Χαρακτήρας δεν είναι τόσο το αποτέλεσμα της φύσης, όσο το απότοκο της παιδείας, εκείνης της αναγκαίας μόρφωσης που απευθύνεται πρώτα στην καρδιά, στη συνείδηση και ύστερα στο πνεύμα. Και είναι σωστό αυτό αν αναλογιστεί κανείς πως μια κοινωνία, στην οποία κατοικούν μονάχα κακοαναθρεμμένα όντα δίχως ηθικές προσωπικότητες, δίχως αγάπη για την πατρίδα, δίχως κοινά όνειρα, δίχως μνήμη, δίχως περηφάνια για καθετί περασμένο, είναι πιο επικίνδυνη από ένα συσπειρωμένο σύνολο θηρίων. Τίποτε το σπουδαίο δεν επιτυγχάνεται χωρίς τον αδιάκοπο αγώνα και τη συμβολή του χρόνου, κι αυτό το διαπιστώνει κανείς μελετώντας σε βάθος το ιστορικό υπόβαθρο μιας χώρας σαν την Ελλάδα. Όπου κι αν πατήσουμε πάνω στο ιερό της χώμα, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα ένδοξο παρελθόν, τα πρώιμα φώτα ενός οικουμενικού πολιτισμού, και συνεπώς ακόμα και ο πλέον ελληνομάχος θα την αναγνωρίσει ως μήτρα τεχνών κι ευγλωττίας. Η χώρα μας, το μεσογειακό νόμισμα που λάμπει περισσότερο από όλα τα άλλα, πάνω στο γιορντάνι της Γης, ο ιερός τόπος που γέννησε το Σωκράτη και τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, το Σοφοκλή και τον Αισχύλο, τον Ευρυπίδη, τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, αποτελούσε και πάντα θα αποτελεί, υπό όλες τις συνθήκες και τις δυσχέρειες, την απόλυτη ιδέα της ελευθερίας και της αρμονίας, της ισορροπίας και της δικαιοσύνης. Άλλωστε στις θάλασσες και τις στεριές της θα πλανώνται αέναα η θυσία και το θάρρος.

Τούτη τη φλόγα της ελληνικής καρδιάς που δεν απαντάται πουθενά αλλού στον κόσμο, παρουσιάζει με ευειδή τρόπο στο βιβλίο του, «Λίθοι Συνειδήσεων», ο Δημήτρης Κομποχόλης. Η παρθενική συγγραφική του προσπάθεια που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος, αποτελεί ένα στοχαστικό, φιλοσοφικό και απολύτως επίκαιρο απάνθισμα των άρθρων που ο ίδιος έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς σε εφημερίδες όπως η Πελοπόννησος και η Γνώμη, ο Εκκλησιολόγος, το Βήμα και πολλές άλλες. Ο Πατρινός φιλόλογος και συγγραφέας, πραγματεύεται με σοβαρότητα, ευσυνειδησία, συνέπεια και αγάπη προς την ελληνική γλώσσα, ζητήματα που μάς αφορούν όλους, όπως η δύσκολη καθημερινότητα τα οκτώ χρόνια της οικονομικής κρίσης, η Λογοτεχνία, η εκπαίδευση, οι αξίες, τα ιδανικά κι οι προβληματισμοί όσον αφορά στο χθες, το σήμερα και το σκοτεινό αύριο. Για την Ευρώπη, αυτή η χώρα, στην οποία ο πρώτος άνθρωπος που εκτόξευσε μια προσβολή αντί για μια πέτρα ήταν κι ο θεμελιωτής του πολιτισμού, αυτό το κράτος για το οποίο η Ιστορία δεν είναι ένα απλό φορτίο για τη μνήμη, αλλά η φώτιση της ψυχής, η Ελλάδα, θα θυμίζει αιώνιο αναξιόπιστο έφηβο που ονειρεύεται ολημερίς χωρίς να καίει τα καύσιμα της σκέψης του.

