολύπητη ύπαρξη της Χάιδως, του Οσμάν και της Ντιλέκ και την
απόδοση της δικαιοσύνης. Ακολουθεί κατά πόδας την Αμπασέ και τον έρωτά της για τον
Τζελάλ, το μοιραίο σφάλμα του Πέτρου, την τραγική ιστορία του Γιώργου, τον εφιάλτη στα
μάτια των γονιών του Μανούσου, τον αιμάτινο χείμαρρο του Τζουνά, την ένωση της αγνής
αγάπης δύο παιδιών, τις ενοχές του Δημήτρη για τον Παναγιώτη που τον γέλασαν οι δράκοι,
και τη μετέπειτα ιερατική πορεία του.
Έκει όπου ο χρόνος πετάει σαν το βασιλιά των πουλιών αφήνοντας τη σκιά του πίσω, εκεί
όπου το αναπάντεχο γίνεται τρόπος ζωής, εκεί όπου το άγρυπνο μάτι του Θεού αποτελεί την
τελειότερη περίληψη, εκεί όπου οι σκηνές προσφέρονται ρεαλιστικώς και σε αφθονία, εκεί
όπου η επίπονη γραπτή δοκιμασία θυμίζει καλοδουλεμένη και ακούραστη μαντινάδα γεμάτη
νοηματικά φορτία, εκεί όπου ο αναγνώστης συγκινείται, πονά, αγαπά και οργίζεται, εκεί
ακριβώς στήνεται το νέο μυθιστόρημα του Σπ. Πετρουλάκη, το οποίο δρα εντελώς αυτόνομα
απο το πρώτο. Το βιβλίο αποτελεί διαρκή κίνηση, κι όχι πάγια κατάσταση, ταξίδι και σε καμία
περίπτωση λιμάνι, κι επιτρέπει στον αναγνώστη να απολαμβάνει μια πελώρια λογοτεχνική
σκιά, επειδή κάποιος με αγάπη, ταλέντο και μεράκι φύτεψε ένα δέντρο με 513 λαχταριστούς
καρπούς. Να θυμάστε πως κάθε πλάσμα που θα ξεπηδήσει απο τις αντίστοιχες αριθμητικώς,
σελίδες, κάτι φοβάται, κάτι αγαπά και κάτι έχει χάσει, και μη λησμονήσετε ποτέ πως κάθε
άγιος εκεί μέσα, έχει σκοτεινό παρελθόν και κάθε αμαρτωλός το μέλλον που τού επιφυλάσσει
ένα σύμπαν φειδωλό μονάχα με όσους αρνούνται τον εαυτό τους.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.