ΧΑΛΙΝΤ ΧΑΛΙΦΑ
Εκδόσεις Καστανιώτη 2020

Μετφρ: Αγγελική Σιγούρου
Σελ. 210


Ενώ οι πόλεμοι δίπλα μας συνεχίζουν να παράγουν νεκρούς, υπάρχουν τα βιβλία αντιπολεμικού περιεχομένου, όπως το συγκεκριμένο, που μας υπενθυμίζουν ότι δεν πρέπει να συνηθίσουμε τον θάνατο.
Το μυθιστόρημα του Χαλίφα διαδραματίζεται στη σκιά του συριακού εμφυλίου ο οποίος έχει μετατρέψει ακόμη και τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες και δραστηριότητες – όπως το να πηγαίνεις στη δουλειά, να βρίσκεις φαγητό, να μπορείς να θάβεις τους νεκρούς σου – σε επίπονη αναμέτρηση με το χάος του πολέμου που καταβροχθίζει τα πάντα…


Ο τρόμος και η σύγχιση επικρατούν ενώ όσοι δεν καταφέρνουν να φύγουν από τη χώρα χάνουν την ελπίδα τους για ζωή καθώς ο θάνατος είναι πλέον η καθημερινότητά τους.
“….οι κάτοικοι αλληλοκοιτάζονται σαν μελλοθάνατοι.”
Κι ενώ, “οι υποψίες και μόνο αρκούν για να γεμίσουν οι δρόμοι πτώματα και να εξαφανιστούν οι άνθρωποι για πάντα, δίχως ίχνος”, οι ίδιοι επικαλούνται τον αμυντικό μηχανισμό του πικρού χιούμορ για να ξορκίσουν τον θάνατο.
Οι άνθρωποι ζουν την αληθινή ζωή τους κρυφά μέσα στην καρδιά και το μυαλό τους, ανακουφίζονται με μικρά τυχαία συμβάντα κι αισθάνονται τυχεροί όταν συναντήσουν κάποιον ευγενικό στρατιώτη σε ένα σημείο ελέγχου, ένα οδόφραγμα χωρίς πολύ κίνηση ή μια βόμβα που πέφτει λίγα μέτρα μακριά τους και όχι επάνω τους επειδή ένα άλλο αυτοκίνητο τους προσπέρασε και τους έκοψε τη φόρα! Να μία ευκαιρία που χαρίζει τη ζωή κι ας την αφαιρεί από κάποιον άλλον καθώς το αίσθημα αυτοσυντήρησης εδώ δεν λογίζεται μικροψυχία.


Μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον ο Αμπντελατίφ, κάτοικος Χαλεπίου, πεθαίνει σε νοσοκομείο της Δαμασκού από βαθιά γεράματα – φαινόμενο σπάνιο στη σπαρασσόμενη από τον πόλεμο Συρία. Λίγο πριν πεθάνει, πείθει τον γιό του Μπούλμπουλ να του υποσχεθεί ότι θα τον θάψει στην Αναμπίγια, το μακρινό χωριό του. Απρόθυμα ο Μπούλμπουλ και τα δύο αδέρφια του Χουσεΐν και Φάτιμα, όντας αποξενωμένοι μεταξύ τους, μεταφέρουν την σορό του πατέρα σε ένα βαν και ξεκινούν μια επικίνδυνη διαδρομή μέσα στο φλεγόμενο τοπίο. Ο δρόμος είναι διάσπαρτος με οδοφράγματα-στρατιωτικά σημεία ελέγχου, αρχικά αυτά του καθεστώτος και στη συνέχεια καθώς πλησιάζουν στο έδαφος των ανταρτών εκείνα του Ελεύθερου Αντιστασιακού στρατού. Έρχονται αντιμέτωποι με την παράλογη απαίτηση των στρατιωτικών του καθεστώτος οι οποίοι θέλουν να συλλάβουν το πτώμα επειδή ο νεκρός είναι καταζητούμενος για συμμετοχή στην αντίσταση καθώς υπάρχει ένα ενεργό ένταλμα για τη σύλληψή του. Αλήθεια, πώς αντιμετωπίζεται μια κατάσταση όπου ένα πτώμα πρέπει να συλληφθεί όταν το γεγονός του θανάτου είναι από μόνο του απαλλακτικό;


