ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ από την ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ – ΝΤΑΝΟΥ

Η Ευδοκία Φελώνη γεννήθηκε στο χωριό Γιαννόπουλοι Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Εργάστηκε ως υπάλληλος του Υπουργείου Υγείας, στον τομέα των παιδικών σταθμών. Είναι ιδρυτικό μέλος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Βάλτου. Η αγάπη της για το βιβλίο την ώθησε στη συγγραφή του πρώτου της μυθιστορήματος με τίτλο «Μόνο στιγμές». Πρόκειται για μια καλαίσθητη αυτοέκδοση, που έκανε στην Αθήνα το 2016, με επιμέλεια κειμένου από την Αθηνά Ντάσιου. Στην αρχή του βιβλίου διαβάζουμε για τη ζωή των ανθρώπων «Δεν είναι ούτε χρόνια ούτε μέρες, αλλά ούτε καν ώρες. Είναι μόνο στιγμές» και είναι μια άποψη της Ευδοκίας Φελώνη, που δικαιολογεί τον τίτλο του κοινωνικο -ερωτικού μυθιστορήματός της. Ιστορίες που μας συγκινούν, καθώς παρακολουθούμε τις περιπέτειες των χαρακτήρων που ζουν στη διπλανή πόρτα, στην Αθήνα ή στην επαρχία (Αγρίνιο, Σύρος, Ξυλόκαστρο, χωριά στους πρόποδες των Ακαρνανικών), φτάνοντας πολλές φορές στα άκρα, χωρίς να μπορούν να ελέγξουν και να κατευθύνουν την πορεία της ζωής τους.
Στις 360 σελίδες, που χωρίζονται σε 18 κεφάλαια οι χαρακτήρες είναι πολλοί: άνδρες και γυναίκες, όλων των ηλικιών, μορφωμένοι ή απλοί πολίτες, ζουν στο χωριό ή στην πόλη, είναι ευαίσθητοι ή σκληροί, ερωτεύονται και κάνουν οικογένεια, απιστούν ή παραβαίνουν τους κανόνες της, προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο ή ακολουθούν το δρόμο της παραβατικότητας και ανηθικότητας, άλλοτε είναι προστατευτικοί και καλοί σύζυγοι και γονείς, τους συμβαίνουν πολλά απρόβλεπτα που ο καθένας τα χειρίζεται διαφορετικά, αλλάζουν περιβάλλον για μια καλύτερη τύχη, θυμούνται το παρελθόν τους και τους παιδικούς τους φίλους, πηγαίνουν εκδρομές για να διαφοροποιηθούν από την καθημερινότητα, δέχονται την τιμωρία ή αγωνίζονται να ξεφύγουν, αντιμετωπίζουν δυναμικά τις σοβαρές ασθένειες ή αφήνουν να τους καταβάλλουν, γνωρίζουν το θάνατο και βλέπουν πρόσωπα αγαπημένα τους να φεύγουν, συγχωρούν την ανομία και την ατιμία ή την πολεμούν με σθένος, δέχονται τη μοίρα τους ή προσπαθούν να ξεφύγουν και να επιβιώσουν με αγώνες σκληρούς πολλές φορές.
Διαβάζοντας το βιβλίο γνωρίζουμε τα πρόσωπα, που είναι πολλά: η Βαγγελιώ και ο Ανδρέας, η Ειρήνη και ο Γιώργος, ο Παύλος και η Μαρίνα, η Δήμητρα ή Τούλα ή Μήτση, ο Λευτέρης και η Όλγα, ο Νίκος, ο Θωμάς, η Βάσω, ο Μιχάλης και άλλοι, που μας κάνουν με τα βιώματά τους να αισθανόμαστε ευχάριστα ή όχι, αγανακτώντας πολλές φορές, για τα απροσδόκητα και τα αναπόφευκτα. Οι ιστορίες δύο γυναικών, της Εύας και της Ευδοκίας, που παρεμβάλλονται, αποτελούν περίπτωση κοινωνικού ρατσισμού, στον τρόπο που αντιμετωπίζονται συνάνθρωποί μας με σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ το φριχτό τέλος της Δήμητρας μας υπενθυμίζει πού μπορεί να καταλήξει κάποιος που ξεπερνάει τα όριά του και υπερβαίνει κάθε κανόνα ηθικής.
Η συγγραφέας φροντίζει να μας κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον για την εξέλιξη των γεγονότων με απλή κατανοητή γλώσσα, με λεπτομερείς ή συνοπτικές αφηγήσεις ανάλογα με το στόχο και τα πρόσωπα, με περιγραφές χώρων και αναλύσεις χαρακτήρων. Με ρεαλισμό περνάει τα μηνύματα και τα πιστεύω της, καταλήγοντας πως ποτέ δεν είναι αργά να μπει στη ζωή μας μια νέα αρχή και δεν πρέπει να αρνηθούμε να επιστρέψουμε στον τόπο απ’ τον οποίο ξεκινήσαμε, αν αυτό κριθεί αναγκαίο. Πιστεύω πως το συγγραφικό της ταξίδι θα έχει και συνέχεια. Την περιμένω και της το εύχομαι.