Ήταν 1η Σεπτέμβρη του 2004, όταν ξύπνησα, όπως κι όλος ο κόσμος σε κάθε γωνιά της γης, από τις κραυγές των παιδιών του Μπεσλάν. Πρώτη μέρα στο σχολείο, κρατούνταν όμηροι στα χέρια τρομοκρατών. Ίσως ήταν το θέμα που ήθελα να καλύψω δημοσιογραφικά περισσότερο από κάθε άλλο. Τον επόμενο Σεπτέμβρη ήρθε η ώρα να συνοδεύσω τον γιο μου στη δική του πρώτη μέρα στο σχολείο. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα, σκέφτηκα όταν είδα να πλησιάζει ένας άνδρας με στρατιωτικά άρβυλα και ρούχα παραλλαγής. Σκιάχτηκα! Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ένιωθα πως θα συμβεί το ίδιο, κάτι που, φυσικά, ήταν εξαιρετικά παράλογο να το σκεφτώ, πόσο μάλλον να συμβεί.

Κάπως έτσι μας βάζει στο κλίμα της υπόθεσης του βιβλίου της η Μαρία Τσακίρη και μας προετοιμάζει για ένα ανάγνωσμα που θα μείνει στη σκέψη μας για πολύ καιρό, καθώς η τραγική ιστορία της ομηρίας παιδιών στο σχολείο τους, που συνέβη την 1η Σεπτέμβρη του 2004 στο Μπεσλάν της βόρειας Οσετίας, στον Καύκασο, είναι ένα γεγονός όχι μόνο επίκαιρο, αλλά και με τρομακτικές διαστάσεις.

Η δημοσιογραφική της εμπειρία και η εξαντλητική έρευνα φαίνεται από την αρχή του βιβλίου, καθώς δεν μένει μόνο στα πραγματικά αιματηρά γεγονότα, αλλά μας βάζει σε έναν κόσμο βίας που τα τελευταία χρόνια μας συγκλονίζει με τις πάμπολλες τρομοκρατικές επιθέσεις που γίνονται σε διάφορα μέρη του κόσμου, αλλά δεν μένει μόνο εκεί. Ξεκινάει την αφήγησή της με τις όμορφες εικόνες μιας πόλης που αγνοεί ότι πρόκειται να ζήσει την απόλυτη φρίκη, μιας παρέας παιδιών που περιμένουν με ανυπομονησία την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς, που προετοιμάζονται για τη μεγάλη Γιορτή της Γνώσης. Οι όμορφες εικόνες πολύ σύντομα θα μετατραπούν σε εφιάλτη, έναν εφιάλτη που ξεπερνάει και την πιο νοσηρή φαντασία, που ο ανθρώπινος νους αρνείται να δεχτεί ότι είναι πραγματικότητα.
Η Ροζάνα, ο Αλέξανδρος, η Ελένα και ο Ιβάν είναι τα τέσσερα πρόσωπα της ιστορίας της οποίας η Μαρία Τσακίρη μας παρασύρει να γνωρίσουμε, αλλά όλοι οι χαρακτήρες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κινούνται μέσα στην υπόθεση είναι τόσο άρτια σμιλεμένοι, με τόσες πολλές πληροφορίες για τον χαρακτήρα και την ιστορία τους που ο αναγνώστης αισθάνεται συνεχώς ότι παρακολουθεί μέσα από μια κάμερα τη ζωή και τις σκέψεις τους.
Αν ένα βιβλίο αξίζει να γίνει κινηματογραφική ταινία, είναι ο “Θλιμμένος Σεπτέμβρης”, και αυτό θα το αντιληφθείτε καθ’ όλη την διάρκεια της ανάγνωσης. Οι περιγραφές της τριήμερης ομηρίας των 1300 ατόμων μέσα στο γυμναστήριο του σχολείου είναι τόσο ωμές, τόσο συγκλονιστικά σκληρές που αποτυπώνουν όλη τη φρίκη που έζησαν όσοι κατάφεραν να επιζήσουν από την κόλαση αυτή. Μέσα στο κείμενο δίνονται αρκετές περιγραφές επιζώντων όπως ακριβώς ειπώθηκαν και αυτό δίνει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα στο πόσο οδυνηρά ήταν αυτά τα τρία εικοσιτετράωρα που υπέφεραν. Ο τελικός απολογισμός με τους 323 νεκρούς, ανάμεσά τους 186 παιδιά και 18 στρατιώτες, αλλά και άλλους 13 που υπέκυψαν στους σοβαρούς τραυματισμούς τους, τα λέει όλα!
Όμως ο “Θλιμμένος Σεπτέμβρης” δεν είναι μόνο ένα βιβλίο που μιλάει για το τρομοκρατικό χτύπημα στο Μπεσλάν. Είναι ένα αστυνομικό θρίλερ, ένα βιβλίο γροθιά στο στομάχι με τις περιγραφές του για το τράφικινγκ και την παιδική πορνογραφία, για την οδυνηρή αλήθεια που χιλιάδες άνθρωποι αγνοούν γιατί δεν θέλουν να πιστέψουν ότι είναι αληθινά τα όσα καθημερινά γίνονται γύρω μας. Οι εξαιρετικές περιγραφές δε της Αγίας Πετρούπολης αλλά και της Μόσχας, όπου εκτυλίσσεται μεγάλο μέρος της υπόθεσης με κάποιους ήρωες, μεταφέρουν στον αναγνώστη κάθε μικρή ή μεγάλη λεπτομέρεια της ιστορίας των όσων περιγράφει. Σκηνές που κόβουν την ανάσα, ανελέητο κυνηγητό, ένα καθόλα κινηματογραφικό σενάριο, με πρωταγωνιστές κακοποιούς, μυστικούς αστυνομικούς, ανθρώπους υπεράνω πάσης υποψίας, κι έναν άνθρωπο που θέλει να μάθει την αλήθεια πάση θυσία και με κάθε κόστος!
Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς; Μια τόσο καλοδουλεμένη ιστορία γύρω από τη ζωή των παιδιών που επέζησαν, για τον τρόπο που κατάφεραν να διαχειριστούν τα ψυχικά τους τραύματα… γιατί τα άλλα, του σώματος, κάποτε γιατρεύονται… η ψυχή όμως πώς να ξεχάσει; Πώς να ξεπεράσει κανείς τη φρίκη και τον όλεθρο; Πώς να μείνει αλώβητος μπροστά στην τραγωδία που βλέπει να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά με ανύποπτα θύματα που απλά μπήκαν στο μετρό για να πάνε στη δουλειά τους ή στο θέατρο για να παρακολουθήσουν μια παράσταση;

