Ο Σίμωνας και η γυναίκα του η Κατερίνα πλησιάζουν στο λιμάνι του νησιού του Αιγαίου. Ελεύθεροι για πάντα θα ταξίδευαν, θα χαίρονταν τη ζωή …
Κοίταξε ο Σίμωνας πιο καλά από το καράβι τη μικρή, ακατοίκητη νησίδα .Καθώς το νησί είχε τώρα φύγει από το οπτικό του πεδίο , η μικρή νησίδα του θύμισε όαση σε πελαγίσια έρημο, με μόνο όριο τα παράλια της γειτονικής χώρας, που άχρωμα διαγράφονταν στον ορίζοντα.
Ανυπομονούσαν και οι δυο να φθάσουν στο νησί και να πάνε στο δωμάτιό τους να καθίσουν το βράδυ στο μπαλκόνι με θέα , να πίνουνε κρασί κάθε βράδυ, να ακούνε το κύμα της θάλασσας και τα τριζόνια.
Έτσι το ζευγάρι ξεκίνησε τις διακοπές τους.


Ο Σίμωνας μια μέρα έβαλε πορεία μόνος του, με τη βάρκα ενός φίλους του, προς την έρημο και πράσινη νησίδα . Άργησε να επιτρέψει και έφθασε το βράδυ ,την ώρα που μαύρα σύννεφα έκρυβαν το φεγγάρι, όταν πλησίαζε στη νοητή έξοδο του κόλπου, ένιωσε τον αέρα να δυναμώνει και τους κυματισμούς να ενισχύονται και να τραντάζουν σε τυχαίες στιγμές τη βάρκα , καθώς τη χτυπούσαν στο δεξί πλευρό. Τότε, πρόσεξε μπροστά του κάτι που διέκοπτε το φωτεινό παιχνίδισμα των κυμάτων , κάτι που έμοιαζε με αντικείμενο που επέπλεε. Πλησίασε, το χτύπησε δοκιμαστικά με το κουπί και πρόσεξε ότι ήταν ελαφρύ και βούλιαξε κάτω από το βάρος του κουπιού. Το ψάρεψε με το κουπί και είδε ότι ήταν ένα πλαστικό μπουφάν. Σε λίγο βρήκε και ένα σωσίβιο με ανακλαστική ταινία.
Ξαφνικά το αίμα του Σίμωνα πάγωσε στη θέα ενός ανέκφραστου προσώπου που κοιτούσε, καθώς το νεκρό σώμα ,έρμαιο των ορέξεων της αγριεμένης θάλασσας ταλαντευόταν πλάι στη βάρκα. Τράβηξε με δυσκολία το ανθρώπινο σώμα μέσα στη βάρκα και το ακούμπησε προσεκτικά ανάμεσα στο μεσαίο ξύλο και στο κάθισμα της πρύμνης. Κόλλησε το αυτί του στο στόμα του νέου. Δεν υπήρχε αναπνοή .Έσφιξε τον καρπό του .Δεν ένιωσε παλμό. Το σώμα του νέου ήταν κρύο και το πρόσωπο ανέκφραστο. Κατάλαβε ότι ήταν μετανάστης.


Άρχισε να φωνάζει : «Είναι κανείς εδώ; ». Ύστερα άρχισε να σφυρίζει όσο πιο δυνατά μπορούσε , ενώ έκανε κύκλους με τη βάρκα , προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο σώμα ή κάποιο κεφάλι ανάμεσα στα κύματα.
Είδε ένα μακρύ σκούρο ύφασμα να επιπλέει .Ήταν λεπτό σαν γυναικείο σάλι. Έσκυψε και το έπιασε από μια άκρη και όπως το τράβηξε, φάνηκε το κεφάλι μιας νεαρής γυναίκας .Δεν έμοιαζε να έχει τις αισθήσεις της, ούτε ζωή μέσα της αλλά δεν μπορούσε να είναι σίγουρος και πάλευε να της κρατάει το κεφάλι έξω από το νερό τραβώντας το ρούχο. Όμως, τα κύματα έκαναν τη βάρκα να τινάζεται σαν αγριεμένο άλογο που προσπαθεί να απαλλαγεί από τον αναβάτη του .Έβαλε όση δύναμη είχε στα πόδια και τα χέρια του και κατάφερε να την ανασηκώσει και την έπιασε γερά και τα δύο χέρια . Με μια απότομη κίνηση ,την τράβηξε όσο χρειαζόταν για να περάσει η μέση της την κουπαστή και σωριάστηκε στον πάτο της βάρκας με το σώμα της γυναίκας να στέκει ακούνητο δίπλα του.
«Είσαι καλά, κυρά μου;» είπε με αγωνία και ήλπιζε τόσο να την έβλεπε να ψελλίζει κάτι ή να κουνούσε τα βλέφαρά της ή , έστω , να ένιωθε την καρδιά της να χτυπά κάτω από το τρυφερό ακόμη δέρμα της…
Γονάτισε δίπλα της και άρχισε να αφουγκράζεται , να ψάχνει για σφυγμό και να της κάνει τεχνητή αναπνοή…
Τελικά και η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή.
«Έχεις παιδάκι, κυρά μου ; Πες μου , να χαρείς , που είναι το παιδάκι σου ; Πες μου ότι είναι ασφαλές. Πες μου ότι δεν σε αυτή την άγρια θάλασσα να τον χτυπάνε τα κύματα » είπε ξέπνοα και λυπημένα ο Σίμωνας.
Όταν ξαφνικά είδε στα κύματα ένα ….
Έτσι προχωρεί αβίαστα ο Όθωνας Μιχαήλ στη σύζευξη χώρου – χρόνου και πλάσιμο προσώπων και χαρακτήρων, όπου η γλώσσα, λογοτεχνική, με κοπιώδη επιλογή λέξεων εναρμονίζεται με τους χαρακτήρες και επιτυγχάνεται η αναγνωστική ευφορία του αναγνώστη. Η παράθεση στοιχείων όπου γεννιούνται και εξελίσσονται τα γεγονότα διευκολύνει τον κάθε αναγνώστη να αντιληφθεί πού ακριβώς διαδραματίζεται ένας αγώνας, που συντελείται μια αγωνιώδη προσπάθεια να σωθούν κάποιοι άγνωστοι και κατατρεγμένοι πρόσφυγες και να νοηματοδοτήσει τη ζωή μας.


