Άριστες οι οικογένειες, των οποίων οι περιουσίες αποκτήθηκαν χωρίς την παραμικρή αδικία, φυλάσσονται χωρίς καμία δυσπιστία, και ξοδεύονται χωρίς δράμι μετάνοιας. Συγκροτημένες αυτές που τα χαρτιά τους είναι προσβάσιμα και ανοιχτά στα μέλη τους. Ενωμένες όσες κατισχύουν τις ηθικές θρομβώσεις στο κοινό τους αίμα και διατηρούν το σφρίγος τους στις κοιλάδες του χρόνου και των συνθηκών. Ευλογημένες. Αιώνια επιφορτισμένες, θαρρείς, μ’ ένα πανομοιότυπο μακάριο χαμόγελο κρεμασμένο στα χείλη, ως περιφερόμενα αγάπης πορτρέτα. Ιερές την ίδια στιγμή, φυτώρια των πρώιμων αρετών του ατόμου, δομημένες κατευθείαν από τα χέρια του Θεού, και ως επί το πλείστον, καταφύγια άπλετης στοργής.

Έτσι μοιάζουν στα μάτια κάποιου που θα ξοδέψει μια ολόκληρη μέρα ή και μια ολόκληρη ζωή, παρατηρώντας τις μέσα από κουρτίνες που τρεμοπαίζουν, σκιές που χορεύουν στους τοίχους, και χείλη που ανοιγοκλείνουν χωρίς να ακούγεται λέξη. Ως κι ευτυχισμένες θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει, μέχρι οι κουρτίνες να τραβηχτούν στην άκρη, και η παντομίμα να αποκτήσει μιλιά. Κι ίσως να είναι πράγματι ευτυχισμένες με τον τρόπο τους, αρκεί ο παρατηρητής να μην ξεχνά ότι όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες έχουν τα μελανά σημεία τους που αποσιωπούνται σκόπιμα για την προστασία της υπόληψής τους, και διατηρούν σε μια σκοτεινή καταπακτή τον προσωπικό τους σωρό από μυστικά, μικρές ή μεγάλες ακολασίες, ίντριγκες και δολοπλοκίες. Από αυτή την άποψη, τα ανθρώπινα πάθη είναι ό,τι ο άνεμος για τα ιστιοφόρα. Παρότι επικίνδυνα απρόβλεπτα, κανείς μας δε μπορεί να πορευτεί χωρίς αυτά, κι είναι εκείνα που επιβεβαιώνουν πως η αλήθεια μας είναι κυρίως όσα κρύβουμε επιμελώς από τους άλλους.

Οι «Ευτυχισμένες οικογένειες» του Δημήτρη Στεφανάκη κυκλοφορούν ήδη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Στο νέο του μυθιστόρημα, ο πολυβραβευμένος συγγραφέας επιλέγει μια γυναικεία φωνή για πρώτη φορά να γίνει αφηγηματικός ξεναγός του αναγνώστη. Βασική ηρωίδα η Λήδα Δημητριάδη. Ή αλλιώς το ερωτικό στοιχειό στο γάμο του Δόση και της Υβόνης, η αδυναμία της πλούσιας θείας Μέλπως, ένας πάγιος μπελάς με το παρατσούκλι «εξαδέλφη Μπέττυ», ο από μηχανής θεός για τα νομικά κωλύματα του θείου Άγη Δημητριάδη – Σέραρντ και του γιου του, Τζώρτζη, κι αυτή που τολμά να έρθει αντιμέτωπη με το βρώμικο παρελθόν του Ρόμπερτ Σέραρντ. Η δυναμική δικηγόρος και μέλος μιας από τις πιο επιφανείς οικογένειες της Αθήνας, ξεσκονίζει το φάκελο ενός χωλού Άγγλου που ανέκαθεν χρησιμοποιούσε τη στρατηγική της αράχνης. Έφτιαχνε, δηλαδή, έναν ιστό που συνέδεε ό,τι άγγιζε. Ο Σέραρντ εκμαύλιζε τους άλλους και τους καθιστούσε συνένοχους στα σκοτεινά του σχέδια με πρώτον και καλύτερο τον παππού της. Αυτός που ουκ ολίγες φορές προσπάθησε ο Άγης να βγάλει από τη μέση, κι έπειτα ο Τζώρτζης με την ξαδέλφη του χωρίς επιτυχία, έχει εμπλακεί σε σκάνδαλα ολκής, και έχει προχωρήσει σε προμελετημένους ελιγμούς για την επίτευξη των στόχων του. Διαπραγματευόταν αθόρυβα, περίμενε πάντα οπλισμένος. Ήταν αυτός που η τύχη, η παρόρμηση και ο πόθος για υλικά αγαθά και δύναμη, τον ευνόησαν. Η κινητή απόδειξη του ότι ο πλούτος δε μπορεί να αποκτηθεί και να διατηρηθεί από ανθρώπους χωρίς αμαρτίες. Είναι ο λύκος που κατηγορείται φταίει δε φταίει, και αυτός που μέσα από την έρευνα του νεαρού φοιτητή Σταμάτη Σταμάτη για τη χρονική περίοδο 1939-1945, θα κοιτάξει κατάματα τη Λήδα που διαρρηγνύει την άγρια φύση των κινήτρων του και το συμπαγές του χαρακτήρος του.

