«Κορεντζιτόρα. Ο γέρο-Κορεντζιτόρα, ο Πορτογάλος έμπορος σκλάβων και διακινητής γυναικών… έτσι δεν τους λένε αυτούς; Γαμούσε τις δικές του πόρνες και μεγάλωνε νέες γενιές από δαύτες. Αυτές μετά γαμούσαν άλλους κι έπρεπε να του πηγαίνουν τα λεφτά που έβγαζαν. Η γιαγιά μου ήταν κόρη του, αλλά τη γαμούσε κι εκείνη. Έλεγε πως όταν καταργήθηκε η δουλεία εκεί κάτω, έκαψαν όλα τ΄ αρχεία ώστε να μοιάζει σαν να μην υπήρξε ποτέ… Η προγιαγιά μου είπε στη γιαγιά μου όλα όσα είχε ζήσει η ίδια και δεν τα πρόλαβε η γιαγιά, και η γιαγιά μου είπε στη μαμά μου τι είχαν περάσει οι δυο τους και η μαμά μου αφηγήθηκε τι είχαν περάσει όλες τους και υποτίθεται ότι έτσι θα τα μεταφέραμε από γενιά σε γενιά ώστε να μην ξεχαστούν ποτέ, παρότι εκείνοι έκαψαν όλα τα χαρτιά για να κάνουν ότι δήθεν δεν συνέβη τίποτα. Και πού είναι τώρα η επόμενη γενιά;»


Ο γερο-Κορετζιντόρα ήταν πατέρας της γιαγιάς μου αλλά και της μαμάς μου. Η μαμά μου πάντα έλεγε, Ούρσα, πρέπει να κάνεις απογόνους. Είναι σημαντικό να φτιάχνουμε γενιές απογόνων. Μπορούν να κάψουν τα αρχεία, αλλά δεν μπορούν να κάψουν τις συνειδήσεις. Αυτές είναι η απόδειξη. Έτσι θα βγει η ετυμηγορία.
Για να διατηρηθεί η μνήμη της σκλαβιάς και το μίσος απέναντι στον βιαστή πρέπει να κληροδοτεί η μια γενιά γυναικών στην άλλη μέσα από την τεκνοποιία.
Μ΄ αυτήν την ιδέα μεγάλωσα. Μισώ αυτόν τον παλιάνθρωπο.


Είμαι η Ούρσα Κορετζιντόρα. Έχω σκληρή φωνή. Το είδος της φωνής που μπορεί να σε πληγώσει. Έχω δάκρυα αντί για μάτια. Είμαι φτιαγμένη να νιώθω από μικρή το παρελθόν μου. Το βρήκα στο στήθος της μάνας μου, στο γάλα της. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να μολύνει τη μουσική μου. Θα σκάψω τους κροτάφους τους. Θα ξεριζώσω τους βολβούς των ματιών τους.
Η Ούρσα Κορετζιντόρα μουρμουράει τη στροφή του τραγουδιού που λέει ότι πηγαίνει στην κουνιστή πολυθρόνα της στο ποτάμι και λικνίζει τη θλίψη της για να την καταπραΰνει. Η φωνή γίνεται καλύτερη όταν μαρτυράει όσα έχεις περάσει. Οι συνέπειες. Ζοριζόμαστε από το παρελθόν των άλλων, όχι μόνο το δικό μας. Το παρελθόν τους στο αίμα μου. Είμαι αίμα τους…
Το πνεύμα μου είναι σαν τα μαχαίρια που χορεύουν. Στις φλέβες μου συναντιούνται οι αιώνες…
Πότε Ούρσα τραγουδάς τα μπλουζ; Κάθε φορά που θέλω να κλάψω, τραγουδάω τα μπλουζ. Αλλιώς θα γέμιζες ποτήρια δάκρυα; Ναι, θα ξεχείλιζαν τα ποτήρια. Ήρθα σε σένα ανοιχτή πληγή. Κι εσύ είπες τραγούδησε για μένα γαμώτο, τραγούδησε. Τραγούδησα για σένα μ΄ όλο μου το είναι…


