«Ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον». Για τον Ιπποκράτη, είναι
αδιανόητο να ξέρει την Ιατρική, εκείνος που δε διαχωρίζει τον άνθρωπο απο το αγρίμι
κι ασυγχώρητο για τον επιστήμονα να καταπατήσει τον ιερό του όρκο και να εκδόσει
ο ίδιος εισιτήριο δίχως επιστροφή στον πάσχοντα, ακόμη και αν το τέλος αυτού, είναι
μια δρασκελιά μακριά. Πώς όμως να αναμετρηθείς με δυο μάτια αγαπημένα που έχουν
θολώσει απο την απόγνωση και προσμένουν στωικά τη συγκατάθεσή σου στο στερνό
τους χατίρι, πώς να αγκαλιάσεις μια πατρική φιγούρα που τόσο σου έχει λείψει, όταν
αυτή συρρικνώθηκε στην κλίνη του άλγους και μέρα τη μέρα βασιλεύει για άγνωστες
σε σένα, ουράνιες πολιτείες; Πώς να μην τη λυτρώσεις; Πώς να μην τη συνοδεύσεις ως
τις πύλες του θανάτου με ένα υγρό φιλί; Ποιός θα σε κρίνει; Ποιός θα σε περιμένει για
να λογοδοτήσεις; Απο την άλλη, ποιά λογική μπορεί να χαλιναγωγήσει μια ραγισμένη
καρδιά, μια καρδιά φιμωμένη για χρόνια που για πρώτη φορά είναι κι αυτή σε θέση να
φιλοδωρήσει με πόνο κι απέχθεια έναν απο τους βασανιστές της; Ποιός θα είναι τόσο
άδικος για να την κατακρίνει; Ποιά συνείδηση θα μείνει ξάγρυπνη μετά απο τούτη την
ανταπόδωση;
Λένε πως μια καλή ζωή εμπνέεται απο την αγάπη των γονέων και καθοδηγείται αέναα
απο τη γνώση που μεταδίδουν στα παιδιά τους. Αν είναι έτσι, η ζωή της μικρής Άννας
στερήθηκε τόσο την έμπνευση, όσο και την καθοδήγηση, και αν η παιδική ηλικία είναι
η προσωπική Άνοιξη του κάθε ανθρώπου, ο ξανθός άγγελος ποτέ δεν έκλεισε μες στις
χούφτες του το χελιδόνι που την κουβαλά στη μαύρη ράχη του, ποτέ τα αρώματά της
δεν κατέκλυσαν την όσφρησή της, ποτέ δεν ικανοποιήθηκε η πρωταρχική παιδική της
ανάγκη για μια φυσιολογική οικογένεια όπου η αγάπη θα αντικαθιστούσε το φόβο και
η ασφάλεια την απογοήτευση, τη μοναξιά και τους πάγους της ψυχής. Κλειστά σπίτια
και κλειδαμπαρωμένες πόρτες συναντούσαν η Άννα και η αδελφή της, η Στέλλα, χέρια
που τις ξυλοφόρτωναν με κάθε ευκαιρία, που τις αδικούσαν, δάχτυλα που τυλίγονταν
γύρω απο τα άνθη τους κι επιχειρούσαν να τα αποστραγγίξουν απο τη γύρη τους πριν
την ώρα τους. Ο Μιχάλης κι η Ελπίδα δεν ήταν πουθενά για να προστατεύσουν τις δυο
τους κόρες, απο την ξιπασμένη Ερατώ, την ιδιότροπη Μαρί, τις διαστροφικές θωπείες
του Μήτσου που μαύρισαν για πάντα το άγουρο κλωνί της Άννας κι έστειλαν τη μικρή
Άντρι στην αγκαλιά του Κυρίου με μια βουτιά στο σκοτάδι, πάνω στην κρύα πέτρα και
τον τύραννο πίσω της. Τα δυο κορίτσια που εντέλει πρόκοψαν στη ζωή τους μέσα απο
ένα σωρό δυσχέρειες, βίωσαν στο πετσί της τρυφερότερης ηλικίας τους τη χειρότερη
φτώχεια που δεν είναι άλλη απο την ολοκληρωτική αποξένωση απο τους γεννήτορές
τους και την αίσθηση πως δεν σε θέλουν.
Στις σελίδες του νέου βιβλίου της Νικόλ – Άννας Μανιάτη, «Οι σιωπές της ενοχής», που
κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Ψυχογιός, περνά σαν κινηματογραφική ταινία η ζωή της
ηρωίδας, Άννας Παπαδάκη, με γρήγορη ροή, ακούραστη και αριστοτεχνικά πλεγμένη
πλοκή, χαρακτήρες που συγκινούν, οργίζουν μα και προβληματίζουν την αναγνωστική
καρδιά προσφέροντάς της συγκλονιστικά μαθήματα ζωής κι ανθρώπινης ψυχολογίας,
ενώ μέχρι το τέλος την κρατούν σε εγρήγορση και αγωνία για το αν και πότε θα έρθει
η απαραίτητη κάθαρση. Μέχρι η διακεκριμένη γιατρός να ξορκίσει τους δαίμονές της,
χωρίς να απολέσει ό,τι καλό ζει και υπάρχει μέσα της, μέχρι να ξεφορτωθεί τις χρόνιες
ενοχές και τη σιωπή που τη συνοδεύει, μέχρι να αποδεσμευτεί πλέον απο το μίσος που
για τον Καμύ, αποτελεί παγίδα που μας δένει με τους εχθρούς μας, θα περάσει απο του
κόσμου τις συμπληγάδες. Μα στο διάβα της θα συναντήσει το γιατρό Ιωαννίδη που θα
της διδάξει την αγάπη για το συνάνθρωπο, την αίσθηση του καθήκοντος και την λήψη
των γενναίων αποφάσεων, το δικηγόρο Αχιλλέα που κι αυτός με τη σειρά του θα της
εμπνεύσει την αίσθηση της συντροφικότητας, την εμπιστοσύνη και την ανάγκη πάντα
να αφήνουμε την πόρτα της καρδιάς ανοιχτή στο φύσημα του έρωτος, και δυο παιδιά
που αν και δεν ήταν δικά της, τα αγάπησε όσο κανείς δεν αγάπησε την ίδια, και έδωσε
σ’ εκείνα, όσα δεν έδωσαν οι άλλοι σ’ αυτήν. Στα εβδομήντα τέσσερά της, η Άννα, στη
μέση του χειμώνα, ανακάλυψε μέσα της και γύρω της ένα αόρατο θέρος, το θέρος που
μας κρατά στη ζωή, και χάρη σ’ αυτό φεύγουμε ευτυχισμένοι για την άβυσσο, απο την
οποία ξεκινήσαμε, κι ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πως η αγάπη είναι το αληθινό μας
πεπρωμένο και πως δε θα βρούμε ποτέ μόνοι μας το νόημα της ζωής, αλλά πάντα μαζί
με κάποιον άλλον.

oi siopes ths enoxhs