Γράφει: Ο Κώστας Α. Τραχανάς

«Κι ωστόσο δεν υπάρχει ποίηση εκεί που δεν υπάρχει ελπίδα.
Όλοι οι μεγάλοι ποιητές ήταν μεγάλοι αισιόδοξοι που γνώριζαν επακριβώς το μήκος κάθε τούνελ, το μήκος κάθε μοναξιάς…
»
Βασίλης Βασιλικός

«Μέσα στη φούχτα της αγάπης
χωράει το σύμπαν
».
Γιάννης Ρίτσος


Ο εικοσάχρονος Γάλλος Αντουάν Κολί το καλοκαίρι του 1966 ταξίδεψε στην Κρήτη και εκεί ο δρόμος του διασταυρώθηκε με τον δρόμο μιας νεαρής γυναίκας την οποία ερωτεύτηκε τρελά, λάτρεψε τους τόπους που του έδειξε, το δωμάτιο της στη συνοικία της Ανάληψης στο Ηράκλειο, τις βραδιές που περάσανε στις ταβέρνες ακούγοντας μουσική, τις παθιασμένες συζητήσεις που είχανε για το θέατρο και την ποίηση, τους στίχους της «Παλιάς μαζούρκας σε ρυθμό βροχής» ή της Ρωμιοσύνης που εκείνη τους παρέθετε από μνήμης, την πανεπιστημιακή εργασία που ήθελε να ξεκινήσει με θέμα το έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου.


Ο Αντουάν αφού επέστρεψε στο Παρίσι είχε αρκετό καιρό να λάβει γράμμα από την Ελληνίδα φοιτήτρια, την Φωτεινή, γιατί ήδη από την 21η Απριλίου 1967 είχε δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και η Ελλάδα ήταν μια τεράστια φυλακή. Όλη η χώρα μεταμορφώθηκε σε στρατώνα. Μέσα σε λίγους μήνες ο γαλάζιος ουρανός της Ελλάδας είχε σκοτεινιάσει. Οι συνταγματάρχες σφετερίστηκαν την εξουσία με τη βία. Επρόκειτο για ένα καλοστημένο πραξικόπημα!
Η απουσία της Φωτεινής στοίχειωνε τις νύχτες του Αντουάν. Ίσως η Φωτεινή να ήταν σε εξορία, με τους κολασμένους της γης ,σε κάποιο από τα διαβολονήσια και ερημονήσια του Αιγαίου.


«Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
Για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι
».
Τον Ιούνιο του 1968 ο Αντουάν επιστρέφει στην Ελλάδα με στόχο να βρει τα ίχνη της Φωτεινής και να συναντήσει τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο ως μέλος της αντιπροσωπείας της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ) που είχε αναλάβει την επιθεώρηση των ελληνικών φυλακών και νησιώτικων στρατοπέδων, που ήταν φυλακισμένοι οι αντιστασιακοί, οι αντιφρονούντες και οι κομμουνιστές.
Στο Παρθένι της Λέρου, «στο νησί των κολασμένων», το νησί-φυλακή, ο Αντουάν συναντά τον Γιάννη Ρίτσο τον ποιητή της «Εαρινής συμφωνίας», του «Εμβατηρίου του ωκεανού» της «Παλιάς μαζούρκας σε ρυθμό βροχής», της «Σονάτας του σεληνόφωτος» του «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», της «Ρωμιοσύνης» και θαυμάζει την αξιοπρέπεια και τη θαρραλέα στάση του ποιητή απέναντι στο καθεστώς. Ο ποιητής συνέθετε ποιήματα κρυφά κάτω από τα άρβυλα των συνταγματαρχών. Μόνο αυτός θα μπορούσε να μετατρέψει τα ποιήματα σε τραγούδια της αντίστασης με τον συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη.


