Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις: Εμπειρία Εκδοτική

Γνώρισα τη συγγραφέα Ελένη Μπεντίλλα, πριν ένα περίπου χρόνο μέσω του συγγραφικού της έργου “ο Φιλοξενούμενος” – κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, το οποίο κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον μου από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα.
Με αφορμή το κείμενο που έγραψα για το βιβλίο “ο Φιλοξενούμενος” στη στήλη των αναγνωστών (vivlio-life.gr) η συγγραφέας ήρθε σε επαφή μαζί μου και έτσι είχα την τιμή και τη χαρά να “γνωρίσω” μέσω τηλεφωνικής και διαδικτυακής επικοινωνίας, τον άνθρωπο που ακούει στο όνομα Ελένη Μπεντίλλα.

Στα τέλη του Απρίλη κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Εμπειρία Εκδοτική” η νέα της συγγραφική απόπειρα. Γνωρίζοντας ότι λατρεύω το διάβασμα και ότι λόγοι υγείας με κρατούσαν για αρκετό καιρό κλινήρη, μου έστειλε, με προσωπική αφιέρωση, ένα αντίτυπο του νέου της πονήματος για να μου κρατήσει συντροφιά τις δύσκολες ώρες που περνούσα. Διαβάζοντάς το θεώρησα πως αξίζει να το παρουσιάσω στην αγαπημένη στήλη των αναγνωστών του vivlio-life.
Δύο φίλες” είναι ο τίτλος του καινούργιου μυθιστορήματος της Ελένης Μπεντίλλα. Από τον τίτλο ακόμα, η συγγραφέας μας αποκαλύπτει πως η ιστορία που θα αφηγηθεί αφορά δύο γυναίκες που τις συνδέει η φιλία. Αυτές οι δύο φίλες απεικονίζονται συμβολικά στο εξώφυλλο σαν ομπρέλες θαλάσσης που ατενίζουν μια πανέμορφη καταγάλανη θάλασσα. Σκέφτομαι καθώς το κοιτώ πως, πιθανόν, αυτό το όμορφο καλοκαιρινό τοπίο να παίζει κάποιο – καταλυτικό ίσως (;) – ρόλο στη σχέση των δύο γυναικών, ενώ στο πίσω μέρος του μυαλού μου, με το θερμόμετρο να δείχνει 35 βαθμούς Κελσίου, φαντάζομαι μια δροσιστική βουτιά σ’ αυτά τα διάφανα και κρυστάλλινα νερά.
Δύο φίλες“, λοιπόν. Η έννοια της φιλίας και του φίλου είναι το πολύ σημαντικό στοιχείο αυτού του μυθιστορήματος.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη:
φίλος είναι αυτός που χαίρεται με τα καλά και λυπάται με τα δυσάρεστα που συμβαίνουν στο φίλο του – και αυτό όχι για κανέναν λόγο παρά μόνο για χάρη εκείνου” (Ρητορική, Β,3, 1380b35 — 1381a10),
ενώ στο Βικιλεξικό βρίσκει κανείς τον παρακάτω ορισμό:
Φίλος – πρόσωπο με το οποίο συνδέεται κανείς με σχέση αμοιβαίας αγάπης, αφοσίωσης και κατανόησης χωρίς κατ’ ανάγκη να υπάρχει συγγένεια ή ερωτικό ενδιαφέρον“.
Έχοντας φρεσκάρει με τους παραπάνω ορισμούς την έννοια της φιλίας, ας προσσεγγίσουμε τον πυρήνα της ιστορίας του βιβλίου.
Στη δομή ….
Περιγράφονται εναλλάξ οι δύο φίλες και η ζωή της κάθε μιας σε όλη την έκταση αν και έρχεται κάποια στιγμή που ενώνονται οι δύο “κόσμοι” έκει που θα συνδεθούν όλα τα κομμάτια, θα αποκατασταθούν οι εκκρεμότητες και θα κλείσουν οι κύκλοι – για να ανοίξουν νέοι, καθώς η ζωή δεν τελειώνει.
Στην υπόθεση …….
Οι δύο πρωταγωνίστριες: Θοδώρα και Χρύσα.
Τις συνδέει: το κοινό παρελθόν, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στη γειτονιά της Αχειροποίητου, στην οδό Μακρυγιάννη, όπου μεγάλωσαν° συμμαθήτριες έως τα 18 τους χρόνια.
Τις χωρίζει: η απόσταση 34 τουλάχιστον ετών χωρίς επικοινωνία:
……. Από το 1976 είχαν να μιλήσουν αναμεταξύ τους. Τι να λέγανε περισσότερο; Από πού ν’αρχίζανε και πού να τελειώνανε; Τάχα σε τι θα εξυπηρετούσε να χορταίνανε την περιέργειά τους, η μία για την άλλη; Αφού νιώθανε ξένες μετά από τόσα χρόνια. Χειρότερα από ξένες, κιόλας. Αδιάφορες και άκαρδες φίλες που δεν νοιάστηκε ποτέ η μια για την άλλη, δυο ένοχες……” (σελ. 33)
Η Θοδώρα
Πέρασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και από τότε δεν ξαναγυρίσε στη Θεσσαλονίκη, όπου μεγάλωσε στην οικογένεια της θείας Μερόπης, καθότι ορφανή. Τελειώσε τις σπουδές της, διορίστηκε ως φιλόλογος, γνώρισε και παντρεύτηκε το μαρμαροτεχνίτη Βαγγέλη Μαδιά από τη Θάσο και απέκτησε έναν γιο, τον Ντίνο.
Η Χρύσα
Μοναχοκόρη της κυρίας Ξανθίππης. Δεν σπούδασε, δεν εργάστηκε ποτέ, παντρεύτηκε δύο φορές χωρίς να αποκτήσει παιδιά και ζούσε από τα λεφτά ενός λαχείου που κέρδισε. Η Θεοδώρα μαζί με την κλίκα της δεν τη χώνευαν. Να γιατί:
“…… Ξανθιά, γαλανομάτα, αέρινη. Γλυκιά σαν καραμέλα…… Λευκά απαλά χέρια, μακρύς λαιμός, πόδια λαμπάδες…” (σελ. 28).
Η μοίρα το θέλησε, η ζωή των δύο αυτών γυναικείων υπάρξεων να διασταυρωθεί ξανά στην Πόλη των Πόλεων κι όσο και αν προσπάθησαν να αποφύγουν η μία την άλλη, το πεπρωμένο τους ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο.
Η καθεμία βρέθηκε στη Βασιλεύουσα για διαφορετικό λόγο και σκοπό ή μήπως όχι, τελικά;
Τι ρόλο έπαιξαν στην εξέλιξη της ζωής τους ο Αλή, ο Σοφοκλής και ο Απόστολος που γνώρισαν εκεί;
Ποια και πώς θα αποφασίσει να αλλάξει πορεία πλεύσης και να διαθέσει το υπόλοιπο της ζωής της στη μοναδική παραλία της Αγίας Ελένης στη Σκιάθο;
Κάποιο από τα πρόσωπα της ιστορίας ένιωσε
…… την ανάγκη να ρωτήσω έναν δικό μου άνθρωπο που να εμπιστεύομαι πριν να κάνω το επόμενο βήμα. Μα την αλήθεια, νομίζω ότι δεν μου έχει μείνει άλλος, εκτός από σένα.” (σελ.216)
ενώ κάποιο άλλο ένιωσε
… να με βαραίνει το κενό της φιλίας. Η απουσία μιας κολλητής φίλης… Δεν υπήρξε κάποιος άλλος στη ζωή μου να έχει ανοίξει σε μένα την καρδιά του…” (σελ. 225)
Πώς διαμορφώθηκε μετά απ’ όλα αυτά η σχέση μεταξύ των δύο γυναικών και πώς αυτή κατέληξε να επηρεάσει την προσωπική ζωή της καθεμίας;
Βρήκαν την νηνεμία και τη γαλήνη που τόσο πολύ αναζητούσαν;
Οι απαντήσεις στο καλογραμμένο, χωρίς κενά ή αναπάντητα ερωτήματα μυθιστόρημα της Ελένης Μπεντίλλα, στο οποίο οι δυο γυναίκες μ’ όλες τις διαφορές τους συμφωνούν πως
Οι φίλοι αποκτιούνται με πολύ κόπο……” (σελ. 224)
Ένα βιβλίο για τη φιλία και τις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα, που αν επιλέξετε να το διαβάσετε, όχι μόνο θα σας προβληματίσει αλλά ταυτόχρονα θα σας κρατήσει υπέροχη συντροφιά αυτό το καλοκαίρι.