«Αν ο τρόμος ήταν εικόνα, θα είχε αυτό το παιδικό πρόσωπο. Αν ήταν μυρωδιά θα είχε τη μυρωδιά του θανάτου που ήταν κολλημένη στο κορμάκι του. Αν ήταν ήχος, θα ήταν οι κραυγές που σφυροκοπούσαν το κεφάλι του. Αν ο τρόμος ήταν ανάμνηση, θα ήταν οι μνήμες που θα κουβαλούσε για την υπόλοιπη ζωή του».

Όμως αυτό που έχει και τη μεγαλύτερη αξία και ο αναγνώστης πρέπει να κρατήσει, είναι το αισιόδοξο μήνυμα ότι ακόμη και μπροστά στη μεγαλύτερη οδύνη, στην πιο φριχτή απώλεια, ο άνθρωπος οφείλει να προχωρήσει, να δώσει μια ακόμη ευκαιρία στη ζωή, να νικήσει τους φόβους του, όσο χρόνο και αν χρειαστεί. Η αληθινή αγάπη, ο έρωτας και η βαθιά φιλία είναι το καλύτερο γιατρικό και αυτό πρέπει να σκεφτόμαστε όλοι μας. Ότι έχουμε δικαίωμα στην ευτυχία, στη δεύτερη ευκαιρία, στην ίδια τη ζωή!

Μαρία Τσακίρη, αν είχες βάλει στοίχημα μετά τη συγκλονιστική αληθινή ιστορία που μας έδωσες με την Ιφιγένεια, το πρώτο σου βιβλίο, ότι δεν είχαμε δει ακόμη το μέγεθος της αξίας σου, να ξέρεις ότι το έχεις κερδίσει!!!

Λίγα λόγια
Αύγουστος 2004. Η Ροζάνα ακούμπησε απαλά μέσα σε ένα τοσοδά ξύλινο κουτάκι τα γεμάτα δίψα για ζωή όνειρά της, μαζί με μια κόκκινη γυαλιστερή χάντρα και μια φωτογραφία από τον Πάνορμο της Νάξου. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα νεανικά της όνειρα και στη γαλάζια φουσκοθαλασσιά του Αιγαίου, στρίμωξε και κάτι ακόμα: μια μακρινή ημερομηνία που σημείωσε με πράσινο στιλό. Υποσχέθηκε να χαρίσει το κουτάκι στον Αλέξανδρο τη μέρα που θα ξεκινούσαν τα σχολεία, με την εφηβική σιγουριά πως, ύστερα από δέκα χρόνια, εκείνη θα είναι δικηγόρος και ο αγαπημένος της βραβευμένος συγγραφέας. Όμως, καθώς ύφαινε τα όνειρά της, τα λεπτά που κυλούσαν στο Μπεσλάν δημιουργούσαν ένα συγκλονιστικό σκηνικό, και η μοίρα έστηνε το δικό της τρομακτικό σενάριο.

Ο Σεπτέμβριος του 2004, με την τριήμερη αιματηρή ομηρία μαθητών μέσα στο σχολείο τους, θα αφήσει πίσω του βαθιά θλίψη. Εκείνοι που θα τα καταφέρουν σκορπίζονται στους πέντε ανέμους. Για να προχωρήσουν στη ζωή, πρέπει να αναμετρηθούν με τις αναμνήσεις. Για να γίνει αυτό, πρέπει να περπατήσουν στους δρόμους όπου βάδισαν εκείνο το πρωί, να νιώσουν τις μυρωδιές που μύριζαν τις ατελείωτες ώρες της αιχμαλωσίας, να ακούσουν τα φτερουγίσματα των πουλιών, τους θορύβους της πόλης όταν ξυπνάει κι όταν κοιμάται. Πρέπει να σταθούν απέναντι στο στοιχειωμένο σχολείο και να βρουν το κουράγιο να το κοιτάξουν. Επειδή, ακόμα κι όταν όλα έχουν χαθεί, η ελπίδα πάντα μένει κάπου εκεί έξω. Θα απλώσουν το χέρι να την πιάσουν; Θα αφήσουν λίγο χώρο για να ριζώσει και πάλι στην ψυχή τους η αγάπη; Ο έρωτας; Θα μπορέσουν να ξεχάσουν το χτες, να ζήσουν το σήμερα και να ονειρευτούν το αύριο; Υπάρχει αύριο για τα παιδιά του Μπεσλάν;

H ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ γεννήθηκε στην Κατερίνη και από το 1982 ζει στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε σε ιδιωτική σχολή δημοσιογραφίας και εργάστηκε ως συντάκτρια και ανταποκρίτρια σε εφημερίδες, περιοδικά αλλά και στο ραδιόφωνο. Επί δύο δεκαετίες δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης και εργάστηκε ως υπεύθυνη γραφείου Τύπου. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΜ-Θ. Το ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.