Ο Σταμάτης Σταμάτης που δεν είναι όμορφος, μα με τον τρόπο του γοητευτικός για μια γυναίκα αρκετά μεγαλύτερή του, όπως η Λήδα, θα κανονίζει διαδοχικές συναντήσεις μαζί της, θα αραδειάζει τα έγγραφά του στο γραφείο της, και θα καπνίζει μπροστά της εξηγώντας της το βάθος της έρευνάς του. Θα την παρασύρει από την ελληνική πρωτεύουσα του σήμερα στην προπολεμική εκδοχή της, στο Κάιρο των πολεμικών συρράξεων και την Αγγλία των αρχών του 20ου αι., και στα μονοπάτια μιας άγνωστης ερωτικής έλξης. Ο Σταμάτης Σταμάτης αποδεικνύει πως το να αρέσει κάποιος δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα ομορφιάς. Αλλά όποιος αρέσει είναι αληθινά ακαταμάχητος στα μάτια του άλλου, πως δεν υπάρχει αφροδισιακό σαν την αθωότητα της νιότης, και πως ερωτισμός είναι να δέχεσαι να παραδοθείς σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο και όχι σε κάποιον τυχαίο. Γνωρίζει πως η γυναικεία καρδιά δεν είναι ένα πυθάρι που πρέπει να γεμίσουμε, αλλά μια φωτιά που πρέπει να ανάψει.

Το δέκατο μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη τα έχει όλα, κι είναι από τα έργα που συνάδελφοι και ομότεχνοί του θα εύχονταν να είχαν γράψει οι ίδιοι. Στις σελίδες του περιδιαβαίνει κορδωτός ένας πολυθεϊστής του έρωτα, στον οποίο αντιστοιχούν δύο γυναίκες που ξέρουν πως το να κερδίσεις έναν άντρα είναι τέχνη, και το να τον κρατήσεις στο πλάι σου επάγγελμα, δύο παιδιά εκ διαμέτρου αντίθετα, και δύο σπίτια στα οποία δεν πληρώνεις την αγάπη, αλλά αυτή η άτιμη πάντα βρίσκει τον τρόπο να σου κοστίζει ακριβά. Ο Άγης Δημητριάδης – Σέραρντ δεν ελέγχει τη μοίρα του. Οι γυναίκες της ζωής του το κάνουν για λογαριασμό του. Στις ίδιες σελίδες περιφέρεται η αρχοντική θεία Μέλπω που τα γνωρίζει όλα από ένστικτο, για την οποία τα πλούτη κάνουν τη γυναίκα αλαζονική, η ομορφιά ύποπτη και η ασχήμια μισητή, ένας ποιητής που θα περάσει από σαράντα κύματα για να πείσει τους οικείους του ότι τα έργα του είναι φλέβες γεμάτες αίμα, η απατημένη Υβόνη που δύσκολο να ξεχωρίσει το λάθος από το σωστό στο λαβύρινθο της ζωής, ο αδελφός της Λήδας που καιροφυλακτεί να κληρονομήσει τη Μέλπω, ο Ρόμπερτ Σέραρντ που επικυρώνει πως η δύναμη ελκύει ανθρώπους με χαμηλή ηθική, η Λήδα για την οποία δε μπορεί να προσδιοριστεί το πού τελειώνει ο άγγελος και πού αρχίζει ο διάβολος στο νου και το κορμί της, και ο Σταμάτης Σταμάτης που επιβεβαιώνει πως μπορούν να προκύψουν ευτυχισμένοι συνδυασμοί ακόμα και με μεγάλη διαφορά ηλικίας. Γιατί, θυμηθείτε πως η ευτυχία ένα παζλ είναι μόνο. Δεν έχει σημασία αν τα κομμάτια του είναι παλιά ή καινούργια. Φτάνει μόνο να ταιριάζουν μεταξύ τους.

Κοντολογίς, οι «Ευτυχισμένες οικογένειες», είναι ένας αθέατος υποβολέας ευαισθησίας απέναντι στην ανθρωπότητα και τις αδυναμίες της. Ένα εργαλείο με το οποίο δουλεύεται ο κοσμοπολιτισμός, η Ιστορία και η πολυπλοκότητα της ψυχής στο εργαστήρι του χρόνου. Ένα μυθιστόρημα που διεγείρει τον αναστοχασμό, γραμμένο σε άψογη ελληνική γλώσσα, που αποτελεί πορθμείο για τη σκέψη, τους χρωματισμούς του συναισθήματος και κάθε λεπτής αίσθησης του χιούμορ στον καμβά της ζωής. Κι αυτό επειδή στο ξενοδοχείο των Σέραρντ, οι νεκροί επιτρέπεται να κυβερνούν τους ζωντανούς, το κακό είναι κακό είτε φαίνεται, είτε όχι, κι οι αμαρτίες τείνουν να έρχονται σε πλήρη συμφωνία με τις επιθυμίες των συνιδιοκτητών του.