Πριν ξεκινήσεις ένα ταξίδι στυγνής και αχόρταγης εκδίκησης, σκάψε δύο ή περισσότερους τάφους, καθώς το μόνο αποτέλεσμα του περίφημου «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», είναι πως στο τέλος οι αόμματοι είναι περισσότεροι από τους βλέποντες. Όσο και αν το πτώμα ενός νεκρού εχθρού μυρίζει ωραία πάνω στο φρέσκοσκαμμένο χώμα μιας θιγμένης τιμής, σύμφωνα με τον αρχαίο τραγικό, Σοφοκλή, ενός κακού μύρια έπονται, κι αν μια φορά περάσεις τα σύνορα, δεν υπάρχουν πια όρια. Για τον κακόβουλο άνθρωπο, τόσο γι’ αυτόν που προϋπήρξε, όσο και για ‘κείνον που η «απόλυτη ανάγκη» τον υποχρέωσε να γίνει, τα πάντα θα χρησιμεύουν ως πρόσχημα. Κακός είναι όποιος αρνείται να δει τον εαυτό του στων άλλων τους καθρέφτες, αυτός στον οποίον αρέσει να τους ντροπιάζει, που τους βασανίζει στερώντας τους ό,τι περισσότερο αγαπούν, και εκείνος που εγκληματεί στηριζόμενος σε άγραφους νόμους. Ο κακός ποτέ του δεν θα αλλάξει, αποδεικνύει πως όταν ο άνθρωπος παύει να είναι κατοικίδιο ζώο, γίνεται αρπακτικό θηρίο, αλλά πάντα παραμένει ζώο, κι η οξύθυμη διάθεσή του είναι μαχαίρι τροχισμένο που ο ίδιος κρατά από τη λάμα.
Μιαν αποφράδα Κυριακή του 1927 σε ένα χωριό αγκιστρωμένο στην σκιά του Ψηλορείτη, ο Ιάκωβος Βενιέρης μπαίνει στη μέση για να αναχαιτίσει τον καβγά που φουντώνει ανάμεσα στον Αριστείδη Αρχοντάκη και τον Δημητρό στο καφενείο του Διαμαντή. Η μια κουβέντα φέρνει την άλλη, οι προσβολές γίνονται σαϊτιές ανάμεσα στους δύο άντρες και στα μαχαίρια που βγαίνουν, λάμπει ήδη το κακό που πλησιάζει με δρασκελιές. Ο Αρχοντάκης μόνο κλέφτης δεν είναι, και ο Δημητρός θα πληρώσει για τούτη τη βαριά προσβολή που εξαπέλυσε. Μόνο που το μαχαίρι του πρώτου δεν βρίσκει ποτέ τον στόχο του. Αντίθετα, καρφώνεται στον Ιάκωβο από λάθος, κι ο πανικός του αίματος που ρέει στα χέρια του φταίχτη, δεν αργεί να παραμερίσει την προηγούμενη οργή και όλοι να προσευχηθούν για ένα θαύμα. Με μια συγκλονιστική σκηνή άκρατου φόβου και αγωνίας ξεκινά το πρώτο συγγραφικό τόλμημα της Θάλειας Ψαρρά, «Τα λαβωμένα σ’ αγαπώ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, και καθώς κανείς αντιλαμβάνεται ότι η ανθρώπινη καρδιά ενίοτε είναι το αγαπημένο μέρος του διαβόλου για να κατοικοεδρεύσει, κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσει τελικά πως μερικά μαγικά πλάσματα δίνουν ραντεβού ερχόμενα σε τούτο τον κόσμο, και πως η αγάπη μοιάζει με τον ατμό: όσο περισσότερο πιέζεται, τόσο πιο δυνατή γίνεται.
