Άλαα Αλ – Ασουάνι (Alaa Al Aswany)

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Πατάκη

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης

Το μυθιστόρημα “Το Μέγαρο Γιακουμπιάν” θεωρείται το πιο πολυδιαβασμένο αραβόφωνο βιβλίο του 21ου αιώνα με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 1.000.000 αντίτυπα, με τις επανειλημμένες εκτυπώσεις και μεταφράσεις σε πάνω από 30 χώρες. Η μεταφορά του στον κινηματογράφο πριν κάποια χρόνια σημείωσε μεγάλη επιτυχία επίσης.

Σκηνικό για το ομώνυμο βιβλίο αποτελεί ένα υπαρκτό, θρυλικό κτίριο, ένα δεκαόροφο οικοδόμημα εξαιρετικής αρχιτεκτονικής που ανεγέρθηκε το 1934 από τον εκατομμυριούχο Αγκόπ Γιακουμπιάν, πρόεδρο της αρμενικής κοινότητας, ο οποίος ανέθεσε την κατασκευή του σε μία διακεκριμένη Ιταλική εταιρεία, και φέρει από τότε το όνομα του. Το πολυτελές κτίσμα, που δεσπόζει σε κεντρικό σημείο, γνωρίζει ημέρες ακμής στεγάζοντας την αφρόκρεμα της οικονομικής και επαγγελματικής σκηνής, υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και αριστοκράτες. Είναι η εποχή που το Κάιρο συγκεντρώνει την ελίτ της Αιγύπτου και μετατρέπεται σε Ευρωπαϊκό κέντρο κατά τα δυτικά πρότυπα.

Ο συγγραφέας, με πτυχίο της οδοντιατρικής, ασκεί το επάγγελμα του οδοντιάτρου σε ένα γραφείο στο ονομαστό αυτό κτίσμα το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Επιστρατεύει την εμπειρία του αυτή που τον βοηθάει να αντλήσει στοιχεία βιωματικά από την παρακμή του κτιρίου και να τα μυθιστοριοποιήσει μπερδεύοντας έντεχνα τις προσωπικές μνήμες με την εμπνευσμένη φαντασία σε ιστορίες με παραλλαγές της καθημερινότητας. Εισβάλλει νοερά, αυτή τη φορά, στους χώρους της εμβληματικής πολυκατοικίας που εξακολουθεί να στέκει αγέρωχη με τα χρόνια και, σαν άλλος Ναγκίμπ Μαχφούζ, εισχωρεί αβίαστα στα άδυτα των ψυχών των ενοίκων και των επισκεπτών και τους παρακολουθεί ακόμα και στη γειτονική περίμετρο. Παρατηρεί τους μυθικούς του ήρωες, εντοπίζει τις συνθήκες που τους διαμορφώνουν και τους μελετάει χωρίς να ασκεί καμία κριτική.

Ένας από τους πρωταγωνιστές της μυθιστορίας είναι ο Ζάκι – μπέης αλ – Ντεσούκι κάτοικος της οδού Σουλειμάν Μπάσα, ο οποίος υπερηφανεύεται ότι είναι από τους πρώτους ενοίκους του Μεγάρου, όπου στεγάζεται το γραφείο του που άνοιξε το 1940, μετά τις σπουδές του στη Γαλλία. Ως παλιός αριστοκράτης, ο εξηνταπεντάχρονος αιώνιος γυναικοκατακτητής, δεν ξεχνάει ποτέ τους καλούς του τρόπους που μένουν αναλλοίωτοι στον χρόνο και τους επιδεικνύει καθημερινά σε όσους συναντάει στον δρόμο διανύοντας τα περίπου εκατό μέτρα από το σπίτι για το γραφείο, που λειτουργεί και ως ερωτική φωλιά, την οποία διατηρεί από ανάγκη, αδυνατώντας να έχει την πολυπόθητη ανεξαρτησία του στο σπίτι όπου μοιράζεται με την αυστηρή αδελφή του.

Ο Αμπασχαρούν, ανάπηρος στο ένα πόδι, πιστός υπηρέτης του Ζάκι, αντέχει τις ιδιοτροπίες του κακομαθημένου αφεντικού του, τον οποίον αποκαλεί ταπεινά “Εξοχότατο”. Εφευρίσκει τρόπο να αυξάνει το εισόδημα του, απαραίτητο για την προστασία των τριών θυγατέρων του και του μικρότερου αδελφού του, του Μαλάκ, και αποταμιεύει μετρώντας καθημερινά τα χρήματα πριν τη βραδινή προσευχή που κάνει ευχαριστώντας τον Κύριο, σαν πιστός χριστιανός.