Η Ούρσα άρχισε να τραγουδάει για τα βάσανα του μυαλού. Ακουγόταν σαν να είχε μέσα της ιδρώτα. Σαν να έβγαζε τα πάντα από μέσα της. Το λένε το μπλουζ του διαβόλου. Σε καβαλάει. Σε δαιμονίζει. Τα τραγούδια είναι διάβολοι. Τραγουδάς την καταστροφή σου. Η φωνή είναι διάβολος…
-Η φωνή μου χόρευε αργή και μελαγχολική, η φωνή μου χόρευε αλλά δεν έλεγα τίποτα. Ονειρευόμουν με τα μάτια ανοιχτά.
-Διώξε τους δαίμονες τους από πάνω σου. Όχι τους δικούς σου, τους δικούς τους.
-Ούρσα τι παθαίνεις με τα μπλουζ;
-Με βοηθούν να εξηγήσω όσα αδυνατώ να εξηγήσω.
Τραγούδησε το «The broken soul blues». Όλες οι κουβέντες στο μπαρ έπαυαν σ΄ αυτό το τραγούδι…
Τραγούδησε ένα τραγούδι της Έλα Φιτζέραλντ.
-Ήθελα ένα τραγούδι να με αγγίξει, να αγγίξει τη ζωή μου και τη δική τους. Ένα πορτογαλικό τραγούδι. Ένα τραγούδι του Νέου Κόσμου. Σκέφτηκα το κορίτσι που ήταν υποχρεωμένο να πλαγιάζει με τον αφέντη του και την κυρία του. Αφέντης ο πατέρας της. Ο πατέρας της κόρης της. Ο πατέρας της κόρης της κόρης της. Για πόσες γενιές; Πόσες γενιές αναγκάστηκαν να υποκύψουν στις γενετήσιες φαντασιώσεις του;
Η προγιαγιά μου είχε το χρώμα των κόκκων του καφέ, αλλά εμείς οι υπόλοιπες… Ναι, αλλά τώρα είμαι διαφορετική, σκεφτόμουν. Έχω ό,τι είχαν κι αυτές, αλλά όχι τους απογόνους. Εγώ δεν μπορώ να κάνω απογόνους…


Ένα πυρετικό βιβλίο που γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 κι όμως είναι σημερινό, επίκαιρο, μιλάει γι’ αυτά που ζει η αμερικανική κοινωνία και όχι μόνο αυτή. Η καταπίεση, ο ρατσισμός, η χειραγώγηση και η βία αναφύονται από το μυθιστόρημα της Γκέιλ Τζόουνς με την τραχύτητα που τους πρέπει.
Η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια του έργου, η Ούρσα, είναι μια μαύρη τραγουδίστρια των μπλουζ, που ζει στο Κεντάκι, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, με τον άντρα της τον Ματ.
Το τραύμα της σκλαβιάς και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης κυριαρχεί πάνω στην ίδια την Ούρσα. Έχει το βάρος να φέρει στον κόσμο τους απογόνους της οικογένειας, αλλά δεν τα καταφέρνει. Μένει στείρα έπειτα από έναν άγριο καυγά με τον άντρα της, ο οποίος τη ζηλεύει.
Πώς όμως ο Κορετζιντόρα, ένας ιδιοκτήτης σκλάβων του 19ου αιώνα, στοιχειώνει τη ζωή της;
Πώς θα καταφέρει να διώξει από πάνω της τα φαντάσματα του παρελθόντος;
Πολλαπλά τραυματισμένη θα καταφέρει να σταθεί στα πόδια της και να επιβάλει τους δικούς της όρους ζωής σε μια κοινωνία που της αρνείται αυτό το αναφαίρετο δικαίωμα.

«Μετά από αυτό, κανένα μυθιστόρημα με μαύρη ηρωίδα δεν θα είναι πια το ίδιο» Τόνι Μόρρισον.
Το «Κορετζιντόρα» είναι το πιο άγρια ειλικρινές μυθιστόρημα και επώδυνα αποκαλυπτικό για όλα όσα έχουν συμβεί και εξακολουθούν να συμβαίνουν, στην ψυχή των Μαύρων αντρών και γυναικών …
Μια συγκλονιστική ιστορία για τη γυναίκα, για τη δουλεία, για την σεξουαλική εκμετάλλευση, για τον ρατσισμό, για τη χειραγώγηση και την επίδραση της ιστορικής μνήμης στη διαμόρφωση της ζωής μας.

Ένα βιβλίο καταπέλτης, σκληρό και αμείλικτο.
Μια γραφή που θέλει να τσακίσει. Και το πετυχαίνει.

Πρόκειται για Αριστούργημα.

H Γκέιλ Τζόουνς γεννήθηκε το 1949 στο Κεντάκι. Είναι Αφροαμερικανή συγγραφέας και τα πιο διάσημα έργα της είναι τα Corregidora (1975), Eva’s Man (1976) και The Healing (1998). Μάλιστα ο ποιητής Michael Harper παρουσίασε το έργο της Jones στην Toni Morrison, η οποία ήταν τότε επιμελήτρια, και το 1975, η Jones δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα, Corregidora, σε ηλικία 26 ετών. Σήμερα η Τζόουνς ζει αποτραβηγμένη από τα κοινά.