Υφαίνει τη γλώσσα με τα δικά του στημόνια, τα γνέματα και τον αργαλειό.
Το έργο απλώνεται σαν το ποτάμι που αρδεύει παραποτάμια μέρη. Ανθρώπινη δράση και ανθρώπινη συμπεριφορά, τεχνάσματα, παγίδες ,επιβίωση, θετική στάση απέναντι στη ζωή, αλλά και φόβος, αντιξοότητες, κίνδυνος και θάνατος.
Ο ήρωας του βιβλίου κατάφερε να εντάξει όλα όσα του είχαν συμβεί ,σε μια κοσμοαντίληψη κατάφασης στη ζωή, η οποία αποτυπώνεται σε αυτό το βιβλίο …
Η ζωή ενός Ανθρώπου έχει πάντα νόημα.
Ακόμα και ο θάνατος συμβάλλει και αυτός με τον τρόπο του στη νοηματοδότηση της ζωής και στην αξία της ζωής , αναδεικνύοντας τη μοναδικότητα της ύπαρξής μας ,που είναι ωφέλιμη στην κοινότητα και στον Άλλο- τον ξένο, τον θαλασσοδαρμένο.
Αγώνας, βοήθεια, επιμονή, χειρονομίες, αλληλεγγύη, με μέτρο χωρίς υπερτροφίες στη γνώση και αίσθηση του τραγικού.
Πρόκειται για ένα συγκινητικό έργο γεμάτο δυναμισμό και σφρίγος. Ταλαντούχος ο συγγραφέας στη δημιουργία «ζωντανών ανθρώπων-ηρώων», πετυχαίνει να προβάλει εντέχνως την ιδιαιτερότητα, του κεντρικού ήρωα ή την ιδιαίτερη ατομικότητά του.
Κερδίζει τον αναγνώστη το διαφορετικό-εξαιρετικό μυθιστορηματικό πρόσωπο, η δημιουργία μιας διαφορετικής ανθρώπινης ατμόσφαιρας, όπου ο κεντρικός ήρωας αγωνίζεται στην φουρτουνιασμένη θάλασσα του Αιγαίου για τον Άλλο άνθρωπο, τον ξένο, τον πρόσφυγα ,τον θαλασσοδαρμένο και δείχνει αληθινή αλληλεγγύη ,ανθρωπιά ,συμπόνοια και αλτρουισμό.
«Η νησίδα » είναι ένα παρηγορητικό και εμψυχωτικό βιβλίο στο οποίο δίνουμε νόημα στη ζωή μας με τις πράξεις μας, αλλά και μέσω της αγάπης ,όπως και μέσω των δοκιμασιών που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ,ακόμα και μέσω του πόνου ,των κινδύνων και του θανάτου…

Διαβάστε το.
Ο Όθωνας Μιχαήλ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Μετά τις σπουδές του και το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Πατρών, εργάστηκε ως ερευνητής στο ΙΤΥΕ «Διόφαντος» ενώ δίδαξε και στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Από το 2016 διδάσκει στο Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ στη Μεγάλη Βρετανία, όπου τώρα είναι Αναπληρωτής Καθηγητής. Ερευνά θέματα της επιστήμης των υπολογιστών και έχει δημοσιεύσει δεκάδες ερευνητικές εργασίες καθώς και ένα επιστημονικό βιβλίο. Λογοτεχνικά, το μυθιστόρημά του «Το Λιμάνι Αργούσε να φανεί» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή (2019) ενώ «Η Νησίδα» τιμήθηκε με έπαινο στον 39ο διαγωνισμό της ανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Ζει με την οικογένειά του στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ελλάδα.