Για περίπου τριάντα χρόνια θα ζήσουν οι Αρχοντάκηδες κι οι Βενιέρηδες στο ίδιο οικόπεδο, με τους αρχηγούς τους, τον δίκαιο και γενναιόδωρο Αριστείδη που ήδη έχει χάσει έναν γιο, και τον Ιάκωβο που έχει μείνει παράλυτος από τον τραυματισμό του, αλλά εκτιμά την οποιαδήποτε διευκόλυνση του Αριστείδη, φρουρούς της εύθραυστης ειρήνης ανάμεσα στις οικογένειές τους. Όμως το νεανικό αίμα των γιων τους σιγοβράζει για το κλείσιμο του παλιού λογαριασμού, και μόνο οι εγκληματικές ενέργειες που έμειναν στη μέση θα επισφραγίσουν τη δικαίωση. Ο Δρόσος Αρχοντάκης μισούσε ανέκαθεν το Νικόλα και το Σταύρο Βενιέρη, ποτέ του δε θέλησε να μοιραστεί το παραμικρό μαζί τους, κι ενώ ήταν απόλυτα βέβαιος πως κάποτε οι απόγονοί του θα επικρατούσαν άνετα σε τούτη την κρητική βεντέτα, η κόρη του, Εριφύλη κι ο γιος του Σταύρου, Τζάκος, θα μπλέξουν στα δίχτυα μιας απαγορευμένης αγάπης, σαν από θεία δικαίωση για το αλλοτινό άδοξο τέλος στο ερωτικό σκίρτημα της Μυρτώς για τον Σταύρο. Ανάμεσα στους ανθρώπους που δεν είναι δέσμιοι της μοίρας, αλλά του μυαλού τους, θα κηρυχθεί πόλεμος φωτιάς, και όλοι θα αναγκαστούν να κλείσουν από ένα αναμμένο κάρβουνο μες στις γυμνές τους παλάμες. Για τις δυο ερωτευμένες ψυχές, η αγάπη μπορεί να είναι το ωραιότερο όνειρο, μα ταυτόχρονα κι ο χειρότερος εφιάλτης, όμως καλύτερα να πεθάνει σαν τον Έκτορα στη μάχη, παρά να γυρνά σαν παρφουμαρισμένος Πάρις βάζοντάς το στα πόδια.
Η Εριφύλη κι ο Τζάκος ξέρουν σαν από ένστικτο, πως η αληθινή αγάπη δεν υπάρχει μονάχα για να μας κάνει ευτυχισμένους, μα και για να μας δείξει πόσα μπορούμε να αντέξουμε για το χατίρι της, πως άλλοτε δίνει βάρος, κι άλλοτε φτερά, και πως μόνο τη μέρα που η επιβολή της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της επιβολής, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη. Ακόμα κι όταν αναγκάζονται να ζήσουν για άγνωστο χρονικό διάστημα χωριστά, αγκαλιά με το φόβο και την αβεβαιότητα, το πάθος του ενός για τον άλλον δεν είναι μέτριο για να το σβήσει ο αέρας όπως τα κεριά, αλλά φουντώνει στο φύσημά του όπως οι φωτιές. Σε μια παρτίδα σκάκι, όπου το μίσος πραγματοποιεί ύπουλες κινήσεις με δύο βασίλισσες συγχρόνως, για τους πολέμιους μα και τους συμμάχους τούτης της ερωτικής ιστορίας, το αίμα που θα χυθεί συμβολίζει το ματ, ενώ για τα δυο τρυγόνια της αγάπης, το νόημα της ζωής έγκειται στο να τα ρισκάρεις όλα γι’ αυτήν και ότι δίχως εκείνη, η ανθρώπινη ύπαρξη, δεν είναι παρά ένα ταξίδι χωρίς σκοπό, μια πτήση μες στην ομίχλη, μια θυσία χωρίς αντίκρισμα.
Η Θάλεια Ψαρρά σμιλεύει δωρικούς χαρακτήρες πάνω στο σώμα του παρθενικού συγγραφικού της εγχειρήματος, φιλοσοφεί περί ζωής, θανάτου, τιμής, περηφάνιας, αγάπης και μίσους σε όντα που μοιάζουν να λαμβάνουν δικές τους πρωτοβουλίες ως προς την εξέλιξη της ρέουσας πλοκής, και στήνει έναν τρισδιάστατο κόσμο χρησιμοποιώντας με σύνεση κι αληθοφάνεια το κρητικό ιδίωμα για να θυμίσει στον αναγνώστη ό,τι πιθανώς συχνά λησμονεί: πως η ευτυχία είναι το μοναδικό επάγγελμα από το οποίο κανένας δε θέλει να συνταξιοδοτηθεί, πως αν ο άνθρωπος γνώριζε τον τρόπο και την ημερομηνία του θανάτου του, θα γινόταν πιο ανθρώπινος και ηθικός, και πως κατά τον Βιργίλιο, omnia vincit amor. Δηλαδή, ο έρωτας νικά τα πάντα.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.