ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ – ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ: Βίκυ Κατσαρού

Πέρα από κάθε αμφιβολία, ο κορυφαίος λογοτέχνης έχει επιβληθεί και καταξιωθεί σε διεθνή κλίμακα αφήνοντας το προσωπικό του αποτύπωμα ως πρεσβευτής του λόγου. Αυτό οφείλεται στην προσεκτική μελέτη κατά τη διαδικασία της γραφής με την στόχευση του σκοπού και το πιστοποιεί με την σφραγίδα του πάνω στην ιδιότυπη γραφή, την οποία στηρίζει σε στέρεο φιλοσοφικό υπόβαθρο.

Ανήσυχος διανοητής και φιλοσοφικός στοχαστής, βρίσκεται σε μία άοκνη αναζήτηση της αλήθειας της ανθρώπινης φύσης και της ψυχής με ερωτήματα, πέρα από τις ανθρώπινες γνωστικές ικανότητες, για τον Θεό και τον άνθρωπο και τη ζωή και τον θάνατο, με την σκέψη του να κινείται στα δύο στοιχεία, την ύλη και το άυλο, το πνεύμα.

Η ανεξάντλητη δημιουργική του φαντασία εμπλουτίζεται από τα περίτεχνα εκφραστικά μέσα, ως αποτέλεσμα της ιδιοσυγκρασίας του που τον παρακινεί να συλλέγει αδιάκοπα λέξεις, να τις ανασυνθέτει και να αναδημιουργεί νέες σε ένα μοναδικό ιδιωματικό “κρεσέντο”.

Γνώστης της δυναμικής των λέξεων στο κείμενο, τις πλάθει και τις μετασχηματίζει σε εικόνες αντικατοπτρίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, τις πνευματικές ιδέες του. Παίρνει ως βάση τη δημοτική γλώσσα, επεμβαίνει επάνω της και την τροφοδοτεί με το προσωπικό ποιητικό του ύφος δίνοντας της μία άλλη διάσταση.

Η πολυδιάστατη προσωπικότητα του Νίκου Καζαντζάκη ξεδιπλώνεται και στο έργο του “ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ“, το οποίο ολοκληρώνει σε ώριμη ηλικία. Κτίζει τους ήρωες του γενναιόδωρα με στερεά δομικά υλικά και τους ζώνει με τις αδυναμίες τους, τα μίση και τα πάθη που επιφέρουν τα παθήματα “όταν η καρδιά πάει κόντρα στο νου”. Τα ζώα και τα πετούμενα, καθώς και τα δένδρα και τα φυτά, αποκτούν υπόσταση με την πένα του και σαν ζωντανοί οργανισμοί λειτουργούν ακόμα και οι… πέτρες.

Κυρίαρχο ρόλο έχει ο παπά-Γιάνναρος, ο εβδομηντάχρονος πρόσφυγας από τον Αϊ Κωνσταντίνο, στην Μαύρη Θάλασσα, τον οποίο, διωγμένο από την χώρα του, η μοίρα ρίχνει, μετά από πολλές περιπλανήσεις, στην Ήπειρο. Ζει σ’ένα μικρό σπίτι – κελί δίπλα από την εκκλησία, μπροστά από την οποία έχει ήδη προετοιμάσει το μνήμα του με την επιγραφή: “Θάνατε, δε σε φοβούμαι”.

Το χωριό Κάστελο, ένα δύσβατο, πετρώδες και άγονο μέρος, γίνεται η νέα του πατρίδα, ένα σκληροτράχηλο μέρος που φαίνεται να μεταδίδει την σκληράδα της πέτρας του στα σώματα και στις ψυχές των κατοίκων, με την ομόνοια και τη διχόνοια να παλεύουν για επικράτηση.

Η γυναίκα του έχει πεθάνει κι ο μοναχογιός του, άλλοτε καπετάνιος στα καράβια, αλλάζει ιδέες και όνομα και γίνεται καπετάνιος στα βουνά με τους αντάρτες.

Το σπίτι του κύρου του και της μάνας του δεν τον χωρούσε, και μία νύχτα άνοιξε την πόρτα κι έφυγε• γύρισε τον κόσμο, έμπλεξε με γυναίκες, βούτηξε στην αμαρτία• έμπλεξε με ιδέες, αρνήθηκε το Θεό, αρνήθηκε την πατρίδα, αρνήθηκε και τ’ όνομα του κύρου του

άλλαξε όνομα, και τώρα, να τος, καπετάν Δράκος, στην κορφή της Αϊτοράχης, με φωτιά και τσεκούρι!