Ο Μαλάκ αντιμάχεται για χρόνια την φτώχεια του ράβοντας από μικρή ηλικία πουκάμισα και ονειρεύεται να ανοίξει μία εταιρεία κατασκευής πουκάμισων στη ταράτσα του Μεγάρου. Αντιμετωπίζει έντονες αντιδράσεις από ισχυρό παράγοντα, αλλά με τον αδελφό του αποτελεί ένα αχτύπητο δίδυμο που δρα συντονισμένα.

Ο Τάχα Αλ Ζάζλι, γιος θυρωρού, επιθυμεί τρελά να φορέσει τη στολή του αστυνομικού με τα “μπρούτζινα άστρα” να λαμποκοπούν στους ώμους του, αλλά η ταπεινή καταγωγή του δεν του επιτρέπει την ένταξη του στους κόλπους της αστυνομίας. Η γνωριμία του με τον σεΐχη Σακίρ είναι καταλυτική στη νέα του διαδρομή που ανοίγεται, του προσηλυτισμού ως θρησκευτικού μάρτυρα στον φανατισμένο αγώνα της Τζιχάντ.

Ο Παράδεισος είναι η ανταμοιβή όσων βασανίζονται για τον Θεό“.


Ο Χάτιμ Ρασίντ είναι ένας ομοφυλόφιλος δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης μιας Γαλλόφωνης εφημερίδας. Αριστοκρατικής καταγωγής, με τον διάσημο νομικό και πρύτανη του Πανεπιστημίου πατέρα του και τη Γαλλίδα μητέρα, γνωρίζει ελεύθερα τον έρωτα ,αλλά όχι και την αληθινή αγάπη που αναζητά εναγωνίως.

Ο Χατζής Μουχάμαντ Αζάμ, ένας κομψός άνδρας που διακρίνεται από την αδιατάραχτη ηρεμία του και την αδιευκρίνιστης προέλευσης τεράστια περιουσία, κλείνει ελαφρά τα κοκκινισμένα από το χασίς μάτια του και ανοίγει το στόμα του για να επιβληθεί πάντα με λίγα, τελεσίδικα λόγια και μόνο για να μεταφέρει τα λόγια του Προφήτη.

Όποιος θέλει να μιλήσει, ας μην πει πολλά. Ειδάλλως ας σωπάσει“.

Η Μπουσάινα, κόρη βοηθού μαγείρου στην Αυτοκινητιστική Λέσχη, κατεβαίνει πολλές φορές από το σπίτι της, το φτωχικό δώμα στην ταράτσα του Μεγάρου, και αλλάζει τόσες δουλειές όσους και συντρόφους.

Συχνά σκεφτόταν (κι αμέσως ζητούσε συγχώρεση) πως ήταν θέλημα Θεού ν’αμαρτήσει, γιατί, αν Εκείνος ήθελε κάτι άλλο, θα την είχε γεννήσει πλούσια…

Ο μικρόκοσμος του περίφημου Μεγάρου Γιακουμπιάν συμβολίζει ευθέως το Κάϊρο με τις αντιθέσεις του, όπου οι δύο πόλοι, εκείνος της παρακμής διαδέχεται εκείνον του μεγαλείου. Είναι η τοιχογραφία της Αιγυπτιακής κοινωνίας τη δεκαετία του ‘90 με τους ξεπεσμένους αριστοκράτες, τους νέους ισχυρούς παράγοντες και τους σκανδαλωδώς νεόπλουτους. Είναι η κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την υποκρισία, την ασυδοσία, τη διαφθορά, την εκμετάλλευση αδυνάτων, τη σεξουαλική παρενόχληση και τον άκρατο θρησκευτικό φανατισμό… πάντα όμως “Θεού θέλοντος”.

Με ένα λόγο λιτό, χωρίς εκφραστικές εξάρσεις, αλλά ουσιαστικό και ρέοντα, ο Αλαα Αλ Ασουάνι ρίχνει το βάρος της αφήγησης σε γεγονότα που αφορούν τον άνθρωπο, ο οποίος δεν είναι μονοδιάστατος και ζει σε μία χώρα που παλινδρομεί ανάμεσα στον Δυτικό εκσυγχρονισμό και στον Ανατολικό ισλαμισμό.