Σ’ ένα οδόφραγμα ελέγχου συναντούν άγριους Τσετσένους στρατιώτες που δεν μιλούν αραβικά δυσκολεύοντας έτσι τη συνεννόηση ενώ σ’ ένα επόμενο σημείο το οποίο ελέγχεται από αντάρτες τούς ζητείται επιτακτικά να περάσουν από ένα τεστ θρησκευτικών γνώσεων για να τους δοθεί η άδεια να συνεχίσουν. Χρειάζονται ώρες και μέρες για να περάσουν από κάθε σημείο ελέγχου καθώς απομακρύνονται από τη Δαμασκό διασχίζοντας τα βομβαρδισμένα χωριά της περιφέρειας ανάμεσα σε συνεχείς πυροβολισμούς, εκρήξεις βομβών, ρίψεις από αεροπλάνα, ελικόπτερα και κινήσεις στρατευμάτων και τανκς. Υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές κατά μήκος των εθνικών οδών ενώ οι ακρωτηριασμένοι είναι περισσότεροι από τους αρτιμελείς οδοιπόρους, τα δε πτώματα εγκαταλείπονται βορά στα άγρια σκυλιά που κυκλοφορούν πεινασμένα.
Το οδοιπορικό των τριών αδερφών θα διαρκέσει παραπάνω από τρεις ημέρες για μια διαδρομή όπου υπό κανονικάς συνθήκας θα διαρκούσε λίγες ώρες. Σταδιακά το σώμα του πατέρα τους αρχίζει να αποσυντίθεται ενώ οι ίδιοι βιώνουν ένα κολασμένο, τρελό εφιάλτη με την παράλογη γραφειοκρατία να επικρατεί στα σημεία ελέγχου καθώς και την σύλληψη και κράτησή τους. Ο υπεύθυνος για τη σύλληψή τους αξιωματικός αδυνατεί να πάρει μία γρήγορη απόφαση για το εάν ένας άνθρωπος είναι οντότητα από σάρκα και ψυχή ή εάν όπως το κράτος θεωρεί, είναι ένα “πακέτο έγγραφα” που απαιτούνται για την άρση του εντάλματος.
Όσο για τον ευαίσθητο, αδύναμο Μπούλμπουλ, τον αντιδραστικό Χουσεΐν και την αιθεροβάμονα Φάτιμα οι οποίοι είχαν συναντηθεί μόνο για λίγες ώρες τα προηγούμενα δέκα χρόνια, τώρα βρίσκονται παγιδευμένοι μαζί στο βαν και “ανασαίνουν τον θάνατο του πατέρα τους“. Χαμένοι στη σιωπή τους αναθυμούνται τον καλό παρελθοντικό εαυτό τους και προσπαθούν να αποβάλλουν τον καταπιεσμένο θυμό, την αίσθηση της απώλειας, τις ενοχές και τύψεις που αισθάνονται, αποτυγχάνοντας παρόλα αυτά να έρθουν πιο κοντά…


Όσο η οδήγηση διαρκεί πολύ περισσότερο από όσο είχαν προβλέψει και καθώς το νεκρό σώμα αλλοιώνεται δραματικά, η σχέση των αδερφών οδηγείται σε σύγκρουση.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το χαοτικό ταξίδι για να απεικονίσει τις συνθήκες που επικρατούν στη Συρία του εμφυλίου και για να μας αφηγηθεί τις ιστορίες του πατέρα, των δύο γιων και της κόρης του χρησιμοποιώντας την ιδιαίτερη “εσωτερική φωνή” και “γλώσσα” του κάθε χαρακτήρα. Οι προσωπικές τους ιστορίες βρίθουν από πληγές, πόλεμο, θάνατο, πείνα, γελοίους κοινωνικούς κανόνες και θλιβερές αναμνήσεις. Κανένας τους δεν έζησε μια ικανοποιητική ζωή καθώς “οι δεσμοί αίματος δεν αρκούν για να ζει κανείς μέσα στο ψέμα μιας οικογενειακής αρμονίας που έχει χαθεί από καιρό”. Ο καθένας κουβαλά τις τύψεις και τις απώλειές του συνειδητοποιώντας ότι, η “κοινωνική ευταξία που συνήθως θεωρούμε δεδομένη, δεν είναι παρά μία ψευδαίσθηση που μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή”, και ότι “όσο σκληρή κι αν είναι η ζωή, ο θάνατος είναι πάντοτε σκληρότερος.”
Η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο παλινδρομεί ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, στερούμενη την δύναμη της πρωτοπρόσωπης, επιδεικνύοντας όμως δυνατά στοιχεία ρεαλιστικού, ευθύβολου λόγου, υποδόρια ειρωνικού και με εμφανή στοιχεία ποίησης και ανατολίτικης σοφίας.
Περιγράφεται μια Συρία που δεν είναι γνωστή από τις ειδήσεις ή από άρθρα αλλά έχει τη συναισθηματική, οδυνηρή αλήθεια του Σύρου συγγραφέα που περιγράφει μία άλλη “Κόλαση του Δάντη”. Κι όμως κάπου στο βάθος, ο αναγνώστης ανακαλύπτει το φως του έρωτα που στεφανώνει τους ήρωες χαρίζοντάς τους στιγμές γεμάτες από ομορφιά και τρυφερότητα που ξεπερνάει και το θάνατο.


Την άδεια θέση σου την έχουν αρπάξει οι αετοί. Δεν αρμόζει την θέση μιας θεάς να την αγγίζουν οι θνητοί” γράφει ο Μπούλμπουλ στην αγαπημένη του.
“Η νύχτα των αθάνατων μυστικών”: έτσι ονοματίζει την πρώτη του ερωτική νύχτα ο Αμπντελατίφ.
Ένα συγκινητικό μυθιστόρημα για τις ανθρώπινες και οικογενειακές σχέσεις που δοκιμάζονται σε ακραίες συνθήκες, μία κρυφή ματιά στην συριακή ψυχή και ιδιοσυγκρασία. Ένα χρονικό του καταστροφικού εμφυλίου, ένα σκληρό, αντιφατικό βιβλίο γεμάτο από ζωή και θάνατο, με συμπυκνωμένες, “πολύχρωμες” έννοιες που του αξίζει προσεκτική ανάγνωση.
Κι ένα μήνυμα διαχρονικό από τον δημιουργό του:
ποιόν ωφελεί μία νίκη που στάζει αίμα;

Λίγα βιογραφικά στοιχεία:
Ο Χαλίντ Χαλίφα (γεν. 1964) κατάγεται από το Χαλέπι της Συρίας και ζει στη Δαμασκό. Είναι μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και σεναριογράφος. Αρνείται να εγκαταλείψει τη χώρα του παρά τους κινδύνους που δημιουργεί ο εμφύλιος. Μεγάλο μέρος του έργου του έχει απαγορευτεί στη χώρα του. Έχει προταθεί για πολλά βραβεία της αραβόφωνης λογοτεχνίας.