Ουμπούντου σημαίνει «υπάρχω γιατί υπάρχουμε»!

Μια αντιρατσιστική ιστορία με φόντο μια σύγχρονη Ελλάδα. Ένα αγρόκτημα, η κατάρα μιας όμορφης γυναίκας, μετανάστες από τη Σομαλία και ένας έρωτας που γεννήθηκε ανάμεσα σε δύο “ξένους” ανθρώπους.

Στο όγδοο βιβλίο του ο Μάνθος Σκαργιώτης καταπιάνεται με ένα πολύ σκληρό θέμα, το ρατσισμό και τους μετανάστες.
Δεν είναι εύκολο να κατηγοριοποιήσεις αυτό το βιβλίο. Δεν είναι μόνο οι απίστευτα απάνθρωπες εικόνες που φωτογραφίζει μέσα από το κείμενό του. Είναι μια γροθιά στο στομάχι για όλους εμάς που θεωρούμαστε ανώτεροι, επειδή το δέρμα μας είναι λευκό, ενώ κάποιοι άλλοι άτυχοι, είναι μαύροι. «Λαθραίοι» στη ζωή και στο θάνατο. Τους συνοδεύει μόνο ένα όνομα, ούτε χαρτιά, ούτε σπίτι, ούτε πατρίδα, ούτε κάποιος να τους αναζητήσει αν… χαθούν!
Για άλλη μια φορά ο συγγραφέας έχει ως βάση τα μέρη της Ηπείρου και της ευρύτερης περιοχής, όμως δεν σταματάει εκεί. Γνωρίζει στον αναγνώστη μέσα από τις αφηγήσεις των ηρώων του τα μέρη της Αφρικής, το Γιοχάνεσμπουργκ, το Κέιπ Τάουν και τη Σομαλία, καθώς οι «λαθραίοι» μετανάστες που πρωταγωνιστούν, κατάγονται από εκείνα τα μέρη.
Ένας μεγαλογαιοκτήμονας απασχολεί στα κτήματά του κάθε χρόνο διαφορετικούς μετανάστες, για όσο διαρκεί η καλλιεργητική περίοδος, δηλαδή μέχρι το Νοέμβρη περίπου. Έχει ένα γιο και ο ίδιος μεγάλωσε στην Αφρική, έτσι οι μνήμες του τον κάνουν να μισεί θανάσιμα όλους τους ξένους, δεν χάνει όμως την ευκαιρία να τους εκμεταλλεύεται όπως και όσο τους χρειάζεται. Ανάμεσά τους είναι και η Μιλέιν, η Σομαλή που ο γιος του κάνει το λάθος να ερωτευτεί, χωρίς να γνωρίζει ότι ο πατέρας του έχει ένα πολύ καλά στημένο σχέδιο για αυτούς, όταν φτάνει η ώρα τους να αποχωρήσουν για την Αθήνα και μαζί τους να πάρουν και την όμορφη Μιλέιν, που ο έρωτας τον έχει κάνει να αψηφά το κατεστημένο και την άρνηση των γονιών του.
Σε μια διπλανή πόλη η απαγωγή του μωρού ενός τραπεζίτη κινητοποιεί τους πάντες προκειμένου να βγάλουν άκρη στην περίεργη αυτή υπόθεση, καθώς την ίδια στιγμή εξαφανίζεται και ο γιος του γαιοκτήμονα ο Βίκτωρας και όλοι υποθέτουν ότι εκείνος κρύβεται πίσω από την απαγωγή και περιμένουν την κίνησή του προκειμένου να κατανοήσουν το λόγο για μια τέτοια απάνθρωπη πράξη.
Πόσο σκληρά παιχνίδια παίζει όμως η ζωή… σαν αρχαία τραγωδία ξεδιπλώνεται η αποκάλυψη του σατανικού σχεδίου του γαιοκτήμονα και του επιστάτη του, όταν ένα σκυλί άρρωστο και εγκαταλελειμμένο, πεθαίνει στην παράγκα που χρησιμοποιούσαν σαν σπίτι οι Σομαλοί και Μπαγκλαντεσιανοί μετανάστες και οι υπηρεσίες του Δήμου φτάνουν εκεί για να το απομακρύνουν.
Σε παράλληλη αφήγηση πριν από κάθε κεφάλαιο, παρακολουθούμε την ζωή και την καλλιτεχνική ανησυχία του Γιοχάνες, αδελφού του γαιοκτήμονα που ψάχνει ανά τους αιώνες το δρόμο και το δράμα των μαύρων σκλάβων, όλων εκείνων που είχαν την ατυχία να μην υπολογίζονται ως άνθρωποι, να μην θεωρούνται άνθρωποι. Χωρίς δικαιώματα έναντι των λευκών, χωρίς στήριξη από την πολιτεία.
Βασιζόμενος στη ζωή και το άδοξο τέλος του Δημήτρη Τσαφέντα, του παρεξηγημένου Έλληνα που γεννήθηκε στη Μοζαμβίκη το 1918 από πατέρα Κρητικό και ντόπια μάνα και πρώτος σηματοδότησε τον αγώνα εναντίον του απαρτχάιντ. Πέθανε ξεχασμένος στις φυλακές της Νότιας Αφρικής το 1999.

