Γράφει ο Κώστας Αυγερινός

Το νέο μυθιστόρημα, το έκτο στη σειρά, της Τέσυ Μπάιλα, με τίτλο «Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές» κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, από τις εκδόσεις, στις οποίες στεγάζονται τα 4 τελευταία έργα της.


Ένα βιβλίο που, εκτός από την γνωστή λογοτεχνική γραφή της, εμπεριέχει εξαιρετικά σκιαγραφημένους ήρωες. Έτσι ο αναγνώστης, με τις ολοζώντανες περιγραφές της συγγραφέως, δίνει με τη φαντασία του μορφή στους ήρωες, τους «βλέπει» να ζωντανεύουν μπροστά του. Αναφερθήκαμε στην λογοτεχνική γραφή και τις περιγραφές και θα πρέπει να συμπληρώσουμε εδώ, ότι υπάρχουν παράγραφοι που πραγματικά συγκλονίζουν με την ρεαλιστικότητα τους.
Με μια φιλοσοφική διάθεση η Τέσυ Μπάιλα αναδεικνύει μέσα από τις ζωές των ηρώων της, όλα αυτά με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ο άνθρωπος κατά το διάβα της ζωής του. Χαρές, λύπες, φιλία, έρωτας, πόλεμος και τέλος ο θάνατος.
Η ιστορία αρχίζει από το 1970, όταν ένας μυστηριώδης επισκέπτης, ανοίγει την πόρτα ενός εγκαταλελειμμένου και απομονωμένου σπιτιού σε μια παραλία λίγο έξω από το Ηράκλειο της Κρήτης. Ο επισκέπτης ξαπλώνει στο σκονισμένο κρεβάτι, που κάποτε κοιμόταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και του ξυπνά θύμισες, φαντάσματα και σκιές. Στο τετράδιό του καταγράφει ό,τι του έρχεται στο μυαλό από τα παλιά. Και το κουβάρι των αναμνήσεων αρχίζει να ξετυλίγεται…


Πίσω στον χρόνο και στο 1898. Τότε που το σπίτι έσφυζε από ζωή. Ήταν λίγο πριν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Τότε γεννήθηκε ο Ανέστης, χάνοντας την μητέρα του στη γέννα. Μεγαλώνει βιώνοντας την απώλεια της μάνας και την απόρριψη-απαξίωση του πατέρα μαζί με τον βίαιο χαρακτήρα του. Ο φόβος ριζώνει στο σπίτι και στην ψυχή του μικρού Ανέστη. Και βρίσκει διέξοδο. Ο μικρός Ανέστης αρχίζει να παίζει με τις σκιές που δημιουργεί το φως του φεγγαριού στο δωμάτιό του. Κι αργότερα, με την βοήθεια του παππού Λεωνίδα μαθαίνει να τις φτιάχνει με τις μπογιές του, να τις χρωματίζει και να τις αποτυπώνει στο χαρτί και στον καμβά του. Η ζωγραφική γι’ αυτόν αποτελεί την μοναδική διέξοδο. Μέσω αυτής εκφράζει ό,τι φοβάται να εξωτερικεύσει. Όσα βλέπουν τα μάτια και τα μάτια της ψυχής του. Σε αυτό εστιάζει και η Τέσυ Μπάιλα. Στο πώς ο ανθρώπινος νους βρίσκει διεξόδους για να ξεφύγει από το σκληρό πρόσωπο της ζωής. Και τα έργα του Ανέστη είναι άξια θαυμασμού.
Αποφασίζει να φύγει από το σπίτι του. Να γλυτώσει από τον πατέρα του, να αξιοποιήσει το ταλέντο του στη ζωγραφική. Έτσι, ο νεαρός Ανέστης θα βρεθεί στο λιμάνι, έτοιμος για το ταξίδι που θα αλλάξει την ζωή του, όμως χωρίς χρήματα, χωρίς αποσκευές. Και είναι ξεχωριστός ο τρόπος που η συγγραφέας αποτυπώνει τον ανθρωπισμό και την αγνότητα των περισσοτέρων ανθρώπων της εποχής εκείνης. Άνθρωποι φτωχοί μα φιλότιμοι και συντρέχτες που βοηθούν χωρίς να προσβάλλουν, όπως ο Σαλεπιτζής στο λιμάνι, που στον πεινασμένο Ανέστη, πρόσφερε σαλέπι και κουλούρι, όμως… «δανεικά». Αλλά και της γραφικής κυρίας Ευτέρπης, που άνοιξε τις φτερούγες της και αγκάλιασε τον Ανέστη και τον φίλο του, προσφέροντάς τους στέγη και φαγητό όταν έφτασαν στην Αθήνα. Και εδώ είναι ο ανθρωπισμός που έντονα περνάει η συγγραφέας σε μας.


