Στο ντεμπούτο του στο νέο του εκδοτικό σπίτι, τις εκδόσεις Μεταίχμιο, και μετά την επανακυκλοφορία του βραβευμένου και πολύ αξιόλογου μονολόγου του «Μάρτυς μου ο Θεός», ο Μάκης Τσίτας μας παρουσιάζει αυτή τη φορά την ιστορία της Τασούλας, της νέας του ηρωίδας.


Πρόκειται για την ομολογία-εξομολόγηση, μιας γυναίκας η οποία έζησε τη ζωή της μέσα στο τρίπτυχο οικογένεια-δουλειά-αξιοπρέπεια. Μια απλή γυναίκα από την επαρχία, μια ηρωίδα που θα μπορούσε να είναι η γυναίκα της διπλανής πόρτας, η μάνα που υπέμεινε τα πάντα προκειμένου να μην στερήσει από τα παιδιά της το όραμα μιας σωστής οικογένειας κι ας ήταν πάντα μόνο εκείνη το στήριγμα σε οικονομικό και ηθικό επίπεδο.


Πόσο διαφορετική θα μπορούσε να ήταν η ζωή της αν η ίδια ήταν αλλιώς; Αν δεν έδινε τόση σημασία στο τι θα πει ο κόσμος, αν δεν είχε μέσα στην καρδιά της την καλοσύνη και τη συγχώρεση; Όμως εκείνη δεν μπορούσε να είναι διαφορετική. Εκείνη επέλεξε αυτό το ρόλο, κι ας δοκίμασε κάποιες φορές να σηκώσει το κεφάλι και να προσπαθήσει να απεγκλωβιστεί από τη βιτριολική σχέση που είχε με το σύζυγό της.


Ήταν μόλις δεκαεννιά χρόνων όταν τον γνώρισε κι εκείνος τριάντα πέντε. Το ενδιαφέρον του πριν από το γάμο τους, η ωραία παρουσία του, τα γλυκά του λόγια την έκαναν να πιστέψει ότι θα έφτιαχνε μια όμορφη οικογένεια μαζί του. Όμως όλα άλλαξαν μετά το γάμο τους και τον ερχομό των παιδιών τους. Κατάλαβε από νωρίς ότι ο άνθρωπος που επέλεξε να συμπορευτεί στη ζωή ήταν τελείως διαφορετικός από αυτό που της παρουσιάστηκε και όμως, δεν ήθελε ούτε να χαλάσει την ωραία εικόνα που παρουσίαζαν προς τα έξω, αλλού ούτε και να μιλήσει σε κανέναν, να μοιραστεί τον πόνο και τον προβληματισμό της.


Όλη της η ζωή ήταν οι πέντε στάσεις που έκανε καθημερινά με το λεωφορείο πηγαίνοντας στη δουλειά από το σπίτι της. Μια γυναίκα που εργαζόταν ως νοσοκόμα στο ΑΧΕΠΑ και όλη την υπόλοιπη μέρα την αφιέρωνε στην οικογένεια, στα παιδιά και στο σπίτι της. Έχτισε δυο χαρακτήρες ζηλευτούς, δυο παιδιά άξια να σταθούν στη ζωή κι ας έβλεπαν το άδικο καθημερινά, ας βίωναν την αδικία που υφίστατο η μητέρα τους.
Πόσες γυναίκες άραγε θα βρουν σε αυτό τον μονόλογο στοιχεία από τον εαυτό τους; Πόσες γυναίκες δεν υπέμειναν έναν χειριστικό χαρακτήρα προκειμένου να μην είναι δαχτυλοδεικτούμενες, ότι είχαν πάρει διαζύγιο; Γιατί τα προηγούμενα χρόνια μέτραγαν πάρα πολύ αυτά τα πράγματα. Δεν ήθελε να πληγώσει τους γονείς της, δεν ήθελε τα παιδιά της να είναι από μια διαλυμένη οικογένεια. Και προτίμησε η ίδια να σταθεί και σαν μάνα και σαν πατέρας για να μην τους στερήσει τίποτε.
Και όταν η ζωή του φτάνει στο τέρμα της, ακόμη και τότε, δεν τον άφησε να φύγει μόνος του. Εκείνος δεν άντεχε μακριά της, κι εκείνη αισθανόταν το ιερό καθήκον να μείνει δίπλα του ως το τέλος.


Μια τραγική ιστορία δοσμένη με τόσο ρεαλιστικό τρόπο, με λόγο απλό αλλά συνάμα δυνατό, που δείχνει πως ο χαρακτήρας του ανθρώπου χτίζεται και πορεύεται μέσα από τα πιστεύω του καθενός, από αυτά που πήρε από την οικογένειά του και έχει ως ιερό καθήκον να τα τηρήσει, με όποιο τίμημα!

Ο Μάκης Τσίτας μας χαρίζει τον μονόλογο μιας γυναίκας. Μια ιστορία δοσμένη με συμπόνια, μια ιστορία που έχουν ζήσει και ζουν αμέτρητες γυναίκες.

Μόλις του το είπα εκείνος αγρίεψε:
«Καλά, εγώ σε σπουδάζω για να πάρεις έναν αμόρφωτο;».
«Είναι καλό παιδί».
«Σπίτι δικό του έχει;»
«Νοικιάζει. Στην Αθήνα».
«Λεωφορείο δικό του;»
«Όχι».
«Παιδί μου, έχεις καθόλου μυαλό στο κεφάλι σου; Οδηγό θα πάρεις; Αυτοί όπου ζουν εκεί παντρεύονται, όπου πάνε φυτεύουν και παιδιά. Μακριά από σοφεραίους!»
Εγώ όμως το είχα ήδη αποφασίσει: «Μπαμπά, θα τον πάρω».


Η Τασούλα είχε όλους τους δρόμους ανοιχτούς μπροστά της, αλλά τους έκοψε ο Θεόφιλος με τον έρωτά του. Κι όμως, εκείνη βρήκε παράδρομους: σπούδασε, δούλεψε, μεγάλωσε δύο υπέροχα παιδιά. Στην ουσία, μόνη της. Ο Θεόφιλος πάντα απών στα σημαντικά και πάντα απάνθρωπος απέναντι σε όλους. Άραγε να έφταιγε γι’ αυτό το τρομερό μυστικό του;
Η Τασούλα πέρασε των παθών της τον τάραχο, μα κρατήθηκε όρθια. Προχώρησε με κουράγιο, πείσμα, αλλά και με τη διαρκή έγνοια για το «τι θα πει ο κόσμος». Κι ενώ θα μπορούσε να έχει μια καλύτερη ζωή, τη στερήθηκε.
Ο Μάκης Τσίτας μάς χαρίζει τον μονόλογο μιας γυναίκας απ’ την επαρχία, που έζησε τριάντα χρόνια στη Θεσσαλονίκη κινούμενη με ασφάλεια στη διαδρομή των πέντε στάσεων του λεωφορείου, από το σπίτι στη δουλειά και πάλι πίσω.
Μια ιστορία δοσμένη με συμπόνια και αγάπη, για τις αμέτρητες γυναίκες που έζησαν και ζουν με γνώμονα την ιερή αίσθηση του καθήκοντος, πληρώνοντας συνειδητά το όποιο τίμημα.