«Κάντε μια γωνίτσα στην καρδιά σας για να ζεσταθεί και ο μαύρος Χριστός».

Όμως δεν έχει σημασία το χρώμα του δέρματος, δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν γεννήθηκαν σε φτωχογειτονιές και υπηρετούσαν τους λευκούς… οι μαύροι είναι ΑΝΘΡΩΠΟΙ, με δικά τους ήθη και έθιμα, με τις πεποιθήσεις τους και τις παραδόσεις τους που κρατούν γερά από γενιά σε γενιά.
Το πώς δένουν όλες οι ιστορίες με την κατάρα που έχει αφήσει πριν από πολλά χρόνια η Λούσιω, μια όμορφη κοπέλα που πέθανε με απάνθρωπο τρόπο, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς δίνει την ευκαιρία στο συγγραφέα να αναλύσει τις παραδόσεις γύρω από τις κατάρες και το να μην βρίσκουν ησυχία οι αδικοχαμένοι νεκροί, να παρουσιάσει τα μοιρολόγια και την αγωνία της μάνας που χάνει το μοναχοπαίδι της, να αναδείξει τέλος, την υπέροχη ελληνική επαρχία, την ομορφιά του τόπου και την ελπίδα ότι μόνο με ήσυχη συνείδηση αναπαύεται ο άνθρωπος είτε σε αυτή είτε στην άλλη ζωή.
Θερμά συγχαρητήρια για άλλη μια φορά στο Μάνθο Σκαργιώτη που επέλεξε να κάνει μια εξαντλητική έρευνα γύρω από ένα θέμα τόσο παλιό μα και τόσο επίκαιρο όπως είναι η ανάγκη των ανθρώπων να μεταναστεύουν, η στάση μας απέναντι στους ξένους, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία. Και από την άλλη, όλοι όσοι θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους, που ο μόνος τους σκοπός είναι το κέρδος με όποιο τρόπο… χωρίς να υπολογίζουν ποτέ τις παράπλευρες απώλειες…
Κι αν είναι κάτι ακόμα που θα ήθελα να προσθέσω είναι μόνο τα λόγια του Μαχάτμα Γκάντι που έγραψε σε ένα κελί όπου ήταν φυλακισμένος.
Ας γίνουν φάρος ελπίδας για όλους!


«Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, μετά τους νικάς».

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Ουμπούντου: Είμαι, επειδή είμαστε
Ο Δονάτος Λένης μεγάλωσε στην ελληνική κοινότητα της Νότιας Αφρικής τα χρόνια του απαρτχάιντ. Όταν ενηλικιώθηκε, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου ένας συγγενής του βιαζόταν να του κληροδοτήσει ένα αγρόκτημα. Ο Δονάτος, ανυποψίαστος, ξεκινάει να φτιάχνει την τύχη του δουλεύοντας το κτήμα, χωρίς να γνωρίζει ότι η γη του έχει πάνω της την κατάρα μιας όμορφης γυναίκας.