duo files
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Σιωπή. Ακουγόταν μόνο η θάλασσα και ρεμπέτικα τραγούδια του ραδιοφώνου από μακριά. Απροσδιόριστα από πού. Η Θοδώρα απήγγειλε με τόνο ποιητικό την επιστημονική εξήγηση του φαινομένου.
<< Το φαινόμενο αυτό του φωτός είναι αρκετά σπάνιο, γιατί προκειμένου να συμβεί απαιτείται καθαρή ατμόσφαιρα με ήρεμα αέρια στρώματα. Η εικόνα της δύσης που βλέπουμε δεν είναι πραγματική. Ο Ήλιος έχει ήδη δύσει και αυτή η εικόνα του φωτεινού δίσκου που ακουμπά στον ορίζοντα προτού εξαφανιστεί, δημιουργείται από τις ακτίνες που διαθλώνται μέσα από τη γήινη ατμόσφαιρα και αποκτούν καθοδική πορεία, με αποτέλεσμα να μας φαίνεται ότι ο Ήλιος είναι ψηλότερα από τη θέση στην οποία πραγματικά βρίσκεται. Το μπλε χρώμα σκεδάζεται περισσότερο από τα άλλα και δε φτάνει σχεδόν ποτέ στα μάτια μας. Γι’ αυτό, συνήθως, τα τελευταία ορατά χρώματα στη δύση είναι κοκκινωπά. Όταν όμως είναι ευνοϊκές οι συνθήκες ο παρατηρητής μπορεί, με λίγη τύχη, να δει μια σαφή πράσινη ή πολύ σπανιότερα μια μπλε φωτεινή λάμψη τα τελευταία δευτερόλεπτα προτού ο Ήλιος χαθεί από τον ορίζοντα>>.
Κάθισε έτσι για λίγο ακόμα δίπλα τους, με το Πήλιο απέναντι να ανάβει τα φωτάκια του σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε καθόλου. Δεν ήθελε να κοιμηθεί• ηθελε να βγει από το δωμάτιο έγκαιρα και να περπατήσει ξανά ως την αμμουδιά, στο φως της Ανατολής.