Ο Δημήτρης Κομποχόλης καταγράφει εικόνες μιας θάλασσας που υπνωτίζει, παίρνει τη φωτιά από τους βωμούς του παρελθόντος παρακάμπτοντας τις στάχτες, αντιμετωπίζει την ελληνική γλώσσα περισσότερο ως σημαία κι αυτό είναι σε τελική ανάλυση, καθώς αποτελεί πολλά περισσότερα από ό,τι το φως για το μάτι και οι λέξεις από τις οποίες απαρτίζεται, είναι φλέβες που μέσα τους ρέει το αίμα του κοσμοπολιτισμού, και εμβαθύνει σε θέματα όπου οι υψηλές θέσεις, τα δόλια προνόμια και οι στημένες νίκες είναι όπως οι πυραμίδες, καθώς στην κορυφή τους βρίσκονται εκ περιτροπής ερπετά και αετοί. Στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου συχνά ο δογματικός τόνος είναι η απόρροια της άγνοιας κι ο συμβιβασμός με την αδιαφορία, δημιουργεί το χάος, ο αδύνατος είναι υποχρεωμένος να υπομένει την ανοησία των δυνατών και να απευθύνεται σε ανθρώπους που αποζητούν με ζέση τα αξιώματα, κι όχι τα αξιώματα τους ανθρώπους. Στη σύγχρονη Ελλάδα που δανείζεται και γίνεται σκλάβος των δανειστών της, στον τόπο όπου το ψηφοδέλτιο έχει πιο πολλή δύναμη από το φυσίγγιο του όπλου, η εξουσία είναι γλυκιά. Μεταβάλλει τον άνθρωπο, τον μετατρέπει σε έναν ασυνείδητο διάβολο που πλησιάζει στο Βατερλώ του χωρίς να το αντιλαμβάνεται.

Στα σημερινά κακώς κείμενα, τα γραπτά του Δημήτρη Κομποχόλη είναι μια δόση συνείδησης καθώς εκείνη είναι το καλύτερο προσκέφαλο ατόμου και συνόλου, το βάθος του ανθρώπου και των πραγμάτων, ακόμη κι αν είναι δυσεύρετες πλέον οι ανιδιοτελείς συνειδήσεις. Σε ένα βιβλίο που μοιάζει περισσότερο με έναν αθέατο υποβολέα κοινωνικής, πολιτισμικής και εθνικής ευαισθησίας, δεν ενισχύεται τόσο η γνώση μας, όσο ο προσωπικός κρυφός στοχασμός του αναγνώστη. Το διάβασμα του συγκεκριμένου βιβλίου δεν είναι παρά ό,τι κι η γυμναστική για το σώμα, υπενθυμίζει όσα λησμονούμε, μοιάζει πιότερο με πολυσέλιδες επιστολές σε φίλους κι εχθρούς της χώρας μας κι υπό αυτές τις συνθήκες, όλοι αντιλαμβανόμαστε πως για να γράψεις δεν αρκεί μονάχα η πρόθεση αλλά κι η προϋπόθεση. Οι «Λίθοι Συνειδήσεων» είναι η απόδειξη πως η τέχνη έρχεται κατευθείαν από τον ουρανό, πως ο θησαυρός του μυαλού είναι η μνήμη, πως ο λόγος είναι η εικόνα του πνεύματος, πως ο λαός είναι καρποφόρο δέντρο που χρειάζεται διαρκή φροντίδα για να κάνει καρπούς και πως η αισιοδοξία είναι η αφετηρία κάθε νίκης. Άλλωστε, είναι γνωστό πως όποτε πάει ο απαισιόδοξος να σχεδιάσει ένα όνειρο και μια μελλοντική προοπτική, την ίδια στιγμή σπάει η μύτη του μολυβιού του. Κι αν για κάτι είναι σίγουρος ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο του Δημήτρη Κομποχόλη, αυτό είναι πως τα ρήματα «μπορώ», «θέλω», γνωρίζω», κυβερνούν ισότιμα τη γραφή του με μια διάθεση να προετοιμάσουν συγκινήσεις, κι όχι να κάνουν κήρυγμα. Να ανάψουν από το λυχνάρι τους τα κεριά των άλλων χωρίς να στερηθούν τίποτα από θέρμη της δικής τους αρετής.