Σήμερα, μερικές δεκαετίες μετά, ο Δονάτος έχει γίνει ευυπόληπτο μέλος της τοπικής κοινωνίας και απασχολεί στην αγροτική του επιχείρηση μετανάστες από τη Σομαλία και το Μπανγκλαντές. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν χαρτιά και δουλεύουν σε κακές συνθήκες, αλλά ο Δονάτος προσπαθεί να τους φέρεται με κάποια ανθρωπιά.

Μια δυσοίωνη ανακάλυψη στο χώμα ξυπνάει ένστικτα και αδιόρατους φόβους, ενώ δίπλα στο κτήμα μέσα σε τριβόλια και λιθάρια γεννιέται ένας έρωτας, ανάμεσα σ’ έναν δικό μας και μια «ξένη». Το τέλος της αγροτικής σεζόν σημαδεύει η απαγωγή ενός βρέφους στη διπλανή πόλη και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιον θα διαλέξει, τελικά, η κατάρα της όμορφης γυναίκας. Γιατί ο κύκλος πρέπει να κλείσει…

Γεγονότα σημερινά και παλιά, δικά μας και ξένα, συνυφαίνονται σε μια συναρπαστική ιστορία με φόντο μια πολυπολιτισμική Ελλάδα, που άλλες φορές δεν έχει μνήμη και άλλες φορές δεν ξεχνάει.

Κάποτε ένας κοινωνικός ανθρωπολόγος βρέθηκε σε χωριό της Αφρικής. Κατά τη διάρκεια των ερευνών του για τη συμπεριφορά των ανθρώπων της περιοχής, πρότεινε σε μια ομάδα παιδιών το ακόλουθο παιχνίδι. Έβαλε κάτω από ένα δέντρο ένα καλάθι γεμάτο με φρέσκα και λαχταριστά φρούτα. Όποιο παιδί, σε αγώνα δρόμου, θα έφτανε πρώτο στο καλάθι θα κέρδιζε όλα τα φρούτα. Μόλις έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσει ο αγώνας, τα παιδιά κρατήθηκαν από τα χέρια και πήγαν στο τέρμα ενωμένα. Ξαφνιασμένος ο ανθρωπολόγος τα ρώτησε γιατί παραβίασαν τους όρους του παιχνιδιού. Εκείνα απάντησαν: «Ουμπούντου». Δηλαδή, «υπάρχω, γιατί υπάρχουμε». Αλλιώς, «δεν μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι, αν έστω κι ένας από εμάς είναι λυπημένος».

Ο Μάνθος Σκαργιώτης γεννήθηκε στο χωριό Μονολίθι Ιωαννίνων το 1952. Σπούδασε φιλολογία. Ζει στην Αθήνα. Μυθιστορήματα: Το Λαθραίο (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991), Η Αλάνα με τις Ακονόπετρες (Δωρικός, Αθήνα 1995), Ουδέτερη Ζώνη (Κέδρος, Αθήνα 1995), Δώδεκα Μήνες, Δεκατρία Φεγγάρια (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2001), Το Παρελθόν Επιστρέφει από τον Άλλο Δρόμο (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2004), Ένα Κλειδί, Τρεις Πόρτες (Μεταίχμιο, Αθήνα 2009), Στο Δρόμο των Αρωμάτων (Διόπτρα, Αθήνα 2015). Ποιήματα: Ματωμένοι Σάρακες (Κριτήριο, Αθήνα 1974), Στο Ρυθμό της Κύπρου (ιδιωτική έκδοση, Γιάννινα 1978). Δημοσίευσε, επίσης, εισαγωγικές μελέτες για το έργο του Κ. Θεοτόκη, του Κ. Κρυστάλλη και του Γ. Κο¬τζιούλα, καθώς και «πορτρέτα» Ηπειρωτών δημιουργών. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά. email: [email protected] facebook: ManthosSkargiotis