Και φτάνουμε στο μεγάλο κεφάλαιο αυτού του έργου στον ύμνο στη φιλία. Στην συνάντηση του Ανέστη με τον Μικέλε. Το μόνο κοινό των δύο φίλων ήταν η απουσία της μητέρας από τις ζωές τους. Ήταν τόσο διαφορετικοί. Ο εσωστρεφής και μοναχικός Ανέστης, ο εξωστρεφής και κοινωνικός Μικέλε. Ο Μικέλε που ήθελε να χαρεί την ζωή, τον έρωτα σαν την πεταλούδα που γυρίζει γύρω από την λάμπα, τα πάντα και προσπαθούσε να βγάλει από το καβούκι του, να «ξεκλειδώσει» τον Ανέστη και να τον παρασύρει στον τρελό χορό της ζωής. Ο Ανέστης που προσπαθούσε να τον συγκρατήσει, μην τυχόν και κάψει τα φτερά του στη λάμπα. Δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Δύο διαφορετικοί κόσμοι που όμως αλληλοσυμπληρώνονταν και αλληλοπροστατεύονταν. Δυο αληθινοί φίλοι που αποφάσισαν να ζήσουν μαζί. Στα εύκολα και στα δύσκολα. Που ονειρεύονταν να ταξιδέψουν στην Βενετία και στην Φλωρεντία. Ο ένας για να τελειοποιήσει το ταλέντο του στη ζωγραφική και ο άλλος για να απολαύσει τις χαρές της ζωής. Άραγε θα πραγματοποιηθεί το όνειρό του; Θα βρει τρόπο η δύναμη της φιλίας να το κάνει πράξη; Με ποιο τρόπο;
Ο πόλεμος θα σταματήσει τα φιλόδοξα σχέδιά τους και οι δυο φίλοι, μαζί, στον ίδιο λόχο, θα βρεθούν στα χαρακώματα και θα βιώσουν την φρίκη του πολέμου. Μαζί στα εύκολα. Μαζί και στα δύσκολα. Θα τηρηθεί ο όρκος τους; Ένας όρκος που θα επιδράσει στις ζωές τους με διαφορετικό τρόπο. Πώς άραγε; Πώς θα αντέξουν μέσα στην δίνη του πολέμου; Ευχάριστες αναμνήσεις από την προηγούμενη ζωή τους, από τους έρωτές τους, τους κρατούν και τους δίνουν δύναμη. Την Ισιδώρα για τον Ανέστη, την Μυρσίνη για τον Μικέλε. Εκεί, στα χαρακώματα, ο Ανέστης ζωγραφίζει την φρίκη του πολέμου, όμως πολύ αργότερα, ζωγραφίζει το καλύτερο έργο του. Ένα έργο που αφήνει άναυδους τους κριτικούς τέχνης. Τόσο για την εικόνα, όσο και για το χρώμα που χρησιμοποίησε ο ζωγράφος. Και απορούν. Το κόκκινο της φωτιάς του πολέμου. Πώς το δημιούργησε; Ο Ανέστης το κρατά για πάντα μυστικό.
Ποιος ήταν ο μυστηριώδης επισκέπτης του ερειπωμένου σπιτιού που έπαιξε για τελευταία φορά με τις σκιές του;
Είναι γεγονός ότι όσο οι σελίδες προχωρούν η ένταση κορυφώνεται. Οι αποκαλύψεις έρχονται. Τα ερωτήματα θα απαντηθούν. Τα έντονα συναισθήματα των αναγνωστών πολλά. Η ιστορία απογειώνεται ολοκληρωτικά όταν ο αναγνώστης κλείσει την τελευταία σελίδα.
Η συγγραφέας από την πρώτη κιόλας παράγραφο του βιβλίου, θα κρατήσει τον αναγνώστη. Θα του δείξει με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο, με τις εξαιρετικές περιγραφές και την αληθινά λογοτεχνική γραφή της, την αξία της φιλίας, τον όρκο, την αδελφοσύνη, τον ανθρωπισμό, την ειρήνη και τον πόλεμο. Την αξία της τέχνης, τη μοναχικότητα, την ελπίδα, τον πόνο της ψυχής, και άλλα πολλά που σίγουρα θα εντοπίσετε και θα σταθείτε μόνοι σας.
Ένα βιβλίο κόσμημα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.