«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
Αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ΄ τα ξένα βήματα ,
Αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο
».
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν γράφει, χορεύει.
Οι λέξεις του κλυδωνίζονται πάνω στη σελίδα.
Κάποιες παφλάζουν πριν εξαφανιστούν, άλλες αφήνουν μακριά αυλάκια στο διάβα τους. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη σαν ιστία παρασυρμένα από το ρεύμα.
Λέξεις δυνατής πνοής, παρασυρμένες απ΄ τον άνεμο, πεισματάρικες, μανιασμένες. Λέξεις που στροβιλίζονται μέσα στο κεφάλι σε μεγάλη αναταραχή , πριν κάνουν να αναριγήσει, σχεδόν τιθασευμένες, την επιφάνεια του χαρτιού.
Οι λέξεις του Ρίτσου σκάβουν τη νύχτα το στρατόπεδο όπως ο χρόνος κατατρώει την πέτρα. Σύντομα τα σίδερα θα πέσουν.
Ο Γιάννης Ρίτσος το ξέρει πώς πάντα θα μένει ανοιχτή μια χαραμάδα για το πεισματωμένο χορτάρι μια σχισμή για το ποίημα , αρκετή σιωπή για να μπορέσει μια λέξη βγαλμένη απ΄ τη καρδιά του να αντηχήσει σε άλλες καρδιές.
Ξέρει ο Ρίτσος πως τα ποιήματα του, που κρύβει μέσα σε ένα μπουκάλι χωμένο στη γη, είναι το ρακί της ελευθερίας! Η ποίησή του ήταν η δική του αντίσταση…
Όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν αισθανθεί το βάλσαμο της ποίησης να καταπραΰνει τις ζωντανές πληγές. Η ομορφιά ενός ποιήματος ήταν πάντοτε αρκετή για να παραμερίσει από το διάβα του την απελπισία. Οι λέξεις σε βοηθάνε να αντέξεις τα βασανιστήρια, τις ανακρίσεις, την απομόνωση, τον εγκλεισμό, την εξορία. Η πνευματική ζωή ήταν πιο δυνατή από την καταστολή!
Στον γαλάζιο ουρανό του Αιγαίου πελάγους η φωνή των ποιητών θα στήσει έναν χορό όμοιο με το πέταγμα των χελιδονιών…
Όπως κάθε νύχτα, ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος ταξιδεύει. Μια βάρκα έρχεται να τον πάρει απ΄ το κρεβάτι του. Γλιστράει πάνω στα μαύρα νερά της μοναξιάς, απομακρύνεται απ΄ την ακτή, υψώνει ένα πανί και τραβάει για έναν άγνωστο προορισμό. Πάνε πια οι φρουροί μέσα στα φυλάκιά τους! Ο ποιητής αποδρά ως ελεύθερος άνθρωπος…
Από τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, ο Αντουάν μαθαίνει το ανέλπιστο: ότι ο ποιητής γνωρίζει την Φωτεινή Σαββιδάκη την αγαπημένη του, η οποία είναι από τις πολλές γυναίκες που αντιστέκονταν…


«Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις, -εκεί που πάει να σκύψει
Με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει
Και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου
».
Εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο του Γιάννη Ρίτσου το μυθιστόρημα αυτό αναφέρεται στην ακατάλυτη δύναμη της ποίησης που γράφει ιστορία.
Πρόκειται για Αριστούργημα.


Ο Μπρούνο Ντουσέ (γεν. 1961) είναι Γάλλος ποιητής, συγγραφέας και εκδότης. Το 2010 ίδρυσε τον ομώνυμο εκδοτικό οίκο που αναδεικνύει ποιητές απ’ όλο τον κόσμο οι οποίοι υπερασπίζονται τις αξίες της ελευθερίας και της αντίστασης ενάντια σε κάθε δυνάστη. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές του Γιάννη Ρίτσου στα γαλλικά, σε δίγλωσση έκδοση. Στην Ελλάδα του Γιάννη Ρίτσου βρήκε μια δεύτερη πατρίδα.