Η πλοκή ξεδιπλώνεται αργά και βασανιστικά όλη τη Μεγάλη Βδομάδα πριν το Πάσχα, με τα πάθη των ανθρώπων να βρίσκονται σε άμεση συνάφεια με τα Θεία Πάθη. Οι προεστοί και ο φτωχός λαός, λες και έχουν ένα μίσος φωλιασμένο μέσα τους από χρόνια που ζητάει να ξεχυθεί, χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα και αλληλοσκοτώνονται. Ο Εθνικός Στρατός, οι μαυροσκούφηδες, έχει καταλάβει άλλη μία φορά το Κάστελο, ενώ οι αντάρτες, οι κοκκινοσκούφηδες, από το βουνό απειλούν ξανά με νέα επίθεση. Ο παπά-Γιάνναρος, μη βρίσκοντας άκρη μαζί τους, καταφεύγει στον Θεό και στρέφει το βλέμμα στον ουρανό.

Πάω να μιλήσω με το Θεό, κουβέντες με ανθρώπους δε θέλω…“.

Σε κάθε μία ξεχωριστή ημέρα της Μεγάλης Βδομάδας εκτυλίσσονται γεγονότα με τον εμφύλιο πόλεμο να είναι σε πλήρη εξέλιξη και να φθάνει στην κορύφωση του στο τέλος της εβδομάδας όταν πλησιάζει η Ανάσταση. Ο παπά-Γιάνναρος, ως άλλος “Φτωχούλης του Θεού”, αντικρίζει το χωριό του να καταστρέφεται, να μετατρέπεται σε αποκαΐδια, και ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια από τον Χριστό.

…αργεί ν’άρθει το ελεός σου...”

Στρέφεται στην εικόνα της Παναγίας και εκλιπαρεί να μεσολαβήσει στον Γιό της.

…αν δεν κάνει κάτι ο Χριστός, ανάσταση (στην πατρίδα) δεν έχει…

Μεγάλη Παρασκευή σταυρώνεται ο Χριστός, σταυρώνεται και η πατρίδα. Ο παπά-Γιάνναρος έχει την αίσθηση ότι ο ίδιος ο Θεός παρουσιάζεται και του υπενθυμίζει ότι τον έχει πλάσσει ελεύθερο και υπεύθυνο να παίρνει μόνος του τις αποφάσεις.

Προσφεύγει στον λοχαγό,τον Δημήτρη Λέφα από τη Ρούμελη, και προσπαθεί να τον πείσει για μία συμφιλίωση.

Να σώσουμε το χωριό – δεν το λυπάσαι; Εσύ στο Κάστελο κρατάς το σπαθί, εγώ το λόγο του Θεού• κατέβα από το άλογο να σμίξουμε τις δύο μεγάλες αυτές δυνάμεις, παιδί μου“.

Παίρνει τον ανήφορο για την Αϊτοράχη να συναντήσει τον γιο του, τον καπετάν Δράκο και το πρωτοπαλίκαρό του, τον Λουκά.

Ήρθα απόψε στην κορφή ετούτη του βουνού σας να σας φωνάξω: ως πότε; Το ίδιο φωνάζω και στους άλλους: ως πότε; Είμαι ιερέας του Θεού και χρέος έχω να πηγαινοέρχομαι ανάμεσα στους δύο σας και να φωνάζω:

Αγάπη! Αγάπη!

Ο Νίκος Καζαντζάκης μυθιστορηματοποιεί τις αδελφοκτόνες μάχες του εμφυλίου πολέμου, 1946-49, που δεν τον αφήνουν ασυγκίνητο, και τις πλαισιώνει με τους ήρωες του, τους οποίους αφήνει να κινούνται γύρω από τις δικές τους τροχιές και να σημαδεύονται από τις ευθύνες που μοιράζονται και στις δύο παρατάξεις, ως συνυπεύθυνοι. Κάνει προσπάθεια να ανιχνεύσει τα αίτια του σπαραγμού, στηλιτεύει τον φανατισμό και περιγράφει τις οδυνηρές συνέπειες. Επικρίνει τους Αγιορείτες μοναχούς και τις μεθόδους που εφευρίσκουν να προσηλυτίζουν. Μιλάει, μέσω των ηρώων του, για την κοινωνική δικαιοσύνη και επισημαίνει την αξία της ελευθερίας απαλλαγμένης από τον φόβο και την ελπίδα. Αναπόφευκτη είναι η σύγκρουση των δύο πόλων, του λόγου του πνευματικού ανθρώπου και του όπλου του ρεαλιστή μαχητή.

Ο λόγος του, διαυγής και αυθεντικός, ανθρώπινος και λεβέντικος, γίνεται καταγγελτικός για κάθε μορφή βίας, αυταρχισμού και εξουσίας. Η πολυσήμαντη έννοια της προσφιλούς του λέξης “ανήφορος” έχει τη σημασία της, με επαναλήψεις, στις σελίδες της ιστορίας. Η πολυεπίπεδη σκέψη του, ελεύθερη, χαράζει τις δικές της διαδρομές με την τριτοπρόσωπη αφήγηση του μεγαλύτερου μέρους του μυθιστορήματος και, σε κάποιες σελίδες, με την πρωτοπρόσωπη εξομολογητική διάθεση του προσώπου του Λεωνίδα.

Χριστέ μου, φύσηξε στα μάτια τους ν’ανοίξουν και να δουν πως όλοι είμαστε αδέρφια. Η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες

φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες“.